Η ποινική μεταχείριση των ιατρών σε περιπτώσεις «τραγικών ηθικών διλημμάτων»


του Χρήστου Στόικου, Δικηγόρου
Α. Προλεγόμενα
Την ώρα που ο συνολικός αριθμός των ασθενών και των θυμάτων αυξάνεται συνεχώς από την λαίλαπα της πανδημίας του νέου κορωνοϊού (SARS-CoV-2), οι ιατροί και το νοσηλευτικό προσωπικό δοκιμάζονται καθημερινά, αγγίζοντας πλέον τα όριά τους. Μάλιστα, λαμβάνουμε πληροφορίες, ότι στην γειτονική Ιταλία, αλλά και στην Ισπανία οι ιατροί αναγκάζονται να διαλέξουν ποιους ασθενείς «θα σώσουν» και ποιους «θα αφήσουν στην μοίρα τους», δεδομένου ότι οι κλίνες της Μ.Ε.Θ. και εν γένει ο υλικοτεχνικός εξοπλισμός των νοσοκομείων δεν επαρκεί για την περίθαλψη όλων. Δεν είναι φυσικά σίγουρο, ότι όποιος ασθενής νοσηλευθεί στην εντατική μονάδα θα σωθεί, σε κάθε περίπτωση, όμως, αυξάνονται ραγδαία οι ελπίδες και πιθανότητες επιβίωσης του. Αναμφίβολα, οι ιατροί επιτελούν με αυταπάρνηση το καθήκον τους κάτω από αντίξοες συνθήκες και είναι οι ήρωες των ημερών, πλην όμως, αναγκάζονται εκ των περιστάσεων να εκπληρώσουν το ιατρικό τους καθήκον ευρισκόμενοι αντιμέτωποι με «τραγικά ηθικά διλήμματα». Ποια, λοιπόν, θα είναι η ποινική μεταχείριση των ιατρών που καλούνται να επιλέξουν κυριολεκτικά «με το πιστόλι στον κρόταφο» ποιοι θα ζήσουν και ποιοι θα πεθάνουν;
Η περίπτωση αυτή εντάσσεται στο πεδίο της σύγκρουσης καθηκόντων, ένα δογματικό ζήτημα της ύλης του Ποινικού Δικαίου. Σύγκρουση καθηκόντων (και ταυτόχρονα σύγκρουση των κανόνων δικαίου που τα προβλέπουν) ανακύπτει όταν το πρόσωπο, το οποίο βαρύνεται με δύο ή περισσότερα καθήκοντα, περιέρχεται σε τέτοιες πραγματικές περιστάσεις, ώστε στη συγκεκριμένη περίπτωση και υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, στις οποίες βρέθηκε, η εκπλήρωση του ενός εξ αυτών να είναι δυνατή μόνο με την ταυτόχρονη παραβίαση του άλλου που τον βαρύνει συγχρόνως. Μάλιστα, σύγκρουση καθηκόντων νοείται μόνον, όταν τα περισσότερα καθήκοντα συμπίπτουν χρονικά και συνεπώς πρέπει να εκπληρωθούν ταυτοχρόνως, ενώ δεν τίθεται θέμα σύγκρουσης όταν τα καθήκοντα μπορούν να εκπληρωθούν διαδοχικά[1]. Το πρόβλημα, λοιπόν ανακύπτει, και συνεπώς δημιουργείται σύγκρουση καθηκόντων, όταν λόγω των πραγματικών περιστάσεων ο φορέας τους (π.χ ο ιατρός) δεν μπορεί να συμμορφωθεί με τη μία προσταγή χωρίς να παραβιάσει ταυτόχρονα την άλλη. Περαιτέρω, σύγκρουση μπορεί να ανακύψει μεταξύ δύο καθηκόντων ενέργειας, αλλά και μεταξύ ενός καθήκοντος ενέργειας (θετικής συμπεριφοράς) και ενός καθήκοντος παραλείψεως (αποθετικής συμπεριφοράς)[2]. Επιπροσθέτως, η σύγκρουση μπορεί να αφορά δύο νομικά καθήκοντα ή ένα νομικό και ένα ηθικοκοινωνικό καθήκον.
Η σύγκρουση καθηκόντων αποτελεί μια ιδιάζουσα μορφή κατάστασης ανάγκης[3] υπό ευρεία έννοια, διότι και εδώ υφίσταται η αδιέξοδη κατάσταση που χαρακτηρίζει την τελευταία[4]. Ειδικότερα, θα μπορούσε να λεχθεί, ότι η σύγκρουση καθηκόντων αποτελεί μια κατάσταση ανάγκης πέραν του τεθειμένου δικαίου, διότι δεν περιγράφεται ευθέως στον Ποινικό Κώδικα (βλ. όμως το άρθρο 33 του νέου ΠΚ) ομοιάζει, όμως, τόσο με την κατάσταση ανάγκης του άρθρου 25 ΠΚ που αίρει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης, όσο και με την κατάσταση ανάγκης του άρθρου 32 ΠΚ που αποκλείει τον καταλογισμό της άδικης πράξης σε ενοχή του δράστη).
Μάλιστα, το άρθρο 15 του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας που φέρει τον τίτλο «Σύγκρουση καθηκόντων» διαλαμβάνει τα εξής: «Ο ιατρός που βρίσκεται μπροστά σε σύγκρουση καθηκόντων, αντιμετωπίζει τη σύγκρουση αυτή με βάση την επιστημονική του γνώση, τη σύγκριση των εννόμων αγαθών που διακυβεύονται, τον απόλυτο σεβασμό της ανθρώπινης ζωής και αξιοπρέπειας και τη συνείδησή του στα πλαίσια των αρχών του άρθρου 2 του παρόντος.». Κατά την άποψή μου, η συγκεκριμένη διάταξη δεν μπορεί εν προκειμένω να φανεί ιδιαίτερα χρήσιμη, διότι φαίνεται να εισάγει κάποιες γενικές κατευθύνσεις και κριτήρια αναφορικά με τον τρόπο, με τον οποίο οι ιατροί θα πρέπει να ασκούν και να εκπληρώνουν το καθήκον τους σε περίπτωση σύγκρουσης ιατρικών καθηκόντων, δίχως να εισάγει παράλληλα και κανόνες άρσης αυτής της σύγκρουσης, ιδίως στις περιπτώσεις που συγκρούονται μεταξύ τους δύο ίσης βαρύτητας καθήκοντα, τα οποία αφορούν ισάξια έννομα αγαθά (ανθρώπινες ζωές), ούτε προβλέπει περαιτέρω τις έννομες συνέπειες. Συνεπώς, τα κριτήρια αυτά δεν μπορούν να επιλύσουν το δίλημμα του ιατρού, που καλείται να ενεργήσει ή να παραλείψει, όταν τίθεται σε διακινδύνευση η ζωή πλειόνων ασθενών.
Δέον όπως σημειωθεί, ότι η σύγκρουση καθηκόντων αποτελεί πεδίο διαμάχης στη νομική θεωρία ως προς την ένταξή της στον χώρο του αδίκου ή του καταλογισμού, δηλαδή εάν αυτή λειτουργεί ως λόγος άρσης του αδίκου ή ως λόγος αποκλεισμού του καταλογισμού. Σύμφωνα με την ορθότερη άποψη η σύγκρουση καθηκόντων ανήκει εν μέρει στον χώρο του αδίκου και εν μέρει στον χώρο του καταλογισμού[5].
Κανόνες άρσης της σύγκρουσης 1) Σε περίπτωση σύγκρουσης δύο νομικών καθηκόντων διαφορετικής βαρύτητα, το σημαντικότερο νομικό καθήκον θα πρέπει να εκπληρωθεί σε βάρος του λιγότερο σημαντικού.
2) Σε περίπτωση σύγκρουσης ενός νομικού και ενός ηθικοκοινωνικού καθήκοντος, θα πρέπει να εκπληρωθεί το πρώτο σε βάρος του δεύτερου.
Ο άδικος χαρακτήρας της πράξης αίρεται, όταν ο φορέας των καθηκόντων μπροστά σε δύο νομικά καθήκοντα διαφορετικής βαρύτητας, εκπληρώσει το υπέρτερο (το περισσότερο σημαντικό) σε βάρος του υποδεέστερου (λιγότερο σημαντικού). Αντίθετα, όταν επιλέγει να εκπληρώσει το λιγότερο σημαντικό νομικό καθήκον σε βάρος του σημαντικότερου ή όταν σε σύγκρουση νομικού και ηθικοκοινωνικού καθήκοντος προτιμά την εκπλήρωση του δεύτερου παραβιάζοντας το πρώτο, δεν αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της πράξης, δύναται όμως να αποκλεισθεί ο καταλογισμός της άδικης πράξης σε ενοχή του δράστη, ένεκα αποκλεισμού του βουλητικού στοιχείου του δεοντολογικού σκέλους του καταλογισμού, δηλαδή του «άλλως δύνασθαι πράττειν», εφόσον διαπιστωθεί ότι ο δράστης βρισκόταν σε κατάσταση έντονης ψυχικής πίεσης ή αληθούς συνειδησιακού διλήμματος και αδιεξόδου, που καθιστούσε in concreto αδύνατη τη συμμόρφωσή του στα παραγγέλματα του δικαίου[6].
Τι γίνεται όμως στις περιπτώσεις που συγκρούονται δύο νομικά καθήκοντα ίσης βαρύτητας, από άποψη αξίας και προστασίας έννομων αγαθών (όπως στην περίπτωση που όλα προστατεύουν την ανθρώπινη ζωή); Υπέχει ποινική ευθύνη ο ιατρός που αποφασίζει να αποδιασωληνώσει και να απομακρύνει από την Μ.Ε.Θ. κάποιους ασθενείς που κρίνει ότι δεν έχουν πολλές ελπίδες να επιβιώσουν ένεκα της σοβαρότητας της κατάστασής τους (ιδίως ηλικιωμένους και ασθενείς με υποκείμενα νοσήματα) για να εισαχθούν κάποιοι άλλοι με μεγαλύτερες πιθανότητες επιβίωσης; Επίσης, υπέχει ποινική ευθύνη ο ιατρός που καλείται να περιθάλψει όλους τους ασθενείς που βρίσκονται σε κρίσιμη κατάσταση στο νοσοκομείο, αλλά πρακτικά μπορεί να φροντίσει μόνο μερικούς, διότι δεν επαρκούν για όλους οι κλίνες της Μ.Ε.Θ και ο απαιτούμενος υλικοτεχνικός εξοπλισμός; Μόλις που χρειάζεται να ειπωθεί, ότι όλοι οι ασθενείς θα πρέπει να βρίσκονται σε άμεσο κίνδυνο ζωής και να χρίζουν άμεσης περίθαλψης στην Μ.Ε.Θ. Διότι, αν κάποιοι ασθενείς δεν διατρέχουν άμεσο κίνδυνο ζωής, ο ιατρός ευλόγως θα επιλέξει να διασωληνώσει αυτούς που «χαροπαλεύουν», εκπληρώνοντας έτσι το υπέρτερο νομικό καθήκον σε βάρος του υποδεέστερου, περίπτωση που συνιστά πάντοτε λόγος άρσης του αδίκου.
Στις περιπτώσεις σύγκρουσης καθηκόντων που όλα αφορούν το έννομο αγαθό της ζωής, οπότε είναι ίσης βαρύτητας, μπορούμε να διακρίνουμε δύο βασικές κατηγορίες
Πρώτη κατηγορία σύγκρουση ενός καθήκοντος ενέργειας με ένα καθήκον ενέργειας. Εν προκειμένω συγκρούονται μεταξύ τους περισσότερα ίσης βαρύτητας αντίρροπα νομικά καθήκοντα ενέργειας και ειδικότερα περισσότερα καθήκοντα παροχής βοήθειας σε ασθενείς που διατρέχουν κίνδυνο ζωής («σωρευτική κοινότητα ισοδυνάμου κινδύνου» επί καθηκόντων παροχής βοήθειας). Χαρακτηριστικό της περιπτώσεως αυτής είναι η ύπαρξη κοινού κινδύνου, ο οποίος απειλεί όλους όσους έχουν ανάγκη βοήθειας στον ίδιο βαθμό ταυτόχρονα, καθώς και το ότι η εκπλήρωση του καθήκοντος απέναντι σε κάποιους από αυτούς συνιστά απέναντι στους άλλους παράλειψη σωστικής ενέργειας. Σε αυτήν την περίπτωση, σύμφωνα με την κρατούσα άποψη, θα πρέπει να εκπληρωθεί τουλάχιστον το ένα καθήκον και η αναγκαστική παραβίαση του άλλου δεν μπορεί να θεωρηθεί άδικη πράξη[7].
Δεύτερη κατηγορία σύγκρουση ενός καθήκοντος ενέργειας με ένα καθήκον παραλείψεως. Εδώ περιλαμβάνονται τρεις επιμέρους κατηγορίες συγκρούσεων
α) Η «σωρευτική κοινότητα ανισοδυνάμου/ανισοβαρούς κινδύνου», όπου σύμφωνα με τις πραγματικές συνθήκες μόνο μερικοί απ’ αυτούς που κινδυνεύουν έχουν ακόμα μια δυνατότητα σωτηρίας, που μπορεί όμως να υλοποιηθεί μόνο με την επίσπευση του θανάτου των άλλων που δεν έχουν καμία δυνατότητα σωτηρίας. Εδώ η μοίρα κάποιους ευνόησε και κάποιους άλλους καταδίκασε. β) Η «σωρευτική κοινότητα ισοδυνάμου/ισοβαρούς κινδύνου», όπου υφίσταται απειλή κατά της ζωής περισσότερων ανθρώπων που κινδυνεύουν στον ίδιο βαθμό άπαντες, εκ των οποίων μερικοί μπορούν να σωθούν, εάν θυσιασθούν κάποιοι άλλοι, διαφορετικά όλοι είναι χαμένοι. Εδώ η μοίρα κανέναν δεν έχει ευνοήσει και κανέναν δεν έχει καταδικάσει οριστικά. γ) Η «διαζευκτική κοινότητα κινδύνου», όπου ένα ή περισσότερα πρόσωπα διατρέχουν κίνδυνο ζωής και μπορούν να σωθούν, μόνο εάν θανατωθούν κάποια άλλα πρόσωπα, που μέχρι εκείνη την στιγμή βρίσκονταν εκτός κινδύνου[8].
Σύμφωνα με μία άποψη, η σύγκρουση ενός καθήκοντος ενέργειας με ένα καθήκον παραλείψεως συνιστά ειδική περίπτωση κατάστασης ανάγκης του άρθρου 25 ΠΚ, οπότε το άδικο αίρεται, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτής της διάταξης, δηλαδή εφόσον η προκληθείσα βλάβη είναι σημαντικά κατώτερη κατά το είδος και τη σπουδαιότητα από την βλάβη που απειλήθηκε. Ενώ, όταν τα έννομα αγαθά που συγκρούονται είναι ίσης βαρύτητας (π.χ όταν σε κίνδυνο βρίσκονται δύο ανθρώπινες ζωές), το προβάδισμα ανήκει στο καθήκον παραλείψεως (παράλειψη θανάτωσης)[9]. Συνεπώς, στην περίπτωση σύγκρουσης καθήκοντος ενεργείας με καθήκον παραλείψεως, που και τα δύο αφορούν την προστασία της ζωής, υποστηρίζεται ότι το άδικο δεν μπορεί να αρθεί όταν ο φορέας των καθηκόντων επιλέγει να παραβιάσει το καθήκον παραλείψεως προσβολής της ανθρώπινης ζωής, διότι πράττοντας με τον τρόπο αυτόν αναλαμβάνει να παίξει τον ρόλο «της καταστρεπτικής μοίρας» για μια ανθρώπινη ζωή[10].
Όμως, στην κατάσταση ανάγκης του άρθρου 25 ΠΚ αφενός τα έννομα αγαθά που συγκρούονται δεν ίσης αξίας/σπουδαιότητας (η απειληθείσα βλάβη πρέπει να είναι ουσιωδώς υπέρτερη της προκληθείσας) και αφετέρου ο φορέας του έννομου αγαθού που κινδυνεύει μπορεί, εάν θέλει, να μην προβεί στην διάσωσή του δικού του έννομου αγαθού προσβάλλοντας το έννομο αγαθό ενός τρίτου προσώπου, διότι κανένα νομικό καθήκον δεν τον υποχρεώνει στη διάσωση του δικού του[11]. Δηλαδή, το καθήκον του πράττοντος να παραλείψει την προσβολή του έννομου αγαθού ενός αμέτοχου τρίτου δεν αντικρύζεται από το καθήκον σωτηρίας του δικού του έννομου αγαθού (εν προκειμένω συγκρούονται μόνο έννομα αγαθά και όχι καθήκοντα)[12]. Αντίθετα στην σύγκρουση καθηκόντων αφενός τα καθήκοντα που συγκρούονται μπορεί να είναι ίσης βαρύτητας από άποψη αξίας και προστασίας έννομων αγαθών, αφετέρου ο φορέας των καθηκόντων βαρύνεται με ένα τουλάχιστον νομικό καθήκον ενεργείας, επομένως υποχρεούται να εκπληρώσει το ένα καθήκον ωθούμενος αναγκαστικά στην προσβολή του άλλου. Επίσης, τα καθήκοντα που συγκρούονται υφίστανται πάντοτε για την ωφέλεια κάποιου τρίτου προσώπου οπότε ο φορέας της σύγκρουσης δεν μπορεί να επιλύσει την σύγκρουση ανεχόμενος τον κίνδυνο ή την απώλεια δικών του έννομων αγαθών, ήτοι δεν διατρέχει ο ίδιος κανέναν κίνδυνο[13]. Έτσι στην περίπτωση, στην οποία ο πατέρας σπάζει το τζάμι του φαρμακείου για να πάρει το φάρμακο που θα σώσει τη ζωή του παιδιού του, βαρύνεται αφενός με ένα καθήκον παραλείψεως (να παραλείψει την προσβολή της ξένης ιδιοκτησίας) και αφετέρου με ένα καθήκον ενεργείας (να σώσει τη ζωή του παιδιού του). Οπότε, σε τέτοιες περιπτώσεις ορθότερο είναι να ομιλούμε για σύγκρουση καθηκόντων που αίρει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης ένεκα εκπλήρωσης του υπέρτερου καθήκοντος σε βάρος του υποδεέστερου.
Επιπροσθέτως, τα ερωτήματα που τέθηκαν ανωτέρω συνιστούν για τους ιατρούς «τραγικά ηθικά διλήμματα». Ως τραγικά ηθικά διλήμματα χαρακτηρίζονται οι συγκρούσεις καθηκόντων, που αποτελούν «οριακή κατάσταση δικαίου» και δεν μπορούν να σταθμιστούν ευθέως συγκριτικά, αφού, αναφερόμενα σε ύψιστες δικαιϊκές αξίες, απαιτούν με ηθικά ανυποχώρητο τρόπο εκπλήρωση και προς τις δύο πλευρές. Αυτό συμβαίνει ιδίως στις περιπτώσεις όπου συγκρούονται μεταξύ τους καθήκοντα προστασίας της ζωής, η οποία ως απόλυτη αξία και ύψιστο αγαθό δεν υπόκειται σε ποσοτικές ή ποιοτικές σταθμίσεις, με συνέπεια η επιλογή προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, όποια και αν είναι τελικά αυτή, να μην μπορεί σύμφωνα με τις αρχές της ηθικής φιλοσοφίας, αλλά και αυτές του δικαίου να θεωρηθεί ως ορθότερη[14]. Συνεπώς, η σύγκρουση καθηκόντων δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί άμεσα με την εφαρμογή του άρθρου 25 ΠΚ, αλλά ούτε και του άρθρου 32 ΠΚ.
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ο ιατρός, αναμφίβολα, βρίσκεται μπροστά σε ένα τραγικό ηθικό δίλλημα, σε μια έντονη ψυχική και ηθική πίεση, η οποία εμποδίζει τη διαμόρφωση βουλήσεως σύμφωνης με τις επιταγές και τις απαγορεύσεις του δικαίου. Αναρωτιέται «ποιους να αφήσω χωρίς μηχανική υποστήριξη, άνευ της οποίας θα έχουν ελάχιστες ή και καμία ελπίδα να επιβιώσουν και ποιους να τοποθετήσω στην Μ.Ε.Θ. αυξάνοντας ραγδαία τις πιθανότητες επιβίωσης τους;» Θα λέγαμε μάλιστα ότι ο ιατρός προβαίνοντας σε αυτήν την επιλογή ασθενών καλείται να διαδραματίσει τον ρόλο του «επί γης Θεού» επιλέγοντας ποιοι θα ζήσουν και ποιοι θα αφεθούν στην μοίρα τους. Έτσι, έστω και άθελα του, αναλαμβάνει να παίξει τον ρόλο «της καταστρεπτικής μοίρας» για τη ζωή κάποιων ασθενών.
Συνεπώς, ορθότερο θα ήταν όλες αυτές οι περιπτώσεις να αντιμετωπίζονται πάντοτε σε επίπεδο καταλογισμού και ειδικότερα να χαρακτηρίζονται ως κατάσταση ανάγκης που αποκλείει τον καταλογισμό πέραν του τεθειμένου δικαίου, όποιο καθήκον και αν επιλέξει ο φορέας της σύγκρουσης να εκπληρώσει (ακόμα δηλαδή και στην περίπτωση που επιλέξει να εκπληρώσει το καθήκον της παράλειψης θανάτωσης ανθρώπου παραβαίνοντας το καθήκον παροχής βοήθειας) και όχι σε επίπεδο αδίκου (είτε στο πλαίσιο της κατάστασης ανάγκης του άρθρου 25 ΠΚ είτε στο πλαίσιο ενός αυτοτελούς λόγου άρσης του αδίκου). Αυτήν την ορθότερη άποψη εκφράζει πλέον το άρθρο 33 του νέου ΠΚ.
Β. Επί μέρους περιπτώσεις
Πρώτη περίπτωση (σύγκρουση ενός καθήκοντος ενέργειας με ένα καθήκον ενέργειας) Υπέχει ποινική ευθύνη ο ιατρός που καλείται να περιθάλψει όλους τους ασθενείς που βρίσκονται στο νοσοκομείο σε κρίσιμη κατάσταση, αλλά πρακτικά μπορεί να φροντίσει μόνο μερικούς, αποδεχόμενος το θάνατο των υπολοίπων, διότι δεν επαρκούν για όλους οι κλίνες της Μ.Ε.Θ. και ο απαιτούμενος υλικοτεχνικός εξοπλισμός;
Εν προκειμένω συγκρούονται μεταξύ τους περισσότερα ίσης βαρύτητας αντίρροπα νομικά καθήκοντα ενέργειας και ειδικότερα περισσότερα καθήκοντα παροχής βοήθειας σε ασθενείς που διατρέχουν άμεσο κίνδυνο ζωής. Όπως ειπώθηκε, χαρακτηριστικό της περιπτώσεως αυτής είναι η ύπαρξη κοινού κινδύνου, ο οποίος απειλεί όλους όσους έχουν ανάγκη βοήθειας στον ίδιο βαθμό ταυτόχρονα, καθώς και το ότι η εκπλήρωση του καθήκοντος απέναντι σε κάποιους από αυτούς συνιστά απέναντι στους άλλους παράλειψη σωστικής ενέργειας (η προσβολή εδώ προκαλείται από την παράλειψη σωστικής ενέργειας). Σύμφωνα με την κρατούσα άποψη στην περίπτωση αυτή αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της πράξης. Όχι, όμως, δυνάμει της κατάστασης ανάγκης του άρθρου 25 ΠΚ, διότι σύμφωνα με τη διάταξη αυτή απαιτείται η βλάβη που θα προκληθεί στο ένα από τα δύο προσβαλλόμενα έννομα αγαθά να είναι σημαντικά κατώτερη κατά το είδος και τη σπουδαιότητα από την απειληθείσα βλάβη, πράγμα που δεν μπορεί να συμβεί στην υπό εξέταση περίπτωση, στην οποία ο ιατρός θυσιάζει (δια παραλείψεως) μια ή περισσότερες ανθρώπινες ζωές προκειμένου να σώσει άλλη ή άλλες. Έτσι, υποστηρίζεται ότι καθιερώνεται ένας αυτοτελής λόγος άρσης του αδίκου. Πιο συγκεκριμένα, όταν συγκρούονται περισσότερα ίσης βαρύτητας νομικά καθήκοντα ενέργειας, ενόψει της ίσης ή ανάλογης αξίας των έννομων αγαθών (όπως εν προκειμένω το καθήκον παροχής βοήθειας σε όλους τους ασθενείς, των οποίων η υγεία και συναφώς το έννομο αγαθό της ζωής βρίσκεται σε κρίσιμη και οριακή κατάσταση), η επιλογή αφήνεται ελεύθερη από το Δίκαιο στον πράττοντα, δηλαδή στον φορέα που ζει άμεσα και υφίσταται την σύγκρουσή τους. Επομένως, όταν συγκρούονται περισσότερα ισοδύναμα καθήκοντα ενέργειας από τα οποία μόνο ένα μπορεί να εκπληρωθεί, εναπόκειται στην εύλογη κρίση του φορέα ποιο από αυτά θα εκπληρώσει, και εν τέλει όποιο και αν επιλέξει να εκπληρώσει αίρεται το άδικο της παράλειψης συμμόρφωσης προς το άλλο καθήκον και τούτο διότι ουδείς υποχρεούται στα αδύνατα[15]. Εν άλλοις λόγοις, ο φορέας της σύγκρουσης αξιοποιεί τις δυνατότητες που έχει και σώζει όσους μπορεί, ενώ τους άλλους «τους αφήνει στη μοίρα τους», χωρίς να αναμιγνύεται σ’ αυτή[16]. Έτσι, με όποιους ασθενείς και αν επιλέξει να ασχοληθεί κατά προτεραιότητα ο ιατρός εισάγοντας τους στην Μ.Ε.Θ, η αναγκαστική παραμέληση των άλλων δεν μπορεί να θεωρηθεί πράξη (με τη μορφή της παράλειψης) άδικη. Η εξήγηση που δίνεται για την σκέψη αυτή είναι ότι στις περιπτώσεις αυτές ο φορέας της σύγκρουσης έχει τη δυνατότητα είτε να εκπληρώσει μόνο το ένα από τα καθήκοντα ενέργειας, είτε να μην εκπληρώσει κανένα, επομένως η έννομη τάξη ευλόγως τον παρακινεί να εκπληρώσει απαραίτητα το ένα από τα δύο, από το να μείνει εντελώς άπραγος. Έτσι το Δίκαιο αναγορεύει ένα από τα δύο συγκρουόμενα καθήκοντα ενέργειας σε μη δεσμευτικό με απόρροια ο φορέας να ευθύνεται για την εκπλήρωση μόνο του ενός[17].
 Ως εκ τούτου, δεν πράττει άδικα ο ιατρός, ο οποίος, ένεκα έλλειψης κατάλληλης υλικοτεχνικής υποδομής και εξοπλισμού, έχει τη δυνατότητα να μεταφέρει στην Μ.Ε.Θ μόνο ορισμένους ασθενείς, αφήνοντας αναγκαστικά τους λοιπούς, που κινδυνεύουν εξίσου, «στη μοίρα τους», διότι εκ των πραγμάτων δεν αρκούσαν για όλους τους ασθενείς οι κλίνες και ο υλικοτεχνικός εξοπλισμός της Μ.Ε.Θ. Δεν μπορούμε να απαιτούμε από τον ιατρό να πράξει τα αδύνατα και συνεπώς δεν μπορεί να διαπιστωθεί ύπαρξη εσφαλμένης συμπεριφοράς εκ μέρους του.
Σύμφωνα με άλλη άποψη, μη κρατούσα, στην περίπτωση που συγκρούονται ίσης βαρύτητας νομικά καθήκοντα, όποιο καθήκον και αν επιλέξει ο φορέας να εκπληρώσει, σε κάθε περίπτωση πράττει άδικα, και η συμπεριφορά του θα μπορεί να κριθεί μόνο ως λόγος άρσης του καταλογισμού (παροχή συγγνώμης στο δράστη και όχι δικαιολόγηση της πράξης του)[18].
Θα πρέπει στο σημείο αυτό να σημειωθεί, ότι ουδεμία σημασία έχουν οι ποιοτικές ή ποσοτικές όψεις της αξίας του έννομου αγαθού της ανθρώπινης ζωής, διότι η ανθρώπινη ζωή ως απόλυτη αξία και ως ύψιστο αγαθό δεν είναι ποσοτικά ή ποιοτικά μετρίσιμο μέγεθος[19]. Στο Ποινικό Δίκαιο αποκλείεται για τις ανθρώπινες ζωές η κλασσική αριθμητική του τύπου 1+1=2, αλλά ισχύει μια ιδιάζουσα αριθμητική του τύπου 1= ∞ (μία ανθρώπινη ζωή ισούται με άπειρες)[20]. Επομένως, το ίδιο αντιμετωπίζεται ένας ηλικιωμένος και ένας νέος, ένας ο οποίος κινδυνεύει και έχει ελπίδες διάσωσης και ένας ο οποίος δεν έχει πολλές ελπίδες, ένας ο οποίος είναι κατά τα άλλα υγιής και ένας ο οποίος έχει υποκείμενα νοσήματα (κάθε ανθρώπινη ζωή έχει την ίδια ακριβώς αξία, βλ. και άρθρα 2 παρ. 1 και 5 παρ. 2 του Συντάγματος, άρθρο 2 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, άρθρα 1 και 2 παρ. 1 ΧΘΔ).
Η πρώτη άποψη, σύμφωνα με την οποία αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της παράλειψης του φορέα της σύγκρουσης είναι κατά βάση ορθή, διότι η σύγκρουση καθηκόντων ως λόγος άρσης του αδίκου πέραν του τεθειμένου δικαίου αποτελεί πράγματι ένα χρήσιμο εργαλείο για τη δικαιολόγηση τέτοιων συμπεριφορών. Κατά την άποψή μου, σε περίπτωση σύγκρουσης ίσης βαρύτητας καθηκόντων ένεκα των ισάξιων έννομων αγαθών, αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της συμπεριφοράς του ιατρού μόνον όταν ο τελευταίος πράττει εντελώς ελεύθερα και τυχαία, ήτοι όταν επιλέξει τυχαία τους ασθενείς που θα μεταφέρει στην Μ.Ε.Θ και αυτούς τους οποίους θα αφήσει άνευ μηχανικής υποστήριξης. Όπως ειπώθηκε η ανθρώπινη ζωή δεν υπόκειται σε ποιοτικές ή ποσοτικές διαβαθμίσεις  και ως εκ τούτου δεν μπορεί να πει κανείς ότι πράττει άδικα ο ιατρός, ο οποίος επιλέγει, με βάση αυθόρμητη απόφαση ληφθείσα την στιγμή εκείνη, να σώσει έναν νεαρό ασθενή και όχι έναν ηλικιωμένο ή το αντίστροφο. Συνεπώς, ο ιατρός για να έχει τηρήσει το νομικό του χρέος και να αρθεί έτσι ο άδικος χαρακτήρας της πράξης του, πρέπει να αφήσει τα πράγματα να εξελιχθούν από μόνα τους[21], όπως επιτάσσει το Δίκαιο, ήτοι να επιλέξει τυχαία και με βάση απόφαση ληφθείσα την στιγμή εκείνη κάποιους ασθενείς, τους οποίους θα εισάγει στην Μ.Ε.Θ, χωρίς περαιτέρω επιλογή βάσει κριτηρίων, όπως η ηλικία, η γενικότερη κατάσταση της υγείας, οι πιθανότητες επιβίωσης κ.λπ. Αν, αντίθετα, ο ιατρός έχει προαποφασίσει ποιους ασθενείς θα εισάγει στην Μ.Ε.Θ και ποιους θα αφήσει εκτός, θέτοντας ως κριτήρια την ηλικία (επιλέγει τους νέους αντί των ηλικιωμένων), την γενικότερη κατάσταση της υγείας των (επιλέγει ασθενείς με δυνατό οργανισμό έναντι όσων πάσχουν ήδη από υποκείμενα νοσήματα) και τις ελπίδες και πιθανότητες επιβίωσής των, τότε όχι απλώς παραλείπει να αναμιχθεί στη μοίρα τους ως έχει καθήκον, αλλά αντιθέτως αναλαμβάνει ο ίδιος να παίξει τον ρόλο της «καταστρεπτικής μοίρας» για τις ζωές των ασθενών που έχει ήδη προαποφασίσει ότι δεν θα εισαχθούν στην Μ.Ε.Θ και δε θα τύχουν μηχανικής υποστήριξης, με απόρροια η συμπεριφορά του να εντάσσεται πλέον στον χώρο του καταλογισμού και όχι στον χώρο του αδίκου, ακόμα και αν τα πλείονα καθήκοντα που συγκρούονται μεταξύ τους είναι καθήκοντα ενεργείας. Άλλωστε, όπως ήδη αναφέρθηκε, η ανθρώπινη ζωή ως απόλυτη αξία και ύψιστο έννομο αγαθό δεν υπόκειται σε ποιοτικές ή ποσοτικές σταθμίσεις, και ως εκ τούτου δεν επιτρέπεται να την προσεγγίζουμε με ωφελιμιστικά κριτήρια. Επομένως, η ελεύθερη επιλογή του ιατρού ως προς τους ασθενείς που θα περιθάλψει δεν θα πρέπει να εμφορείται από ωφελιμιστικά κριτήρια. Όλες οι ανθρώπινες ζωές είναι ισάξιες και καμία δεν έχει το προβάδισμα έναντι της άλλης και συνεπώς δεν επιτρέπεται να εμφιλοχωρήσει οιαδήποτε στάθμιση [22]. Εφόσον, λοιπόν, στο Ποινικό Δίκαιο ισχύει η ιδιάζουσα αριθμητική, σύμφωνα με την οποία μία ζωή ισούται με άπειρες, πως μπορεί άραγε να κριθεί ως δικαιολογημένη και συνεπώς δίκαιη η ήδη ειλημμένη απόφαση παράλειψης διάσωσης κάποιων ασθενών για χάρη κάποιων άλλων με περισσότερες πιθανότητες επιβίωσης; Μια τέτοια ωφελιμιστική θεώρηση δεν μπορεί να έχει θέση σε ένα ανθρωποκεντρικό κράτος δικαίου στα θεμέλια του οποίου δεσπόζει ο σεβασμός στην αξία και τη ζωή του ανθρώπου. Συνεπώς, η τυχόν επιλογή του ιατρού υπέρ της θυσίας της ζωής κάποιων ασθενών που έχουν λιγότερες πιθανότητες επιβίωσης προκειμένου να σωθούν οι ζωές άλλων ασθενών, που κινδυνεύουν εξίσου αλλά έχουν περισσότερες πιθανότητες επιβίωσης, θα πρέπει να αντιμετωπίζεται πάντοτε σε επίπεδο καταλογισμού. Στην περίπτωση, λοιπόν, που ο ιατρός δεν προβεί σε εντελώς τυχαία επιλογή ασθενών (κάτι που άλλωστε είναι δύσκολο σε τέτοιες περιπτώσεις και σχεδόν πάντοτε επιλέγει βάσει ηλικίας, πιθανοτήτων επιβίωσης κ.λπ.), αλλά για την επιλογή αυτών λάβει υπόψη παράγοντες και κριτήρια, όπως η ηλικία, η γενικότερη κατάσταση της υγείας, οι ελπίδες επιβίωσης κ.λπ. προβαίνοντας έτσι σε μια στάθμιση, αποφασίζει εν τέλει να παίξει τον ρόλο της «καταστρεπτικής μοίρας» και να δώσει στα πράγματα την κατεύθυνση που εκείνος επιλέγει. Συνεπώς, πράττει μεν άδικα, αλλά αποκλείεται ο καταλογισμός της άδικης πράξης σε ενοχή του, ένεκα της ψυχικής πίεσης που ασκήθηκε πάνω του, η οποία εμπόδισε τη διαμόρφωση βουλήσεως σύμφωνης με τις επιταγές και τις απαγορεύσεις του δικαίου.
Δεύτερη περίπτωση (σύγκρουση ενός καθήκοντος ενέργειας με ένα καθήκον παραλείψεως)
Α) Υπέχει ποινική ευθύνη ο ιατρός που διακόπτει την μηχανική υποστήριξη και απομακρύνει από την Μ.Ε.Θ κάποιον ασθενή  (ο οποίος έχει μεν πιθανότητες επιβίωσης αν παραμείνει διασωληνωμένος, αλλά δεν είναι βέβαιη η σωτηρία του), αποδεχόμενος παράλληλα το θάνατό του (ο οποίος είναι πολύ πιθανό να επέλθει εκτός Μ.Ε.Θ), προκειμένου να εισαχθεί κάποιος άλλος, ο οποίος με βεβαιότητα ή έστω πιθανότητα αγγίζουσα τα όρια της βεβαιότητας θα αναρρώσει και θα επιβιώσει (ασθενής νεαρός σε ηλικία ή ασθενής χωρίς υποκείμενα νοσήματα) αν εισαχθεί εγκαίρως στην Μ.Ε.Θ;
Εδώ συγκρούεται ένα καθήκον ενέργειας με ένα καθήκον παραλείψεως, τα οποία αμφότερα βαρύνουν το ίδιο υπόχρεο πρόσωπο (τον ιατρό), και πιο συγκεκριμένα συγκρούεται το καθήκον παράλειψης της βλάβης της ζωής του ασθενούς που ήδη βρίσκεται στην Μ.Ε.Θ με το καθήκον διάσωσης της ζωής του ασθενούς, ο οποίος επειγόντως θα πρέπει να μεταφερθεί σε αυτήν και να τύχει μηχανικής υποστηρίξεως (ουσιαστικά η απαγόρευση ανθρωποκτονίας ενός ανθρώπου έρχεται σε σύγκρουση με το καθήκον παροχής βοήθειας σε έναν άλλον).
Στις περιπτώσεις αυτές γίνεται λόγος για διαζευκτική κοινότητα κινδύνου. Εδώ ανήκουν οι περιπτώσεις, που απειλείται η ζωή ενός ή περισσοτέρων προσώπων, τα οποία μπορούν να σωθούν, εάν θανατωθούν κάποια άλλα πρόσωπα, που μέχρι εκείνη την στιγμή βρίσκονταν εκτός κινδύνου[23]. Η ανθρώπινη ζωή, όμως, ως απόλυτη αξία και ύψιστο αγαθό δεν υπόκειται ούτε σε ποιοτικές διαβαθμίσεις ούτε σε ποσοτικές προσθαφαιρέσεις[24], οπότε σε τέτοιες καταστάσεις υπερισχύει η απαγόρευση ανθρωποκτονίας, διότι όταν για την σωτηρία μιας ανθρώπινης ζωής πρέπει να καταστραφεί μια άλλη, το δίκαιο δεν επιτρέπει στους κοινωνούς να παρέμβουν, ήτοι ο άνθρωπος απαγορεύεται να παίξει τον ρόλο της «καταστρεπτικής μοίρας». Ο ιατρός, λοιπόν, βρίσκεται μπροστά σε ένα τραγικό ηθικό δίλημμα, καθώς καλείται να παίξει τον ρόλο της «καταστρεπτικής μοίρας» ξεπερνώντας τοιουτοτρόπως τα διακριτικά όρια που του αφήνονται ως φορέα συγκρουόμενων έννομων αγαθών. Τυχόν επιλογή εκ μέρους του υπέρ της θυσίας μιας ή περισσότερων ζωών προκειμένου να σωθούν άλλες ή άλλες που κινδυνεύουν και διαφορετικά δεν θα είχαν καμία ελπίδα διάσωσης δεν αντιμετωπίζονται, πλέον, στο επίπεδο του αδίκου, αλλά στο επίπεδο του καταλογισμού[25]. Η συμπεριφορά του ιατρού παραμένει άδικη, όχι όμως και καταλογιστή σε ενοχή του, διότι ενεργεί αντικειμενικά υπό ισχυρή ψυχική πίεση, καθώς γνωρίζει ότι όποια και αν είναι η επιλογή του, θα ενεργήσει άδικα. Πρόκειται, ειδικότερα, για μια κατάσταση ανάγκης που αποκλείει τον καταλογισμό πέραν του τεθειμένου δικαίου, ένεκα αποκλεισμού του «άλλως δύνασθαι πράττειν». Δέον όπως σημειωθεί, ότι δεν μπορεί αυτή η περίπτωση να συνιστά σωρευτική κοινότητα ισοδυνάμου κινδύνου, διότι στο πλαίσιο αυτής της κατηγορίας απειλείται εξίσου η ζωή περισσότερων ανθρώπων, εκ των οποίων μερικοί μπορούν να σωθούν, εάν θυσιασθούν κάποιοι άλλοι, διαφορετικά όλοι είναι χαμένοι[26]. Αν, όμως, ο ιατρός, ως φορέας της σύγκρουσης, επιλέξει να την άρει αφήνοντας τα πράγματα να εξελιχθούν ως έχουν, χωρίς να παρέμβει «θυσιάζοντας» τον διασωληνωμένο ασθενή για χάρη του άλλου, αφενός πραγματώνεται ο κίνδυνος για τη ζωή του ασθενούς που δε θα εισαχθεί στην Μ.Ε.Θ, είναι, όμως, πιθανό να σωθεί τελικά ο ασθενής που ήδη βρίσκεται διασωληνωμένος στην Μ.Ε.Θ, οπότε δεν είναι και οι δύο ασθενείς «χαμένοι» (υπάρχει πιθανότητα ένας από τους δύο να επιβιώσει). Ούτε σωρευτική κοινότητα ανισοδυνάμου κινδύνου θα μπορούσε να συνιστά, διότι ο ασθενής που βρίσκεται στην Μ.Ε.Θ δεν είναι «ξοφλημένος». Συνεπώς, πρόκειται για περίπτωση διαζευκτικής κοινότητας κινδύνου, και τούτο διότι ο ασθενής εντός της Μ.Ε.Θ βρίσκεται μεν ήδη σε μια κατάσταση κινδύνου που απειλεί τη ζωή του, εν τέλει, όμως, ο ιατρός με θετική ενέργεια (αφαίρεση συσκευής μηχανικής υποστήριξης και μεταφορά του από την Μ.Ε.Θ σε κοινό θάλαμο) επέτεινε την ως άνω κατάσταση κινδύνου και την πιθανότητα βλάβης της ζωής του ασθενούς, θέτοντας με τον τρόπο αυτόν σε κίνηση έναν κίνδυνο πολύ πιο έντονο και σε κάθε περίπτωση διαφορετικό από εκείνον που ήδη απειλούσε τον συγκεκριμένο ασθενή, ο οποίος κίνδυνος εν τέλει πραγματώθηκε στο επελθόν θανατηφόρο αποτέλεσμα, αν υποθέσουμε ότι ο ασθενής αυτός τελικά αποβίωσε. Εν άλλοις λόγοις, ο ασθενής αυτός «έχασε» οριστικά «το παιχνίδι της σωτηρίας» εξαιτίας της πρωτοβουλίας του ιατρού να τον αποσυνδέσει από τα μηχανήματα, περιάγοντάς τον έτσι σε status εξαιρετικά ελαττωμένης ασφάλειας. Ο ιατρός, λοιπόν, ανέλαβε να παίξει τον ρόλο της «καταστρεπτικής μοίρας» οδηγώντας τον ασθενή στον θάνατο, παραλείποντας συγχρόνως να αποτρέψει αυτόν, και αυτή η συμπεριφορά μόνο σε επίπεδο καταλογισμού μπορεί να κριθεί.
Β) Υπέχει ποινική ευθύνη ο ιατρός που διακόπτει την μηχανική υποστήριξη σε κάποιον ασθενή, με απόρροια τον άμεσο θάνατό του (ο θάνατος του συγκεκριμένου ασθενούς ήταν ούτως ή άλλως βέβαιος, δεν είχε καμία πιθανότητα επιβίωσης, η ζωή του βρισκόταν εγγύς του τέλους της), για να εισαχθεί κάποιος άλλος ο οποίος με βεβαιότητα ή έστω πιθανότητα αγγίζουσα τα όρια της βεβαιότητας  θα  αναρρώσει και θα επιβιώσει, αν εισαχθεί εγκαίρως στην Μ.Ε.Θ;
Όπως και στην προηγούμενη περίπτωση, έτσι και εδώ συγκρούεται ένα καθήκον ενέργειας με ένα καθήκον παραλείψεως, τα οποία αμφότερα βαρύνουν το ίδιο υπόχρεο πρόσωπο (τον ιατρό), και πιο συγκεκριμένα συγκρούεται το καθήκον παράλειψης της βλάβης της ζωής του ασθενούς που ήδη βρίσκεται στην Μ.Ε.Θ με το καθήκον διάσωσης της ζωής του ασθενούς, ο οποίος επειγόντως θα πρέπει να μεταφερθεί στην Μ.Ε.Θ. και να τύχει μηχανικής υποστηρίξεως.
Σε αυτήν την περίπτωση, γίνεται λόγος για σωρευτική κοινότητα ανισοβαρούς/ανισοδυνάμου κινδύνου». Χαρακτηριστικό αυτής της κατηγορίας είναι ότι στην μία πλευρά βρίσκονται εκείνοι που έχουν δυνατότητα σωτηρίας, ενώ στην άλλη εκείνοι που είναι «εξοφλημένοι» και ως εκ τούτου οι πιθανότητες σωτηρίας είναι εκ των προτέρων ασύμμετρα κατανεμημένες[27]. Εν προκειμένω, ο ασθενής που βρίσκεται στην Μ.Ε.Θ είναι «ξοφλημένος, η ζωή του βρίσκεται εγγύς του τέλους της, ενώ ο έτερος ασθενής πρόκειται με βεβαιότητα ή έστω πιθανότητα αγγίζουσα τα όρια της βεβαιότητας να αναρρώσει και να επιβιώσει, αν «θυσιαστεί» ο πρώτος μια ώρα αρχύτερα (βέβαια, κατά ορθότερη προσέγγιση, οι δύο ασθενεί δεν συναποτελούν μια κοινότητα κινδύνου, διότι ο ένας ασθενής βρίσκεται στην Μ.Ε.Θ και ο έτερος εκτός αυτής).
Ένεκα αυτής της κατάστασης, σύμφωνα με μία άποψη, το καθήκον παροχής βοήθειας υπερέχει έναντι της απαγόρευσης ανθρωποκτονίας προς τους καταδικασμένους από την μοίρα να πεθάνουν, και συνεπώς εκείνος που τους «θυσιάζει» μια ώρα αρχύτερα δεν πράττει άδικα, στο μέτρο που δεν κάνει τίποτε άλλο από το να ευθυγραμμίζεται με την απόφαση της μοίρας[28]. Επομένως, ο ιατρός που εκπληρώνει το καθήκον παροχής βοηθείας παραβιάζοντας την απαγόρευση ανθρωποκτονίας, ήτοι αποφασίζει να αποδιασωληνώσει τους ασθενείς που είναι «εξοφλημένοι», ενεργεί στο πλαίσιο της σύγκρουσης καθηκόντων που αίρει το άδικο, καθώς ακολούθησε την απόφαση της μοίρας, συμβάλλοντας στην διάσωση των ευνοημένων από αυτήν ασθενών, δηλαδή των ασθενών που έχουν σοβαρές πιθανότητες επιβίωσης[29]. Ακολούθησε, λοιπόν, τη μοίρα και δεν διαδραμάτισε ο ίδιος τον «ρόλο της καταστρεπτικής μοίρας». Με την άποψη ότι αίρεται το άδικο συντάσσεται και ο Ανδρουλάκης (Ν. Ανδρουλάκης, ό.π., σελ. 442-443), δεχόμενος όμως εφαρμογή της κατάστασης ανάγκης του ά. 25 ΠΚ, καθώς αναγνωρίζει ότι η βλάβη που προκλήθηκε σε κάποιον, ο οποίος βρίσκεται εγγύς του θανάτου και έχει σχεδόν μηδενικές πιθανότητες επιβίωσης, είναι σημαντικά κατώτερη από την απειληθείσα βλάβη στη ζωή του άλλου, ο οποίος έχει σοβαρές πιθανότητες επιβίωσης. Για το ότι αίρεται το άδικο σε τέτοιες περιπτώσεις σύμφωνη φαίνεται να είναι και η νομολογία (βλ. βούλευμα ΣυμβΠλημΚαλαμ 50/2015, ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ).
Κατά την ορθότερη, όμως, άποψη[30] και αυτή η περίπτωση συνιστά κατάσταση ανάγκης που αποκλείει τον καταλογισμό πέραν του τεθειμένου δικαίου (αποκλεισμός του στοιχείου «άλλως δύνασθαι πράττειν»), ένεκα του ότι ο ιατρός βρίσκεται μπροστά σε ένα τραγικό ηθικό δίλημμα. Και τούτο διότι, όπου συγκρούονται μεταξύ τους καθήκοντα προστασίας της ζωής, η οποία ως απόλυτη αξία και ύψιστο έννομο αγαθό δεν υπόκειται σε ποσοτικές ή ποιοτικές διαβαθμίσεις, η επιλογή προς τη μία ή άλλη κατεύθυνση, όποια και αν είναι τελικά αυτή, δεν μπορεί, σύμφωνα με τις αρχές της ηθικής φιλοσοφίας, αλλά και αυτές του δικαίου, να θεωρηθεί ως ορθότερη. Όταν για την σωτηρία μιας ανθρώπινης ζωής πρέπει να καταστραφεί μια άλλη, το δίκαιο δεν επιτρέπει στους κοινωνούς να παρέμβουν. Τυχόν επιλογή εκ μέρους του φορέα υπέρ της θυσίας μιας ή περισσότερων ζωών προκειμένου να σωθούν άλλες ή άλλες που κινδυνεύουν και διαφορετικά δεν θα είχαν καμία ελπίδα διάσωσης δεν αντιμετωπίζονται, πλέον, στο επίπεδο του αδίκου, αλλά στο επίπεδο του καταλογισμού[31]. Εφόσον, λοιπόν, για το Δίκαιο ποιοτική στάθμιση της ζωής δεν επιτρέπεται, δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί δίκαιη η θυσία της ζωής ενός ασθενούς, ακόμα και αν αυτός έχει μηδαμινές πιθανότητες επιβίωσης, για χάρη της ζωής ενός άλλου ασθενούς, ο οποίος έχει υψηλές πιθανότητες να σωθεί.
Γ. Το άρθρο 33 του νέου Ποινικού Κώδικα
Πλέον με τον νέο Ποινικό Κώδικα φαίνεται να αίρονται οι θεωρητικές συγκρούσεις και οι περιπτώσεις αυτές που χαρακτηρίζονται ως «τραγικά ηθικά διλήμματα» θα κριθούν υπό το πρίσμα του άρθρου 33 ΠΚ. Και τούτο διότι άρθρο αυτό ρητά προβλέπει την άρση του καταλογισμού στις περιπτώσεις σύγκρουσης ισοδύναμων καθηκόντων. Η διάταξη του άρθρου 33 ΠΚ διαλαμβάνει τα εξής «η πράξη δεν καταλογίζεται σε εκείνον που την τέλεσε, αν κατά την τέλεσή της αδυνατούσε να συμμορφωθεί προς το δίκαιο λόγω ανυπέρβλητου για τον ίδιο διλήμματος εξαιτίας σύγκρουσης καθηκόντων και η προσβολή που προκλήθηκε από την πράξη είναι κατά το είδος και τη σπουδαιότητα ανάλογη με την προσβολή που απειλήθηκε». Σύμφωνα μάλιστα με την Αιτιολ. Έκθεση του νέου ΠΚ  Ως τρίτος λόγος άρσης του καταλογισμού περιγράφεται στο άρθρο 33 η αδυναμία αποφυγής του αδίκου. Ο λόγος αυτός άρσης του καταλογισμού, ο οποίος γίνεται δεκτός από όλους τους θεωρητικούς του ποινικού δικαίου, διαμορφώθηκε εκτός του γραπτού δικαίου και συναντάται στα συγγράμματα του ποινικού δικαίου με διάφορες ονομασίες: άλλοτε ως «τραγικό δίλημμα», άλλοτε ως «υπέρβαση του ανθρωπίνως φευκτού της υπαιτιότητας» και άλλοτε ως «σύγκρουση καθηκόντων». Η νομολογία, ωστόσο, μόνο κατ’ εξαίρεση τον λαμβάνει υπόψη. Αυτό επέβαλε να περιγραφεί πλέον ο συγκεκριμένος λόγος άρσης του καταλογισμού στον Ποινικό Κώδικα, καθώς ο περιορισμός της ελευθερίας επιλογής του αδίκου στις περιπτώσεις αυτές είναι αντίστοιχης έντασης με την κατάσταση ανάγκης του άρθρου 32 ΠΚ. Με το δεδομένο αυτό, στο άρθρο 33 του Σχεδίου προβλέπεται ότι η πράξη δεν καταλογίζεται στον δράστη αν κατά την τέλεσή της βρισκόταν σε αδυναμία επιλογής μεταξύ δικαίου και αδίκου λόγω ανυπέρβλητου διλήμματος εξαιτίας σύγκρουσης καθηκόντων και η προσβολή που προκλήθηκε από την πράξη είναι κατά το είδος και τη σπουδαιότητα ανάλογη με την προσβολή που απειλήθηκε.
Η διάταξη του άρθρου 33 του νέου ΠΚ επιλύει, με τον πλέον ορθό τρόπο, το ζήτημα των λεγόμενων «τραγικών ηθικών διλημμάτων». Μάλιστα φαίνεται να καλύπτει όλες τις περιπτώσεις σύγκρουσης ισοδύναμων/ανάλογων νομικών καθηκόντων, είτε πρόκειται για σύγκρουση καθηκόντων ενέργειας είτε για σύγκρουση καθηκόντων ενέργειας με καθήκοντα παραλείψεως. Δυνάμει αυτής της διάταξης αποκλείεται ο καταλογισμός της άδικης πράξης σε ενοχή του δράστη, ένεκα αποκλεισμού του «άλλως δύνασθαι πράττειν». Εν προκειμένω, ο δράστης περιέρχεται σε ένα αδιέξοδο ή σε ένα τραγικό ηθικό δίλλημα, με απόρροια να μην μπορεί να τον αποδοκιμάσει η έννομη τάξη καταλογίζοντας σε ενοχή του την άδικη πράξη[32]. Ο αποκλεισμός του καταλογισμού στηρίζεται στην έντονη ψυχική πίεση που ασκείται πάνω στον δράστη, η οποία εμποδίζει τη διαμόρφωση βουλήσεως σύμφωνης με τις επιταγές και τις απαγορεύσεις του δικαίου, αλλά και στο γεγονός ότι η ανθρώπινη σκέψη αδυνατεί στο πεδίο της φιλοσοφικής ηθικής να δώσει λύση στη σύγκρουση[33].
Εν κατακλείδι, ο ιατρός τελεί σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις (αν επήλθε ο θάνατος του ασθενούς) ανθρωποκτονία με πρόθεση (με έστω ενδεχόμενο δόλο) δι’ ενεργείας (στην δεύτερη περίπτωση, υποπεριπτ. Β[34]) και δια παραλείψεως, ένεκα της ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης που είχε προς παρεμπόδιση και αποτροπή της επέλευσης του θανατηφόρου αποτελέσματος (άρθρα 15, 299 παρ. 1 ΠΚ) (στην πρώτη και δεύτερη περίπτωση, υποπεριπτ. Α) (Η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του ιατρού να αποτρέψει το αξιόποινο αποτέλεσμα του θανάτου του ασθενούς απορρέει από το νόμο και τον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας, καθώς και από την εγγυητική θέση αυτού απέναντι στην ασφάλεια της ζωής ή της υγείας του ασθενούς, που δημιουργείται κατά την εκτέλεση της ιατρικής πράξης, βλ. ενδεικτ. ΑΠ 436/2012, ΑΠ 1370/2013, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ), πλην όμως αποκλείεται ο καταλογισμός αυτής της άδικης πράξης σε ενοχή του και έτσι μένει ατιμώρητος, διότι δεν τέλεσε έγκλημα κατά την έννοια του άρθρου 14 ΠΚ.

* Ο Χρήστος Στόικος είναι Δικηγόρος Δ.Σ Έδεσσας, ΠΜΣ Ποινικού Δικαίου EUC.



[1] Βλ. Χ. Μυλωνόπουλο, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, Τόμος I, 2007, σελ. 504, Α. Χαραλαμπάκη, Σύνοψη Ποινικού Δικαίου, Γενικό Μέρος, τόμος πρώτος, Το έγκλημα, 2010, σελ. 512,  ΣυμΠλημΡοδ 123/2003, ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ.
[2] Ν. Ανδρουλάκης, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, Τόμος I, 2006, σελ. 446.
[3] Ως κατάσταση ανάγκης (σύγκρουση έννομων αγαθών) νοείται στο δίκαιό μας η απολύτως αδιέξοδη κατάσταση που ανακύπτει όταν η σωτηρία ενός κινδυνεύοντος εννόμου αγαθού είναι δυνατή μόνο μέσω της προσβολής ενός άλλου (Χ. Μυλωνόπουλος, ό.π., σελ. 476).
[4] Χ. Μυλωνόπουλος, ό.π., σελ. 506.
[5] Α. Κωστάρας, Ποινικό Δίκαιο, Έννοιες και Θεσμοί του Γενικού Μέρους, 3η Έκδοση, 2019, σελ. 380.
[6] Βλ. Α. Κωστάρα, ό.π., σελ. 380, Ι. Φαρσεδάκη/Χ. Σατλάνη, Εισαγωγή στο Γενικό Ποινικό Δίκαιο, 2013, σελ 196,  ΤρΠλημΛαρ 2951/2013, ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ.
[7] Βλ. Γ. Μαγκάκη, Η σύγκρουση καθηκόντων ως οριακή κατάσταση του ποινικού δικαίου, 1980, σελ. 46 επ., Α. Χαραλαμπάκη, ό.π., σελ. 515.
[8] Βλ. Γ. Μαγκάκη, ό.π., σελ. 46 επ., Κ. Βαθιώτη, Ποινική ευθύνη για την κατάρριψη επιβατηγού αεροσκάφους που έχει καταληφθεί από τρομοκράτες (“περίπτωση renegade”), www.militaryjustice.gr, σελ. 10 επ., τον ίδιο σε Α. Χαραλαμπάκη (επιμ.), ό.π., σελ. 331 επ.
[9] Βλ. Κ. Βαθιώτη, Ποινική ευθύνη για την κατάρριψη επιβατηγού αεροσκάφους που έχει καταληφθεί από τρομοκράτες (“περίπτωση renegade”), www.militaryjustice.gr, σελ. 8, τον ίδιο, σε Α. Χαραλαμπάκη (επιμ.), Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, τόμος πρώτος, 2014, σελ. 330-331,  Χ. Μυλωνόπουλο, ό.π., 2007, σελ. 476.
[10] Βλ. Α. Χαραλαμπάκη, ό.π., σελ. 518-519.
[11] Βλ. Α. Χαραλαμπάκη, ό.π., σελ. 513.
[12] Χ. Μυλωνόπουλος, ό.π., σελ. 506.
[13] Βλ. Κ. Βαθιώτη σε Α. Χαραλαμπάκη (επιμ.), ό.π., σελ. 329, πλαγιαρ. 82-83, Ν. Ανδρουλάκη, ό.π., σελ. 445-446.
[14] Α. Χαραλαμπάκης, Ποινικό Δίκαιο και Νομολογία, 2η έκδοση, 2019, σελ. 183.
[15] Βλ. Χ. Μυλωνόπουλο, ό.π., σελ. 508-509, Α. Χαραλαμπάκη, ό.π., σελ. 515, 518,  Ν. Ανδρουλάκη, ό.π., σελ. 450-451, Κ. Βαθιώτη σε Α. Χαραλαμπάκη (επιμ.), ό.π., σελ. 328-330, ΣυμβΠλημΑθ 3654/1992, ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ.
[16] Κ. Βαθιώτης σε Α. Χαραλαμπάκη (επιμ.), ό.π., σελ. 329 , πλαγιαρ. 95.
[17] Βλ. Κ. Βαθιώτη σε Α. Χαραλαμπάκη (επιμ.), ό.π., σελ. 329, πλαγιαρ. 94, Α. Χαραλαμπάκη, ό.π., σελ. 513.
[18] Βλ. Ι. Μανωλεδάκη, Ποινικό Δίκαιο, Επιτομή Γενικού Μέρους, άρθρα 1-49 ΠΚ, ζ΄ έκδοση (Πλήρως αναθεωρημένη με επιμέλεια των Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι/Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου), 2005, σελ. 742 επ., Ι. Φαρσεδάκη/Χ. Σατλάνη, ό.π., σελ. 196.
[19] Βλ. Α. Χαραλαμπάκη, ό.π., σελ. 518.
[20] Ν. Ανδρουλάκης, ό.π., σελ 438, Κ. Βαθιώτης σε Α. Χαραλαμπάκη (επιμ.), ό.π., σελ. 334, πλαγιαρ. 114.
[21] Α. Κωστάρας, ό.π., σελ. 382.
[22] Βλ. Χ. Μυλωνόπουλο, ό.π., σελ. 490,  Ν. Ανδρουλάκη, ό.π., σελ. 437-438.
[23] Βλ. Κ. Βαθιώτη, Ποινική ευθύνη για την κατάρριψη επιβατηγού αεροσκάφους που έχει καταληφθεί από τρομοκράτες (“περίπτωση renegade”), www.militaryjustice.gr, σελ. 11, τoν ίδιο σε Α. Χαραλαμπάκη (επιμ.), ό.π., σελ. 334-335.
[24] Ν. Ανδρουλάκης, ό.π., σελ. 437-438.
[25] Α. Χαραλαμπάκης, ό.π., σελ. 518-519.
[26] Κ. Βαθιώτης, Ποινική ευθύνη για την κατάρριψη επιβατηγού αεροσκάφους που έχει καταληφθεί από τρομοκράτες (“περίπτωση renegade”), www.militaryjustice.gr, σελ. 11.
[27] Κ. Βαθιώτης σε Α. Χαραλαμπάκη (επιμ.), ό.π., σελ 333 πλαγιαρ. 111.
[28] Βλ. Κ. Βαθιώτη σε Α. Χαραλαμπάκη (επιμ.), ό.π., σελ. 333 πλαγιαρ. 111, Γ. Μαγκάκη, ό.π., σελ. 47επ., 55επ.
[29] Βλ. Κ. Βαθιώτη σε Α. Χαραλαμπάκη (επιμ.), ό.π., σελ. 334 πλαγιαρ. 113.
[30] Βλ. Χ. Μυλωνόπουλο, ό.π., σελ 489-490, Α. Χαραλαμπάκη, ό.π., σελ. 518-519, Κ. Βαθιώτη σε Α. Χαραλαμπάκη (επιμ.), ό.π., σελ. 334 πλαγιαρ. 114-115, Ι. Φαρσεδάκη/Χ. Σατλάνη, ό.π., σελ. 197 υποσημ. 339.
[31]Α. Χαραλαμπάκης, ό.π., σελ. 518-519.
[32] Α. Κωστάρας, ό.π., σελ. 441.
[33] Ι. Φαρσεδάκης/Χ. Σατλάνης, ό.π., σελ. 197.
[34] Βλ. Ν. Ανδρουλάκη, Ποινικόν Δίκαιον, Ειδικόν Μέρος, Τεύχος Α΄, 1974, σελ. 27.

Σχόλια