Τροχαίο ατύχημα: Ανθρωποκτονία εξ αμελείας δια παραλείψεως λόγω ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης. Προσφυγή του άρ. 48 ΚΠΔ (Α' Δημοσίευση)

Διάταξη Εισ. Εφετ. Πατρών 12/2016 (Αντιεισαγγελέας Εφετών Βασιλική Ε. Αργύρη). (α’ δημοσίευση: Legalnews24.gr). Περίληψη: Τροχαίο ατύχημα. Εξ αμελείας ανθρωποκτονία κατά συρροή τελεσθείσης παρ`υποχρέων δια παραλείψεως, λόγω ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης. Ευθύνη της αναδόχου εταιρίας-κατασκευάστριας του δρόμου. Επαρκείς ενδείξεις προς κίνηση της ποινικής δίωξης. Δεκτή η προσφυγή κατ΄αρ.48 ΚΠΔ κατά της απορριπτικής της έγκλησης διάταξης του Εισ.Πλημμελειοδικών. Φύση και
προθεσμία της προσφυγής.
«Από τις διατάξεις του άρθρου 48 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας όπως ισχύει μετά την αντικαταστασή της με το άρθρο 28 {4 του ισχύοντος από την 2α-4-2012  Νόμου 4055/2012, Φ.Ε.Κ. Α΄,51/12-3-2012 «Δίκαιη Δίκη και εύλογη αυτής διάρκεια» παρ. «1. Ο εγκαλών μέσα σε αποκλειστική προθεσμία τριών(3) μηνών από την έκδοση της διάταξης κατά τις παραγράφους 1 και 2 του προηγούμενου άρθρου, μπορεί να προσφύγει κατά αυτής στον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών. Η προθεσμία δεν παρεκτείνεται για κανένα λόγο. Για την προσφυγή συντάσσεται έκθεση από τον γραμματέα της εισαγγελίας που εξέδωσε την προσβαλλόμενη διάταξη. Παρ 2. Ο προσφεύγων υποχρεούται να καταθέσει παράβολο υπέρ του Δημοσίου ποσού τριακοσίων (300) ευρώ, τοοποίο επισυνάπτεται στην έκθεση που συντάσσει ο πιο πάνω γραμματέας. Το ύψος του ποσού αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.Αν δεν κατατεθεί το παράβολο η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη από τον Εισαγγελέα Εφετών. Παρ. 3. Αν ο εισαγγελέας εφετών δεχθεί την προσφυγή παραγγέλλει είτε τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης αν πρόκειται για κακούργημα για το οποίο δεν έχει ήδη διενεργηθεί είτε την άσκηση ποινικής δίωξηςστις λοιπές περιπτώσεις και διατάσσει την επιστροφήτου παραβόλου στον καταθέσαντα αυτό.» με τις οποίες (όρ. Απόσπασμα Αιτιολογικής Εκθέσεως του Νόμου 4055/2012)  επήλθαν, σε σχέση με το ισχύον έως τότε καθεστώς ,  διαφοροποιήσεις αφού  ορίζεται ότι, η  προσφυγή, δια της οποίας παρέχεται  στον εγκαλούντα,   του οποίου η έγκληση έχει απορριφθεί από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών  με σχετική Διάταξή του ,σύμφωνα με τις προβλέψεις του άρθρου 47 του Κ.Π.Δ.  η δυνατότητα να  προσβάλλει αυτήν   , ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών, πρέπει να ασκηθεί εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριών μηνών  από της εκδόσεώς της .Ότι για την προσφυγή,  συντάσσεται Έκθεση μόνο από το γραμματέα της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών στην οποία υπηρετεί ο  Εισαγγελέας που εξέδωσε την προσβαλλομένη Διάταξη.-Ότι ο προσφεύγων υποχρεούται να καταθέσει ΠΑΡΑΒΟΛΟ υπέρ του ΔΗΜΟΣΙΟΥ ποσού τριακοσίων (300) ευρώ,το οποίο επισυνάπτεται στην Έκθεση που συντάσσει ο άνω  γραμματέας και Ότι σε περίπτωση μη καταθέσεως του παραβόλου  η προσφυγή απορρίπτεται ως ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΗ από τον Εισαγγελέα Εφετών.
Σημειώνεται πως, 1ον ) η ως άνω προσφυγή αποτελεί οιονεί ένδικο μέσο( όρ.  Λ.Μαργαρίτη «Ένδικα Μέσα» τόμος Ι, έκδ. 2008 , σελ. 9, του ιδίου , «Εφαρμοσμένη Ποινική Δικονομία» τόμ. Α΄, «Προδικασία» έκδ. 1997 ,σελ.44 όπου και εκτενής παράθεση της συνολικής νομολογίας και επιστήμης , Α.Παπαδαμάκη «Ποινική Δικονομία» έκδ.2002 σελ.240 ). Δεν είναι δηλαδή ,κατά κυριολεξία ένδικο μέσο .Ωστόσο έχει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των «γνησίων» ενδίκων μέσων, ως τέτοιων νοουμένων της εφέσεως και της αιτήσεως αναιρέσεως [:δικονομικές πράξεις οι περιέχουν διατύπωση παραπόνου ή μομφής για την ορθότητα ενός Βουλεύματος ή μιας αποφάσεως και κρίνονται από ανώτερο δικαιοδοτικό όργανο] ήτοι απόδοση  δι’αυτής σφάλματος σε δικαιοδοτική κρίση  και εξέτασή της από ανώτερο όργανο   ως εκ του ότι  στρέφεται εναντίον Πράξεως του Εισαγγελέα και όχι εναντίον ,Βουλεύματος ,Δικαστικής αποφάσεως ή Διατάξεως ,  και  προσομοιάζει με αυτό , ως πρός τον επιδιωκόμενο  σκοπό (έλεγχος ορθότητος της  Εισαγγελικής κρίσεως) και τα αποτελέσματά της (μεταβιβαστικό – ανασταλτικό  )οπότε εφαρμόζονται αναλογικά οι γενικές  διατάξεις των άρθρων 463-476 του Κ.Π.Δ. ,οι οποίες που διέπουν τα ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ  (Ολ ΑΠ 1345/1988, ΠΧ ΛΘ`311, ΑΠ869/2001, Πραξ Λογ ΠΔ 2001, 182, ΕιαΕφετ. Πατρ. 11/ 1993, ΠΧΜΡ740 ),και επομένως το επιτρεπτό καθώς και οι λόγοι ασκήσεως αυτής κρίνονται σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο δημοσιεύσεως της αποφάσεως ή του βουλεύματος στην έννοια των οποίων περιλαμβάνεται και η διάταξη του Εισαγγελέα Πλημ/κών (ΑΠ 1282/1992 ΝοΒ1992/1074, Ποιν.Χρ. 1992/921),  2ον) η προαναφερθείσα τρίμηνη αποκλειστική προθεσμία ασκήσεως της προσφυγής: α)δεν παρεκτείνεται εξαιτίας της αποστάσεως , και επομένως, ισχύει ανεξάρτητα από το εάν ο εγκαλών διαμένει στην έδρα της εισαγγελίας, που εξέδωσε την κατ` άρθρο 47 ΚΠΔ διάταξη, ή εκτός της έδρας ή ακόμα και στο εξωτερικό, και β) δεν υπολογίζεται πλέον, μετά την τροποποίησηση της ως άνω διατάξεως(άρθ. 48 ΚΠΔ) με άρθ. 28§4 Ν. 4055/2012, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθ. 168 και 169§2 ΚΠΔ, οι οποίες αναφέρονται όταν αυτή (προθεσμία) τίθεται σε ημέρες (βλ. Α. Κονταξή «η έγκληση στην ποινική δίκη», 2003, σελ. 309, σημ. 917, Μ. Παπαδογιάννη, άρθρο 48, σελ. 110) ΔιατΕισΕφΘεσ (Κ. Ηρακλείδη) 112/1985, Αρμ (1988), αλλά , ελλείψει ειδικοτέρας υθμίσεως του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας  εφαρμόζονται αναλογικώς «ένεκα της ενότητος της εννόμου τάξεως» (ΑΠ 204/2008, Νόμος), οι διατάξεις των άρθ. 145§2 ΚΠολ.Δ. και 243 εδ. Β ΄του Α.Κ., δοθέντος ότι, ενώ με τη παλαιά διάταξη χορηγούνταν προθεσμία για άσκηση της προσφυγής κατά της διατάξεως του Εισαγγελέα Πρωτοδικών , εκείνη των 15 ημερών από της επιδόσεως της στον εγκαλούμενο, μετά την  επελθούσα ως άνω , τροποποίηση , αυτή (προθεσμία)κατέστη αποκλειστική εντός χρονικού διαστήματος τριών μηνών από της εκδόσεως της. Ειδικότερα,  η τρίμηνη προθεσμία της προσφυγής του άρθ.48 ΚΠοινΔ. αρχίζει την επόμενη της ημέρας όπου έγινε το γεγονός που αποτελεί την αφετηρία της(την επομένη της ημερ/νίας έκδοσης της Διατάξεως του Εισαγγελέως Πρωτ/κών), και λήγει μόλις περάσει η ημέρα του τελευταίου μηνός που αντιστοιχεί σε αριθμό με την ημέρα που άρχισε και,   αν δεν υπάρχει αντίστοιχη η τελευταία ημέρα του μηνός, προς δε, αν αυτή είναι κατά νόμο εορτάσιμη (δηλαδή Σάββατο ή Κυριακή ή άλλη εορτή), όταν περάσει ολόκληρη η επόμενη εργάσιμη,  3ον) για την προσφυγή συντάσσεται από τον γραμματέα της εισαγγελίας που εξέδωσε την προσβαλλόμενη διάταξη, έκθεση, κατά την έννοια των άρθ.148 έως και 153 του ΚΠΔ, με την παρουσία είτε του ιδίου του προσφεύγοντα είτε του πληρεξουσίου συνηγόρου του, οποίος υποχρεούται στη περίπτωση αυτή να έχει εξουσιοδοτηθεί νομίμως, κατά την έννοια των άρθ. 42§2 και 96§2,465§1α,β,γ ΚΠΔ, 3ον) ο προσφεύγων υποχρεούται να καταθέσει παράβολο υπέρ του Δημοσίου ποσού τριακοσίων (300) ευρώ, το οποίο επισυνάπτεται στην έκθεση που συντάσσει ο πιο πάνω γραμματέας, σε περίπτωση δε, που δεν κατατεθεί το ως άνω παράβολο η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη από τον εισαγγελέα εφετών…
Εν  προκειμένω το παράπονο της προσφεύγουσας είναι ότι ,  εσφαλμένως  η άνω  Εισαγγελέας  Πρωτοδικών δεν άσκησε κατά των εγκαλουμένων , ποινική δίωξη ,όπως  ιδία  ζήτησε    και ότι , πλημμελώς  εκτιμώντας τα αποδεικτικά στοιχεία του φακέλλου , προέβη με την πληττόμενη Διάταξη της  , και  για τους αναφερομένους σε αυτή λόγους  στην απόρριψη , ως ουσιαστικώς αβασίμου, της ύπερθεν εγκλήσεώς της  δια της οποίας   κατήγγειλε,  κατά το κρίσιμο δεκτικό δικανικής εκτιμήσεως και ποινικώς διερευνητέο περιεχόμενο της  ,κατά την ορθή εκτίμησή της    τους νομίμους εκπροσώπους της Ανωνύμου Εταιρείας Ο.Ο.Α.Ε. και «κάθε υπεύθυνο» , για τη πράξη της  κατά  από  αμέλεια (συντρέχουσα άνευ  συνειδήσεως ) τελεσθείσα κατά συρροή παρ’ υποχρέων  δια παραλείψεως ,  ένεκα ιδιαιτέρας αυτών  νομικής υποχρεώσεως προς αποτροπή του εν λόγω αποτελέσματος ήτοι για παράβαση των άρθρων  1. 14, 15, 26§1β, 28, 51, 53, 94 ,  302 {1 Π.Κ.  που φέρεται ότι τέλεσαν στην Ν.Ε.Ο ( 151 χιλιομετρική θέση) Αθηνών –Πατρών στην ΑΚΡΑΤΑ Κορινθίας την  2α ΜΑΡΤΙΟΥ του  έτους 2014 .    
Συγκεκριμένα,   δια της  ως άνω   εγκλήσεώς της  ως  η νύν προσφεύγουσα   , κατήγγειλε   ότι ο θάνατος του συζύγου της Γ. Σ.  οδηγού του υπ'αρθμ. κυκλοφορί­ας … ΙΧΕ αυτοκινήτου ιδιοκτησίας της ιδίας ,  με συνοδηγό τον Κ. Α. του Π. κάτοικο εν ζωή Δερβενίου Κορινθίας  έλαβε χώρα την  2.3.2014 στην χ/θ 151.100 της Νέας Εθνικής Οδού Αθηνών Πατρών στην Ακρατα Αχαίας, εξαιτίας τροχαίου ατυχήματος που κατά τους ισχυρισμούς της, οφείλεται    σε σημαντι­κές ελλείψεις και κακοτεχνίες στην κατάσταση του οδοστρώματος και την ικανότητα του να προσφέρει την στοιχειώδη οδική ασφάλεια  καθότι πρόκειται για  αυτοκινητόδρομο -Εθνική Οδό-  η διέλευση του  πραγματοποιείται αντί καταβολής κομίστρου από τους διερχόμε­νους χρήστες της οδού, η οποία  συνιστά «έργο»  το οποίο κατόπιν εργολαβικής  συμβάσεως της  μετά του Ελληνικού Δημοσίου ανέλαβε και κατασκεύασε η  άνω εταιρεία δια των εγκαλουμένων ως και των υπ’ αυτών τούτων  προστηθέντων  προσώπων. Πλέον συγκεκριμένα ότι, 1ον ) στο σημείο του δυ­στυχήματος υπήρχαν διαδοχικές τοπικές επιστρώσεις του ασφαλτοτά­πητα με κατά τόπους διαφορετικό συντελεστή τριβής του οδοστρώ­ματος που σε περιπτώσεις ασθενών βροχοπτώσεων περιοδικά κατα­κρατούν ύλη («πούδρα»  σκόνης) η οποία μετατρέπεται σε επικίνδυνη «γλίτσα» στα τμήματα μεταξύ των επιστρώσεων του ασφαλτοτάπητα λόγω της ανηφορικής κλίσεως της οδού επί του καμπύλου τμήματος της με συ­νέπεια να παρατηρείται στα διερχόμενα οχήματα το φαινόμενο της υδρολίσθησης ακόμα και σε ταχύτητες κάτω των 50 χλμ/ώρα. 2ον) ότι η σιδερένια μπάρα ασφαλείας που υπήρ­χε στο σημείο της εκτροπής του ΕΙΧ αυτοκινήτου του συζύγου της ήταν αφ'ενός μεν κατά πολύ χαμηλότερη από την κατά νόμο προβλεπό­μενη και αφ'ετέρου, λόγω των ως άνω κακοτεχνιών του οδοστρώματος, έπρεπε να έχει αντικατασταθεί με τοιχίο, όπως ακριβώς έγινε μετά το δυστύχημα .Υποστηρίζει δε , ότι  οι ως άνω κακο­τεχνίες του οδοστρώματος και το χαμηλό ύψος της σιδερένιας μπάρας ασφαλείας της Εθνικής Οδού ήταν οι αιτίες του επιδίκου δυστυχήματος, η μεν πρώτη τούτων διότι εξ αιτίας των κακοτεχνιών του οδοστρώματος εξετράπη της πορείας του το ΕΙΧ αυτοκίνητο του συζύ­γου της, η δε τελευταία τούτων διότι δεν ήταν σε θέση να συγκρατήσει το όχημα  εντός του οδοστρώματος όταν παρέστη ανάγκη με αποτέλεσμα  να εκφύγει της οδού να κατακρημνισθεί  σε παρακείμενη χαράδρα ύψους 100 μέτρων περίπου αφού προηγουμένως προσέκρουσε σε τσιμεντένιο υδραύλακα και να τραυματισθεί θανάσιμα ο άνω οδηγός σύζυγός της και ο  συνεπιβαίνων στο όχημα Α.Κ.
Η αυτονόητη απαίτηση σχηματισμού εναργεστέρας αντιλήψεως   για τις ποινικές προεκτάσεις της υπό κρίση υποθέσεως  καθιστά αναγκαίες τις ακόλουθες θεωρητικής φύσεως επισημάνσεις: 
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρ. 28 και 302 παρ. 1 του ΠΚ συνάγεται ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια πρέπει να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις: α) μη καταβολή από το δράστη της επιβαλλόμενης κατά αντικειμενική κρίση, προσοχής, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει υπό τις ίδιες περιστάσεις να καταβάλει, βάσει των νομικών κανόνων, των συνθηκών που επικρατούν στις συναλλαγές και της κοινής πείρας και λογικής και β) δυνατότητα αυτού, βάσει των προσωπικών περιστάσεων, γνώσεων, και ικανοτήτων και κυρίως εξαιτίας της υπηρεσίας του ή του επαγγέλματος του, να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα.  Ως επάγγελμα νοείται οποιαδήποτε ενασχόληση, η οποία, ασχέτως του βιοποριστικού ή μη χαρακτήρα της, προϋποθέτει ιδιαίτερη γνώση, εμπειρία ή τέχνη και περίσκεψη και από τη φύση της εμφανίζει μεγαλύτερο κίνδυνο για τη πρόκληση σωματικής κάκωσης ή βλάβης της υγείας άλλων ανθρώπων και απαιτεί για την αποφυγή της επελεύσεως του ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή, ήτοι υπέρτερη από εκείνη που επιβάλλεται για την αποφυγή του κινδύνου από τις συνήθειες ενασχολήσεις.( Α.Π.344/2011 Ποιν.Χρον.έτους 2012 σελ. 54 )
και γ) το αποτέλεσμα πρέπει να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς την πράξη ή την παράλειψη του. Κατά την έννοια της διατάξεως του άρ. 28 ΠΚ, η αμέλεια διακρίνεται σε μη συνειδητή, κατά την οποίαν ο δράστης από έλλειψη της προσήκουσας προσοχής δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του και σε συνειδητή κατά την οποία προέβλεψε μεν ότι από τη συμπεριφορά του μπορεί να επέλθει το αποτέλεσμα αυτό πίστευε όμως ότι θα το απέφευγε (ΑΠ 1122/2002 ΠοινΧρ ΝΓ/360, ΑΠ 573/2002 ΠοινΧρ ΝΓ/45, ΣυμβΕφΑΘ 1116/2002 ΠοινΧρ ΜΓ/435) . Σε περίπτωση δε τροχαίου ατυχήματος κριτήριο επιμελούς συμπεριφοράς είναι η εκ μέρους του δράστη οδηγού τήρηση ή μη των κανόνων του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, καθώς επίσης η έγκαιρη ή καθυστερημένη αντίληψη του κινδύνου και η ύπαρξη  δυνατότητας ή μη διενέργειας αποφευκτικού ελιγμού (ΑΠ 1750/1988 ΠοινΧρ ΛΘ/572).
Εξ` άλλου, από το άρθρο 15 ΠΚ κατά το οποίο, όπου , όπου ο νόμος, για την ύπαρξη αξιόποινης πράξεως απαιτείται να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόκληση του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της  παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος,  ,προκύπτει ότι όταν πρόκειται για έγκλημα , που τελείται με παράλειψη, απαιτείται η συνδρομή όχι μόνο των όρων του άρθρου 28 ΠΚ αλλά και να είχε ο υπαίτιος ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος. Εντεύθεν  για τη θεμελίωση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια ως εγκλήματος που  τελείται με παράλειψη, απαιτείται και η συνδρομή των όρων του πιο πάνω άρθρου 15 του ΠΚ, κατά το οποίο,  όπου ο νόμος, για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτείται να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόκληση του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παραλείψεως είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος.  Προϋπόθεση συνπέως εφαρμογής του άρθρο 15 ΠΚ είναι η ύπαρξη νομικής υποχρεώσεως  του υπαιτίου για ενέργεια που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος, για την επέλευση του οποίου ο νόμος απειλεί ορισμένη ποινή.
Η τέτοια υποχρέωση του δράστη (να αποτρέψει δηλ.την επέλευση του αποτελέσματος) , δημιουργείται μόνο για τον εμφανιζόμενο ενώπιον της έννομου τάξεως ως έχοντα θέση εγγυητή της ασφαλείας του εννόμου αγαθού το οποίο προσβάλλεται με την επέλευση του αποτελέσματος που πρέπει να αποτραπεί, και  συνιστά πρόσθετο στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως του εκάστοτε εγκλήματος  που τελείται με παράλειψη, (ΑΠ 272/1993 ΠοινΧρ ΜΓ',165, ΑΠ 1175/1990 ΕλΔ 32,674).
Κατ΄ακριβολογία ,  η  ιδιαίτερη αυτή υποχρέωση συνίσταται στο ότι ο υπαίτιος της παραλείψεως ς βαρύνεται με μια ιδιάζουσα μέριμνα προς διαφύλαξη του εννόμου αγαθού, το οποίο προσβάλλεται με την επέλευση του αποτρεπτέου αποτελέσματος. Αυτό συμβαίνει μόνο όταν ο υπαίτιος της παραλείψεως, λόγω εγγύτερου κοινωνικού δεσμού προς το φορέα του εννόμου αγαθού, είναι επιφορτισμένος με τη δημιουργία και διασφάλιση πραγματικής κατάστασης που εξυπηρετεί το έννομο αγαθό. Η υποχρέωση δε αυτή φέρει δύο βασικά χαρακτηριστικά και δη α) πρέπει να είναι ειδική και όχι γενικής φύσεως, δεν επιβάλλεται δηλαδή σε κάθε αποδέκτη του επιτακτικού κανόνα που έχει τεθεί χάριν προστασίας ενός εννόμου αγαθού, όπως στα γνήσια εγκλήματα παραλείψεως, αλλά σε όσους φέρουν κάποιες ιδιαίτερες ιδιότητες ή τελούν σε ορισμένες ειδικές σχέσεις, βάσει των οποίων υποχρεούνται, κατά την έκταση της ευθύνης τους, στην προστασία ενός εννόμου αγαθού ή ορισμένων φορέων του, β) πρέπει να είναι νομική, δεν αρκεί δηλαδή η παραβίαση μιας απλής ηθικής επιταγής της  ηθικής δηλονότι  της ηθικής   υποχρεώσεως του υπαιτίου προς ενέργεια, που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος, για την επέλευση του οποίου ο νόμος απειλεί ορισμένη ποινή (ΑΠ 1242/1992 ΠοινΧρ ΜΒ',857, ΑΠ 1269/1983 ΠοινΧρ ΛΔ',189, Ν. Χωραφά, Ποινικό Δίκαιο τομ. 1ος εκδ. 9η 165, Γ.Α. Μαγκάκη, ΠοινΧρ ΙΣΤ',313).  Πηγές της ιδιαίτερης νομικής υποχρεώσεως  που καθιστούν το δράστη εγγυητή της ασφάλειας του εννόμου αγαθού αποτελούν: α) ο νόμος, δηλαδή ρητές διατάξεις ιδιωτικού και δημοσίου δικαίου (συμπεριλαμβανομένων των αστυνομικών και διοικητικών διατάξεων) καθώς και συμπλέγματα νομικών καθηκόντων που επιβάλλουν στον υπόχρεο να προστατεύει τα έννομα αγαθά, όπου ο παραλείψας τιμωρείται όχι διότι προκάλεσε το αποτέλεσμα, αλλά διότι δια της παραλείψεως του δεν απέτρεψε τούτο, β) η σύμβαση, ήτοι η εκούσια ανάληψη προστατευτικών καθηκόντων, εφόσον διαπιστώνεται στη πράξη, ανεξάρτητα από το ρητό ή σιωπηρό χαρακτήρα της αναλήψεως αυτής ή την ύπαρξη νομικά έγκυρης συμβάσεως  γ) η ευθύνη από προηγούμενη θετική συμπεριφορά, εφόσον υπήρξε άμεσα κινδυνώδης, θεμελίωσε δηλαδή εγγύς κείμενο να επέλθει το αποτέλεσμα και δεν συνέδραμε απλώς αιτιωδώς σε αυτό. Κατά την ορθότερη γνώμη η προηγούμενη ενέργεια πρέπει να είναι άδικη, ώστε να δικαιολογείται κανονιστικά η ευθύνη του υπόχρεου να αποκαταστήσει τη διατάραξη της έννομης τάξης που αυτή προκάλεσε και δ) η σχέση εμπιστοσύνης που δημιουργείται από ορισμένες κοινές βιοτικές σχέσεις ή καταστάσεις ή και απλώς από προηγούμενη ενέργεια και η οποία συνεπάγεται την υποχρέωση αποτροπής κινδύνου, αφού ο υπαίτιος της παραλείψεως αναδέχεται εκουσίως στο μέλλον αποτροπή κινδύνων.
Έτσι ,  στις περιπτώσεις του δια παραλείψεως εγκλήματος της ανθρωποκτονίας  κατ' εφαρμογή της διατάξεως  του άρθρου 15 ΠΚ, ο δράστης τιμωρείται όχι γιατί προκάλεσε το αποτέλεσμα, αλλά ένεκα του ότι  δια της παραλείψεως του,  δεν το απέτρεψε, αφού αυτός είναι επιφορτισμένος με τη λειτουργία και διασφάλιση πραγματικής καταστάσεως που εξυπηρετεί το προσβαλλόμενο έννομο αγαθό, είναι ο εγγυητής της ασφάλειας του εννόμου αγαθού (ζωής ή σωματικής ακεραιότητας) που προσβάλλεται με την επέλευση του αποτελέσματος και έχει το ειδικό νομικό καθήκον προστασίας του απειλούμενου εννόμου αγαθού, το οποίο θίγεται από το σχετικό έγκλημα. Πέραν των ανωτέρω , απαιτείται  -  όπως σε όλα τα ουσιαστικά εγκλήματα, μεταξύ των οποίων καταλέγεται και  η ανθρωποκτονία από αμέλεια -  η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παραλείψεως και του επελθόντος αποτελέσματος. Για τη διαπίστωση της υπάρξεως του αντικειμενικού αυτού αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ πράξης και αποτελέσματος η απόλυτα στο ΠΔ κρατούσα Θεωρία του ισοδυνάμου των όρων δέχεται ότι υπάρχει τέτοιος δεσμός αιτιότητας με κάθε ενέργεια ή παράλειψη, η οποία, όταν λείπει  σαν αιτία, συνεκλείπει και το αποτέλεσμα  όταν  δηλαδή , μπορούμε να φαντασθούμε ότι, αν γινόταν η επιβεβλημένη ενέργεια που δεν έγινε, τότε με πιθανότητα η οποία εγγίζει τα όρια της βεβαιότητας, το συγκεκριμένο εγκληματικό αποτέλεσμα δεν θα επερχόταν. Κατά τη θεωρία δηλαδή αυτή, γνωστή και ως όμοια της conditio sine qua non, κάθε όρος του αποτελέσματος είναι χαρακτηριστέος ως αιτία .Αρκεί τουτέστιν, η δράση του ενδιαφέροντα κάθε φορά ανθρώπου να υπήρξε ένας από τους πολλούς παραγωγικούς του αποτελέσματος όρους, χωρίς τον οποίο αυτό δεν θα επέρχονταν, ένας κρίκος της αλυσίδας, αδιάφορα αν συνέβαλαν σ` αυτό και άλλοι όροι, άμεσα ή έμμεσα, όπως λ.χ. η δυσκρασία ή η πάθηση του παθόντα ή η αμέλεια αυτού –θύματος ή τρίτου ή και τυχαίο απλώς . Έτσι όταν το έγκλημα (εν προκειμένω  ανθρωποκτονία από αμέλεια) είναι απότοκο της συγκλίνουσας αμέλειας περισσοτέρων προσώπων, το καθένα από αυτά ευθύνεται αυτοτελώς και ανεξαρτήτως των άλλων, μέσα στα πλαίσια της αμέλειας που επέδειξε και εφόσον το επελθόν αποτέλεσμα τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς αυτήν. (ΣυμβΑΠ 500/2003 ΠοινΔικ 7,759, ΑΠ 2125/2002 ΠοινΧρ ΝΓ',2003, ΑΠ 431/2001 ΠοινΧρ ΝΒ',30, ΑΠ 9/2001 ΠοινΛογ 2001,1279, ΑΠ 848/1998 ΠοινΧρ ΜΘ',448, ΕφΑθ 2512/2002 ΠοινΧρ ΝΓ',153, ΣυμβΕφΣυρ 88/2003 αδημ., ΕφΠειρ 323/2000 ΠοινΧρ ΝΑ',76, 138/1996, ΠοινΧρ ΜΘ/170, ΑΠ 327/1962 ΠοινΧρ ΙΓ/24, Mπουρόπουλος, ΕρμΠΚ, τόμ. Α`, έκδ. 1959, παρ. 37-9, κ.λπ. Ν. Ανδρουλάκη, Η παράλειψη ως μορφή αξιόποινης συμπεριφοράς εκδ. 1983, 108 επ.)...
Υπό τα ανωτέρω και  κατά νοηματική αλληλουχία με τα προπαρατεθέντα στην μείζονα σκέψη μας  ικανές προέκυψαν ενδείξεις περί του ότι το ένδικο συμβάν δεν οφείλεται αποκλειστικά στον θανόντα σύζυγο της προσφεύγουσας ο οποίος, είναι απολύτως βέβαιο , ότι υπήρξε , καθ’ ά προεκτέθησαν, παραβάτης των κανόνων των δια των προπαρατεθέντων άρθρων του Κώδικος Οδικής Κυκλοφορίας που αποσκοπούν στην εύρρυθμη και ασφαλή οδική κυκλοφορία ,και προεχόντως στην προστασία της ζωής και της σωματικής ακεραιτότητας των χρηστών των οδών οι οποίοι υποχρεούνται  να συμμορφώνονται στις  επιταγές αυτού (Κ.Ο.Κ.) με βάση την Αρχή της συνετούς οδηγήσεως  και της Επιμελούς και Σώφρονος συμμετοχής στην οδική κυκλοφορία (όρ. σχετ. σε Ερμηνεία-Νομολογία του Κ.Ο.Κ. Ονούφριου ΟΝΟΥΦΡΙΑΔΟΥ, έκδοση Β΄, σελ. 538) .  
Ωστόσο, είναι πιθανό -  ως εκ των διαπιστωθεισών κακοτεχνιών και παραλείψεων εκ μέρους  των καταγγελομένων - νομίμων εκπροσώπων κ.λ.π. της άνω αναδόχου εταιρείας, οι οποίοι ,   δυνάμει συμβάσεως μετά του Ελληνικού Δημοσίου περιβληθείσης τον τύπον του Νόμου ,όπως επισημάνθηκε,  ήσαν επιφορτισμένοι με το ιδιαίτερο καθήκον και εντεύθεν την ιδιαίτερη νομική  υποχρέωση για την επακριβή τήρηση των συμπεφωνημένων,  και κυρίως , να  προβούν  στην  λήψη  αλλά και  να διενεργήσουν  έλεγχο περί της τηρήσεως ή μη,  εκ μέρους των προστηθέντων εκ μέρους τους προσώπων, των ενδεδειγμένων μέτρων ασφαλείας - ότι,  ακόμη και επιδεικνύοντας τη δέουσα προσοχή και οδηγώντας  ο σύζυγος της προσφεύγουσας  με σύνεση  και σε συμμόρφωση με τους κανόνες της  επιμελούς και σώφρονος οδηγήσεως το ατύχημα να συνέβαινε μεν, πλήν με περιορισμένες, επιζήμιες συνέπειες, ως προς τον θανάσιμο τραυματισμό του οδηγού και του συνεπιβάτη του οχήματός του.
Και ειδικώτερα  εάν αυτοί (καταγγελόμενοι ),  δια των αρμοδίων υπαλλήλων τους (προστηθέντων) δεν παρέλειπαν, όπως όφειλαν και υποχρεούντο, την λήψη  των απαραίτητων μέτρων προς αποφυγή τροχαίων ατυχημάτων και συγκεκριμέ­να α) αν μεριμνούσαν ώστε να πραγματοποιηθεί ομοιόμορφη επίστρωση του ασφαλτοτάπητα και στις δύο λωρίδες κυκλοφορίας του ρεύματος από Κόρινθο προς Πάτρα της  Εθνικής Οδού στο σημείο του δυστυχήματος και να εξαλείφεται η διαπιστωθείσα διαφοροποίηση του  συντελεστή τριβής του οδοστρώματος ο οποίος σε πε­ριπτώσεις ασθενών βροχοπτώσεων (όπως στη συγκεκριμένη περίπτω­ση) αποτελεί παράγοντα προκλήσεως  στα διερχόμενα οχήματα το φαινόμενο της υδρολισθήσεως ακόμα και σε ταχύτητες κάτω των 50 χλμ/ώρα β) να  υπάρξει ορθή έδραση της σιδερένιας μπάρας στο σημείο του δυ­στυχήματος σε σταθερό έδαφος επάνω σε διαμορφωμένο ασφαλτοτά­πητα, ώστε να λειτουργεί ομοιόμορφα με αυτόν και γ) να τηρηθούν επακριβώς οι απαιτούμενες ελάχιστες προδιαγραφές όσον αφορά αφενός μεν  το ύψος για την α­ναχαίτιση των οχημάτων που έπρεπε να πληροί η συγκεκριμένη μεταλλι­κή μπάρα δεξιά του οδοστρώματος και αφετέρου   το ύψος της σιδερένιας μπάρας που εν τέλει  ήταν και η αιτία της υπερπηδήσεως αυτής  από το ως άνω ΙΧΕ αυτοκίνητο του αποβιώσαντος συζύγου της προσφεύγουσας.   
Επειδή μετά ταύτα, θεμελιώνεται η νομική τους ευθύνη, στη διάταξη του άρθρου 15 ΠΚ, κρίνουμε ότι, αξιόποινος τυγχάνει η προπαρατεθείσα  συμπεριφορά των καταγγελομένων (εγκαλουμένων εκπροσώπων κ.λ.π.  της αναδόχου του ύπερθεν έργου « Α.Ε. Ο. Ο.», καθόσον,  από αμέλειά τους (:συντρέχουσα), από παράλειψη δηλαδή της προσοχής την οποία αφ’ ενός μεν,  όφειλαν  από τις περιστάσεις να καταβάλλουν  όπως θα έκανε κάθε μέτρια συνετός εργολήπτης –ανάδοχος εκτελέσεως τεχνικού έργου , σε οδό επί της οποίας διεξάγεται δημοσία κυκλοφορία, κάτω από όμοιες συνθήκες, σύμφωνα με τους κανόνες  που διέπουν το επάγγελμά τους, και τα διδάγματα της «τέχνης» τους - ( «lege  artis») διεξαγωγή του εγχειρήματος- , αφ’ ετέρου δε, μπορούσαν να τηρήσουν σύμφωνα με τις προσωπικές τους περιστάσεις ,ιδιότητες γνώσεις ,ικανότητες και εμπειρία ,  έγιναν υπαίτιοι προκλήσεως του άνω θανατηφόρου τροχαίου συμβάντος, χωρίς καθόλου να προβλέψουν [:δι’ άνευ συνειδήσεως αμέλεια τους ]  το αξιόποινο αυτό αποτέλεσμα, το αιτιωδώς συναπτόμενο με τις παραλειφθείσες (ως άνω)  ενεργειές τους  .
Την επέλευση δε αυτού (αποτελέσματος )  παρέλειψαν να  παρεμποδίσουν (αποτρέψουν)  μολονότι, ήσαν συμβατικώς επιφορτισμένοι  με τη λειτουργία και διασφάλιση τέτοιας πραγματικής καταστάσεως που να εξυπηρετεί το έννομο αγαθό (ζωή –σωματική ακεραιότητα των χρηστών της οδού  ) που ωστόσο, προσεβλήθη (εθίγη) ακριβώς δια του ως άνω  αποτελέσματος,  για  την προστασία του οποίου  είχαν ειδικό νομικό καθήκον  να μεριμνούν , αποδεχόμενοι την τοιαύτη - ιδιαίτερη νομική υποχρέωση τους, εκουσίως , και δη δυνάμει των  συμβατικών τους υποχρεώσεων που σημειωτέον, περιεβλήθησαν την ισχύ Νόμου, δυνάμει της διατάξεως του άρθρου ΠΡΩΤΟΥ του Νόμου 3621/2007.
Επειδή κατ’ ακολουθίαν ,  έσφαλε  η  πληττομένη  Διάταξη η  εκδοθείσα , κατ’ άρθρον 47παρ.2 του Κ.Π.Δ., δια της οποίας, ελλείψει ΕΠΑΡΚΩΝ  ΕΝΔΕΙΞΕΩΝ, προς κίνηση της ποινικής διώξεως απερρίφθη  ,η από 6ης-5-2014  επέχουσα θέση εγκλήσεως Έκθεση ενόρκου εξετάσεως της νύν προσφεύγουσας Γ. χήρας Γ. Σ. το γένος Χ. Σ. , σε βάρος  α) των νομίμων εκπροσώπων της (Πρόεδρου του Διοικητικού Συμβουλίου και Διευθύνοντος Συμβούλου) της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «Ο. Ο. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ …» β) παντός υπευθύνου καθόσον, για το στάδιο τούτο τουλάχιστον, υφίστανται οι απαιτούμενες για την έγερση ποινικής διώξεως «ΕΠΑΡΚΕΙΣ» ενδείξεις όπως η έννοια αυτών έχε νομολογηθεί από το Ανώτατο Ακυρωτικό (Α.Π.(Ολομέλεια 1/2005 Ποιν.Χρον.ΝΕ΄σελ. 781)  ως τέτοιων νοουμένων εκείνων που προκύπτουν από την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και την υπαγωγή τους σε ποινικό κανόνα δικαίου διότι, κατά το στάδιο αυτό εκτιμάται από τον Εισαγγελέα η ύπαρξη  των συστατικών ,κατ’ άρθρον 14 του Ποινικού Κώδικα στοιχείων του εγκλήματος ήτοι αν υπάρχει πράξη άδικη και καταλογιστή στο δράστη της ,η οποία τιμωρείται από το Νόμο.
Και μάλιστα ,η θεμελίωση της κρίσεως αυτής κατά το στάδιο αυτό , ακριβώς ενόψει του ευρισκόμαστε  ενώπιον μιάς μορφής δικανικής πεποιθήσεως χωρίς αξία δικαστικής αποφάσεως ,πρέπει αυστηρά να περιορίζεται στην διαπίστωση ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 14 Π.Κ. χωρίς την ανάγκη συλλογής λεπτομερών αποδεικτικών στοιχείων και παραθέσεως   περίπλοκων συλλογισμών, έργο το οποίο επιφυλάσσεται  για το στάδιο το,  μετά την άσκηση της ποινικής διώξεως  και τη διενέργεια προανακρίσεως ή κυρίας ανακρίσεως αξιολόγηση από το Δικαστήριο ή το Δικαστικό Συμβούλιο ,τα οποία ως πολυμελή, είναι τα πλέον κατάλληλα όργανα ,για την επίλυση ζητημάτων που απαιτούν περισσότερο σύνθετη εκτίμηση των δεδομένων της υποθέσεως (ίδετε Αργύρη Καρρά «Μαθήματα Ποινικού Δικαίου « έκδοση 1990, σελ. 26 και 176 ,Παν. Καίσαρη,« Κώδιξ Ποινικής Δικονομίας», έκδοση 1981,τόμος Α΄, σελ. 433) .Πολύ περισσότερο βέβαια στο στάδιο αυτό της ερεύνης της υποθέσεως δεν απαιτούνται «α π ό δ ε ι ξ ε ι ς» ,οι οποίες απαιτούνται μόνον κατά την  κ υ ρ ί α διαδικασία ,στο ακροατήριο. Έτσι,  η άσκηση  της ποινικής διώξεως είναι πράξη νομική αποστεωμένη κάθε περαιτέρω , εκτός νομικού πλαισίου,  εκτιμήσεως  όντος ετέρου του θέματος εάν οι  για αυτήν απαιτούμενες  κατά τα ως άνω «ενδείξεις», κατά την δικονομική της υποθέσεως πορεία,  θα μεταβληθούν σε ΕΠΑΡΚΕΙΣ ικανές να δικαιολογήσουν την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και τελικά, σε αποδείξεις ή εάν θα εξασθενήσουν  και θα οδηγήσουν στην απαλλαγή του εγκαλουμένου (ίδετε ενδεικτικώς Δ/ξεις : Εισ.Εφ.Αθ. 1015/2006 Ποιν. Χρον. ΝΗ΄ σελ. .652,  Εισ Εφ. Πατρών 13/1998 στην Ποινική Δικαιοσύνη1998, σελ. 452, την  22/1997 Εισ. Εφ. Πατρών στα Ποινικά Χρονικά ΜΖ΄,σελ. 1093).
Υπό τα ανωτέρω, πρέπει να γίνει κατ’ ουσίαν δεκτή η κρινόμενη προσφυγή, και να παραγγελθεί η κατά των εγκαλουμένων άσκηση ποινικής διώξεως για την  καταγγελλομένη   εγκληματική πράξη της εξ’ αμελείας (και δη άνευ συνειδήσεως) ανθρωποκτονίας κατά συρροήν τελεσθείσης παρ`υποχρέων δια παραλείψεως, λόγω ιδιαιτέρας νομικής  υποχρεώσεως η οποία, προβλέπεται και τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος  κατά τις εν συνδυασμώ  διατάξεις των άρθρων 28 , 314{1 α΄-308{1 α του Π.Κ. εν συνδυασμώ προς τα άρθρα 12{1, 16 }1 και 21{1 του Κ.Ο.Κ. (Ν. 2696/1999) ως ισχύει τροποπ. δια του Νόμου 3542/2007 και εν  του συνεχεία αυτού  Ν. 3534/2007)».  (η διάταξη δημοσιεύεται με επιμέλεια του Δικηγόρου Πατρών Βασίλη Γαλανόπουλου)

Σχόλια