Ενδοοικογενειακή βία- Απαγόρευση χρήσης βίντεο ως αποδεικτικού υλικού


Γράφει η Άννα Παυλίδου, ασκ.δικηγόρος
Τέλεση του εγκλήματος της  ενδοοικογενειακής βίας του άρθρου 6§1 περ.α. και κατ’ επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας της περ.β. του ίδιου άρθρου καθώς και απαγόρευση της χρήσης βιντεοσκοπικού υλικού ως αποδεικτικού υλικού από τον κατηγορούμενο ενώπιον του δευτεροβάθμιου ποινικού δικαστηρίου (Σχολιασμός της υπ’ αριθμ. 5674/2017 δικαστικής απόφασης του ΤρΕφΠλημΑθ)
Στη συγκεκριμένη υπόθεση, ο κατηγορούμενος άσκησε έφεση κατά της πρωτοβάθμιας καταδικαστικής απόφασης για την κατηγορία της πρόκλησης απλής σωματικής βλάβης στην εγκαλούσα εν διαστάσει σύζυγό του, δυνάμει του άρθρου 6§1 περ. α Ν.3500/2006. Στο δευτεροβάθμιο χρησιμοποίησε ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου μια δισκέτα (cd) και στικάκι (φλασάκι,flash) μέσα στο οποίο υπήρχε βίντεο το οποίο κατέγραφε τα πραγματικά περιστατικά που συνέβησαν το έτος 2016 ανάμεσα σε εκείνον και την εν διαστάσει σύζυγό του, ως μοναδικό αποδεικτικό μέσο με το οποίο εκείνος υποστήριζε ότι αποδεικνύεται  η αθωότητα του.
Μάλιστα , στους αυτοτελείς ισχυρισμούς τους προέβαλε προφορικά και κατέθεσε και γραπτώς η πληρεξούσια δικηγόρος του, ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι η εγκαλούσα εν διαστάσει σύζυγός του  «είχε απόλυτη γνώση εξ αρχής της βιντεοσκόπησης» με το κινητό του τηλέφωνο όσων γίνονταν καθ’ όλη τη διάρκεια της, διότι το κρατούσε εμφανώς μπροστά της και της είπε ότι θα την βιντεοσκοπούσε με το κινητό, στην προσπάθειά της να σταματήσει τις ύβρεις και τις βιαιότητες μπροστά στο ανήλικο τέκνο τους. Εκείνος αποφάσισε να πράξει με τον συγκεκριμένο τρόπο «για το υπέρτερο συμφέρον διαφύλαξης της ψυχικής υγείας και ηρεμίας του παιδιού τους», ενώ ακόμη ισχυρίστηκε ότι η εγκαλούσα εν διαστάσει σύζυγός του  «συναινούσε απόλυτα» στη βιντεοσκόπηση.
Το δικαστήριο όμως απέρριψε το αίτημα του κατηγορουμένου περί αναπαραγωγής βιντεοσκοπικού υλικού, το οποίο λήφθηκε χωρίς τη συναίνεση της εγκαλούσας συζύγου του και αναπαριστά προσωπική ιδιωτική τους στιγμή εντός της οικίας τους, διότι αυτό συνιστά αποδεικτικό υλικό που απεκτήθη με παράνομη πράξη. Συγχρόνως, η απαγόρευση χρήσης του ως άνω αποδεικτικού στοιχείου δεν παραβιάζει εν προκειμένω την αρχή της αναλογικότητας.
Πιο συγκεκριμένα, το δευτεροβάθμιο δικάσαν δικαστήριο υποστήριξε ότι «σύμφωνα με το άρθρο 177§2 ΚΠΔ, αποδεικτικά μέσα που έχουν κτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών, δεν λαμβάνονται υπόψη στην αποδεικτική διαδικασία. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 370 Α §2 ΠΚ , όποιος αθέμιτα παρακολουθεί με ειδικά τεχνικά μέσα ή αποτυπώνει σε υλικό φορέα προφορική συνομιλία μεταξύ τρίτων ή αποτυπώνει σε υλικό φορέα μη δημόσια πράξη άλλου, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Με την ίδια ποινή τιμωρείται η πράξη του προηγούμενου εδαφίου και όταν ο δράστης αποτυπώσει σε υλικό φορέα το περιεχόμενο της συνομιλίας του με άλλον χωρίς τη ρητή συναίνεση του τελευταίου».
Ειδικότερα, το δικαστήριο στήριξε το συλλογισμό του στα ακόλουθα: «Η χρησιμοποίηση στη δίκη, παρά την εναντίωση του κατηγορουμένου, απαγορευμένου αποδεικτικού μέσου, όπως είναι αυτό που έχει αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών και δεν λαμβάνεται υπόψη στην ποινική διαδικασία συνεπάγεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο γιατί προσβάλλει τα υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου και ιδρύει τον από το άρθρο 510§1 στχ. α ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως. Παρά τις επελθούσες με το άρθρο 10 Ν. 3674/2008 τροποποιήσεις στο άρθρο 370Α ΠΚ και στο άρθρο 177§2 ΚΠΔ και της θεσπισθείσης απολύτου απαγορεύσεως της χρήσεως ως αποδεικτικών μέσων μαγνητοταινιών ή μαγνητοφωνήσεων που αποκτήθηκαν παρανόμως, από πλευράς ποινικού δικονομικού δικαίου η προβλεπόμενη απόλυτη απαγόρευση δικονομικής αξιοποιήσεως τέτοιων αποδεικτικών μέσων πρέπει να ελέγχεται από το επιλαμβανόμενο της εκδικάσεως της υποθέσεως ποινικό δικαστήριο αν είναι συμβατή με τις διατάξεις των άρθρων 2§1 Σ και 25§1 περ. δ΄ Σ, που προστατεύουν το απόλυτο αγαθό της ανθρώπινης αξίας ,με συνέπεια για να μη τίθενται σε διακινδύνευση έννομα αγαθά της ζωής, της τιμής, της ελευθερίας του ατόμου, τα οποία απολαύουν απόλυτης συνταγματικής προστασίας και πλην της χρήσεως αποδεικτικών μέσων παρανόμως κτηθέντων , κατόπιν βασανιστηρίων ή κατόπιν προσβολής της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, να κάμπτεται ο κανόνας του άρθρου 19§3 Σ της μη χρήσεως των παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων είτε κατά είτε υπέρ του κατηγορουμένου, όπως όταν αυτά αποτελούν το μόνο προτεινόμενο από τον κατηγορούμενο αποδεικτικό μέσο προς απόδειξη αθωότητάς του, υπό τον περιορισμό της αρχής της αναλογικότητας, εάν δηλαδή στη συγκεκριμένη περίπτωση, λαμβανομένης υπόψη και της βαρύτητας του εγκλήματος για το οποίο κατηγορείται αυτός, το εν λόγω αποδεικτικό μέσο είναι το μόνο αναγκαίο και πρόσφορο για την απόδειξη της αθωότητάς του, ώστε το δικαστήριο να συνεκτιμήσει τα ευνοϊκά σημεία του παράνομου αποδεικτικού μέσου για τον προτείνοντα κατηγορούμενο (ΑΠ 653/2013)».   
Ακόμη, σύμφωνα με το άρθρο 19§3 Σ ορίζεται ότι «Απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού και των άρθρων 9 και 9Α Σ». Σύμφωνα δε με την θεωρία υποστηρίζεται ότι «ενόψει της θεμελιώδους συνταγματικής διάταξης του άρθρου 2§1 Σ (και) του γεγονότος ότι τα έννομα αγαθά της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας, τα οποία απολαύουν απόλυτης συνταγματικής προστασίας (άρθρο 5§2 Σ) τίθενται σε διακινδύνευση στην περίπτωση μη απόδειξης της αθωότητας του κατηγορουμένου κάμπτεται ο κανόνας του άρθρου 19§3 Σ της μη χρήσεως των παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων, όταν αυτά αποτελούν το μόνο προτεινόμενο από αυτόν (κατηγορούμενο), μέσο προς απόδειξη της αθωότητάς του, υπό τον περιορισμό πάντοτε της αρχής της αναλογικότητας, εάν δηλαδή στη συγκεκριμένη περίπτωση, λαμβανομένης υπόψη και της βαρύτητας του εγκλήματος, το εν λόγω αποδεικτικό μέσο είναι αναγκαίο και πρόσφορο για την απόδειξη της αθωότητάς του. Πρόκειται για διορθωτική συστολή του κανονιστικού περιεχομένου του άρθρου 19§3 Σ, σε αντίθεση τόσο προς τη γραμματική διατύπωση της διάταξης όσο και προς τη θέληση του ιστορικού αναθεωρητικού νομοθέτη. [..]
Εξάλλου, θεωρητικά τουλάχιστον, ο κατηγορούμενος δεν καλείται να αποδείξει την αθωότητά του, αφού η τελευταία τεκμαίρεται.[..] Όσο για την αρχή της αναλογικότητας, εκείνη θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την εκτίμηση της συνταγματικότητας νομοθετικών περιορισμών στην άσκηση ενός θεμελιώδους δικαιώματος, όχι όμως ως δίοδος  για να οδηγηθούμε σε (ανεπίτρεπτη) ιεράρχηση μεταξύ συνταγματικών διατάξεων και στον (μερικό έστω) παραμερισμό της ειδικότερης από αυτές (στην προκειμένη περίπτωση του άρθρου 19§ 3Σ)». Προτείνεται δε από την θεωρία, ως ενδεικνυόμενη λύση «η εκ νέου παρέμβαση του αναθεωρητικού νομοθέτη, για την κατάργηση ή τροποποίηση της ανεπιτυχούς διάταξης του άρθρου 19§3». [Κώστας Χ. Χρυσόγονος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, Τρίτη αναθεωρημένη έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, έτος 2006, σελ. 265-266]
Ακόμη, σύμφωνα με την θεωρία, ως προς το άρθρο 177§2 ΚΠΔ πιστεύεται ότι « η απαγόρευση ισχύει μόνο για την κήρυξη της ενοχής και την επιβολή ποινής (ή λήψη μέτρων καταναγκασμού), δηλαδή μόνο για την απόδειξη σε βάρος και όχι υπέρ του κατηγορουμένου.[.] Αν το αποδεικτικό μέσο έχει αποκτηθεί από τον κατηγορούμενο όχι απλά με αξιόποινες πράξεις (ή μέσω αυτών), αλλά κατά παράβαση συνταγματικών διατάξεων, τότε μπορεί να ληφθεί υπόψη μόνο αν είναι το μοναδικό προτεινόμενο και είναι αναγκαίο και πρόσφορο για την απόδειξη της αθωότητας, ενόψει και της βαρύτητας του εγκλήματος (άρα προφανώς δεν είναι παραδεκτό αν ο κατηγορούμενος εγκαλείται πχ. για ελαφρό πλημμέλημα). [Κώστας Χ. Χρυσόγονος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, Τρίτη αναθεωρημένη έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, έτος 2006, σελ. 267]
Συνεπώς, το δικαστήριο στη συγκεκριμένη υπόθεση έκρινε ότι το αίτημα του κατηγορουμένου για αναπαραγωγή του επίμαχου βιντεοσκοπικού υλικού το οποίο λήφθηκε χωρίς τη συναίνεση της εγκαλούσης εν διαστάσει συζύγου του και σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του ίδιου του κατηγορουμένου αναπαριστά προσωπική ιδιωτική τους στιγμή εντός της οικίας τους και η χρησιμοποίησή του ως αποδεικτικού μέσου, δεν μπορούσε να γίνει δεκτό, διότι αφορά αποδεικτικό υλικό που αποκτήθηκε με πράξη παράνομη. (άρθρο 177§2 ΚΠΔ). Ακόμη, το δικαστήριο έκρινε ότι εν προκειμένω δεν παραβιάστηκε η αρχή της αναλογικότητας, εφόσον η παράβαση του άρθρου 370Α ΠΚ τιμωρείται με ποινή καθείρξεως, ενώ αυτής του άρθρου 6 Ν.3500/2006 με ποινή φυλακίσεως. Σημειωτέον δε είναι ότι η ποινή αυτή είχε οριοθετηθεί από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε συνολική ποινή φυλακίσεως 34 μηνών με αναστολή. Επιπλέον, το δικαστήριο τόνισε ότι το εν λόγω αποδεικτικό μέσο δεν είναι το μόνο πρόσφορο προς απόδειξη της αθωότητας του κατηγορουμένου, εφόσον εκείνος είχε προτείνει μάρτυρες υπερασπίσεως αλλά και ιδιωτική ιατροδικαστική εξέταση.
Όσον αφορά δε την κατηγορία περί τέλεσης του εγκλήματος της ενδο-οικογενειακής βίας δυνάμει του άρθρου 6§1 Ν.3500/2006 σημειώνεται ότι: «Από τη διάταξη του άρθρου 6§1 Ν.3500/2006 προκύπτει ότι εισάγεται ένα ιδιώνυμο έγκλημα ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης τελούμενο με δύο- υπαλλακτικά οριζόμενους τρόπους:, α) αν το μέλος της οικογένειας προξενεί σε άλλο μέλος αυτής σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του, υπό την έννοια του εδ. α΄ της § 1 του άρθρου 308 του ΠΚ, στην οποία βλάβη δε συμπεριλαμβάνεται η εντελώς ελαφρά κάκωση ή βλάβη της υγείας και β) αν το μέλος της οικογένειας με συνεχή σκληρή συμπεριφορά προξενεί σε άλλο μέλος εντελώς ελαφρά κάκωση ή βλάβη της υγείας του, με την έννοια του εδαφίου β’ της παραπάνω διάταξης, περίπτωση που απαιτεί επί πλέον της πρώτης συνεχή σκληρή συμπεριφορά. Δηλαδή, αν προξενήθηκε εντελώς ελαφρά κάκωση ή βλάβη της υγείας ενός μέλους οικογένειας από άλλο, όχι μετά από συνεχή σκληρή συμπεριφορά, δεν τιμωρείται κατά το παραπάνω άρθρο 6 §1 του Ν. 3500/2006, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους, αλλά κατά την κοινή διάταξη του άρθρου 308 §.1 εδ. β του ΠΚ, με κράτηση έως έξι(6) μήνες ή με πρόστιμο έως 3.000 ευρώ. Για τη στοιχειοθέτηση του ανωτέρω εισαγόμενου ιδιωνύμου εγκλήματος της ενδοοικογενειακής βίας, της απλής σωματικής βλάβης, απαιτείται πρόκληση σωματικής κάκωσης ή βλάβης της υγείας από ένα μέλος οικογένειας σε άλλο μέλος της ίδιας οικογένειας και δόλος του δράστη κατευθυνόμενος στην παραγωγή αυτών των αποτελεσμάτων, ενώ απαραίτητη προϋπόθεση των συγγενών αυτών είναι η συνοίκηση. Το έγκλημα της απλής σωματικής βλάβης διαβαθμίζεται κατά το άρθρο 308 ΠΚ, αναλόγως της σπουδαιότητας αυτής, σε απλή, σε όλως ελαφρά, η οποία χωρίς να είναι εντελώς επουσιώδης, έχει επιπόλαιες συνέπειες και σε ασήμαντη, που είναι η έχουσα ήπιες συνέπειες.
Η σωματική κάκωση μπορεί να είναι ταυτόχρονα και βλάβη της υγείας, χωρίς να είναι τούτο απαραίτητο. Αλλά και η βλάβη υγείας μπορεί να επέλθει χωρίς σωματική κάκωση. Μπορεί επίσης, είτε να εμφανιστούν χωριστά, είτε να είναι η μία συνέπεια της άλλης. Σωματική κάκωση είναι κάθε εξωτερική επενέργεια επί του σώματος, όπως τραύματα, εκδορές, οιδήματα, παραμορφώσεις κλ.π., ενώ βλάβη της υγείας είναι κάθε διατάραξη των εσωτερικών λειτουργιών, η κάκωση δε μπορεί να είναι συγχρόνως και βλάβη της υγείας, αλλά η βλάβη της υγείας μπορεί να επέλθει και χωρίς κάκωση, καθώς, επίσης, μπορεί η καθεμία να επέλθει χωριστά ή να είναι η μία συνέπεια της άλλης και δε δημιουργείται αντίφαση από τη σωρευτική παραδοχή σωματικής κάκωσης και βλάβης της υγείας του παθόντος ταυτόχρονα.[..]Ως δε  όλως ελαφρές σωματικές βλάβες κρίθηκαν από τον Άρειο Πάγο εκχυμώσεις, θλάσεις, εκδορές, ερυθρότητα, ζάλη, κεφαλαλγία, εγκεφαλική διάσειση. (βλ. ΑΠ 332/2005, 123/2004, 872/2003, 2009/2001). Μάλιστα, ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου επί απλής σωματικής βλάβης ότι κατ’ ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό πρόκειται για όλως ελαφρά σωματική βλάβη, είναι αυτοτελής. [..]
Τέλος, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο βασιζόμενο στην  ιατροδικαστική έκθεση η οποία μνημονεύει ότι επρόκειτο για μια απλή εκχύμωση, η οποία ήδη μετά πάροδο 2 ημερών ευρίσκετο σε αποδρομή, έκρινε ότι η επίδικη σωματική βλάβη είναι όλως ελαφρά (πρβλ. ΑΠ 621/2014, ΑΠ 332/2005, ΑΠ 123/2004), μεταβαλλόμενης έτσι επιτρεπτώς της κατηγορίας από το εδάφιο α' του άρθρου 6§ 1 του Ν. 3500/2006 σε εκείνο του εδαφίου β'. Ακόμη, το δικαστήριο δέχθηκε ότι από την ανωτέρω συμπλοκή τραυματίστηκε όλως ελαφρά και ο κατηγορούμενος, με απλές μικροεκδορές. [..] Ωστόσο δεν αποδείχθηκε ότι η ενέργεια αυτή της εγκαλούσης προηγήθηκε της δικής του, πολύ δε περισσότερο δεν αποδείχθηκε προηγουμένη ιδιαίτερα σκληρή και βάναυση εναντίον του συμπεριφορά της, με αποτέλεσμα, να απορρίψει ως ουσία αβάσιμο τον ισχυρισμό του κατηγορουμένου  περί συνδρομής του άρθρου 308 § 3 ΠΚ. Ακόμη, το δικαστήριο δεν δέχθηκε ούτε τον ισχυρισμό του κατηγορουμένου περί συνδρομής του άρθρου 361§ 3 ΠΚ καθώς αποδείχθηκε ότι εκείνος προσέβαλε εντονότατα με άσεμνους χαρακτηρισμούς την τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσας εν διαστάσει συζύγου του. [..]
Εν κατακλείδι, το δικαστήριο δέχθηκε τυπικά την έφεση του κατηγορουμένου αλλά επί της ουσίας την απέρριψε και τον κήρυξε ένοχο για την ανωτέρω εκτεθείσα πράξη αλλά και για την προσβολή της τιμής της εγκαλούσας συζύγου του προσφωνώντας την με άσεμνους χαρακτηρισμούς, προσβάλλοντας βάναυσα την προσωπικότητά της. Επιπλέον, αφαίρεσε το όριο της προσωρινής κρατήσεως,  και όρισε το υπόλοιπο της ποινής που πρέπει να εκτίσει ο κατηγορούμενος σε δύο (2) μηνών και δέκα (10) ημερών. Ακόμη, τον υποχρέωσε να πληρώσει στην πολιτικώς ενάγουσα  χωρίς προσωπική του κράτηση, το ποσό των 44 ευρώ με επιφύλαξη, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που του προκάλεσε η κρινόμενη πράξη και ανέστειλε την εκτέλεση της ποινής φυλάκισης των δύο (2) μηνών και δέκα (10) ημερών που επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο για τρία (3) χρόνια [.].

Σχόλια

Ο χρήστης Ανώνυμος είπε…
Η αιτιολογία αντιφάσκει: Αν το αποδεικτικό μέσο έχει αποκτηθεί από τον κατηγορούμενο όχι απλά με αξιόποινες πράξεις (ή μέσω αυτών), αλλά κατά παράβαση συνταγματικών διατάξεων, τότε μπορεί να ληφθεί υπόψη μόνο αν είναι το μοναδικό προτεινόμενο και είναι αναγκαίο και πρόσφορο για την απόδειξη της αθωότητας, ενόψει και της βαρύτητας του εγκλήματος (άρα προφανώς δεν είναι παραδεκτό αν ο κατηγορούμενος εγκαλείται πχ. για ελαφρό πλημμέλημα) Ο Χρυσόγονος μιλά για 2 περιπτώσεις. α)μέσο αποκτηθέν μέσω αξιόποινης πράξης και β)μέσο αποκτηθέν μέσω αξιόποινης πράξης ΚΑΙ παράβασης συνταγματικής διάταξης. Η παρένθεση του αναφέρεται στην περίπτωση β. Το Δικαστήριο όμως επιλέγει να την εφαρμόσει και στην περίπτωση α. Ταυτόχρονα ξεχνά ότι ουσιαστικά η απαγόρευση του ΚΠΔ είναι για τους κατήγορους και όχι για τον κατηγορούμενο.