Γιατί οι δικηγόροι είναι εχθρικοί στην ιδέα και πρακτική της διαμεσολάβησης (μέρος 1ο)

Γράφει η Δήμητρα Β. Μουσιώλη (Δικηγόρος - Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια)
Λίγο προκλητικός ο τίτλος και ίσως δημιουργήσει μια αυτόματη αντίδραση διάψευσής του, αλλά για μεγάλο ποσοστό του νομικού κόσμου αποτελεί μια αλήθεια έντεχνα κρυμμένη κάτω από νομικά επιχειρήματα, που υποστηρίζουν ότι είναι αν όχι ανέφικτη, τουλάχιστον δύσκολη η εφαρμογή της διαμεσολάβησης και ελάχιστα μπορεί να προσφέρει σε μια σύγκρουση. Η εχθρική αυτή στάση του νομικού κόσμου απέναντι στη διαμεσολάβηση εμφανίζεται σε όλες τις χώρες που εφαρμόζουν το θεσμό, ανεξάρτητα από το πόσο αυτές θεωρούνται προοδευτικές, καινοτόμες ή συντηρητικές. Χώρες όπως οι Η.Π.Α, η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γερμανία όπου έχουν καταγράψει  χιλιόμετρα επί χιλιομέτρων στα κοντέρ της διαμεσολάβησης και που οι πρακτικές τους αποτελούν σημεία αναφοράς στην εκπαίδευση και στη συνεχή ενημέρωση των διαμεσολαβητών παγκοσμίως, παλεύουν ακόμα με την απροθυμία των δικηγόρων (και όχι των δικαστών) να προωθήσουν στους πελάτες τους το θεσμό αυτό ως έναν εναλλακτικό τρόπο για να επιλύουν τις διαφορές τους.
Οι λόγοι που η αρνητική αυτή στάση υιοθετείται από  μεγάλο μέρος των λειτουργών της δικαιοσύνης παγκοσμίως είναι πολλοί και ξεκινούν καταρχάς από την ίδια την εικόνα που έχουν οι δικηγόροι για τον "επαγγελματικό εαυτό" τους. Από τα πανεπιστημιακά ακόμα έδρανα, ως φοιτητές Νομικής, εκείνο που διδάσκονται, είναι πως να γίνουν "problem solvers". Πως δηλαδή να επιλύουν τις διαφορές χωρίς τη βοήθεια τρίτων, με όπλο την εξειδικευμένη και απόλυτη γνώση των πολύπλοκων κανονιστικών διατάξεων που για τους πολίτες είναι δυσνόητες και απωθητικές. Ως θεματοφύλακες λοιπόν  της δικαιοσύνης και ως αναγνωρισμένοι ειδικοί επί των νόμων ένα μεγάλο ποσοστό τους θεωρεί ότι η εικόνα τους αυτή πλήττεται ή και υποβαθμίζεται από τα όσα η διαμεσολάβηση διακηρύττει: ότι δηλαδή οι πολίτες μπορούν οι ίδιοι να λύνουν τις διαφορές τους και να προσεγγίζουν τη δικαιοσύνη μέσα από ένα διαφορετικό μονοπάτι, πιο σύντομο, όχι τόσο δύσβατο και με λιγότερες οικονομικές και ψυχικές απώλειες κατά το αναγκαστικό πέρασμά του.
Για να τρέφεται όμως και να διατηρείται η ισχυρή αυτή εικόνα των δικηγόρων, χρειάζεται πρώτον το σεβασμό των πελατών τους και δεύτερον το φόβο των συναδέλφων τους. Και για να το πετύχουν αυτό  προσφεύγουν σε μια συμπεριφορά επιθετική λειτουργώντας ως "hired guns." Η σύγκρουση αντιμετωπίζεται μόνο με ακόμα μεγαλύτερη σύγκρουση και η ενσυναίσθηση μαζί με τη συνεργατική προσπάθεια επίλυσης της (στοιχεία που υπερασπίζεται η διαμεσολάβηση) μπορούν ίσως να εφαρμοστούν σε χώρους λιγότερο ανταγωνιστικούς και απαιτητικούς όχι όμως στη δικαστική αρένα όπου πρέπει να επικρατήσει μόνο ένας (το δικηγορικό "win-lose" κόντρα στο διαμεσολαβητικό "win-win.") Είναι κάτι σαν το παυσίπονο που δίνεται στον ασθενή ενώ  το λιγότερο που εκείνος χρειάζεται είναι τριπλό "by-pass."
Στην περίπτωση λοιπόν που ο δικηγόρος προτείνει αυτή τη μορφή εξωδικαστικής επίλυσης θα κινδυνέψει είτε να θεωρηθεί "μαλακός" σε σχέση με τους δυναμικούς και ετοιμοπόλεμους συναδέλφους του είτε ανασφαλής με το πόσο η υπόθεση του μπορεί να σταθεί νομικά στο δικαστήριο. Επιπλέον νιώθει ότι χάνει την εξουσία πάνω στον πελάτη του αφού ο τελευταίος έχει πια ρόλο ενεργό στη διαδικασία ενώ τα προνόμια της διαχείρισης της συζήτησης παραχωρούνται στον διαμεσολαβητή, το τρίτο αυτό πρόσωπο που όχι μόνο δεν είναι δικαστής (μια εξουσία αποδεκτή από τον δικηγόρο γιατί αναβαθμίζει και τον δικό του ρόλο) αλλά από το νόμο μπορεί και να μην έχει καμία νομική κατάρτιση!
Γεγονός που ενισχύει ακόμα περισσότερο την παραπάνω ανασφάλεια των δικηγόρων σχετικά με τους ρόλους εξουσίας είναι και το γεγονός ότι αποτελεί κοινή πρακτική των διαμεσολαβητών, να συναντιούνται ιδιωτικά με τα εκάστοτε μέρη της διαφοράς πριν από την έναρξη της διαμεσολάβησης, χωρίς την παρουσία δικηγόρου, προκειμένου να συλλέξουν πληροφορίες για την καλύτερη κατανόηση της υπόθεσης και το χτίσιμο της σχέσης εμπιστοσύνης με τους συμβαλλομένους. Επιπλέον σε αρκετές χώρες του εξωτερικού (κυρίως σε υποθέσεις οικογενειακού δικαίου) η παρουσία των δικηγόρων δεν κρίνεται απαραίτητη  καθ' όλη τη διάρκεια της συνεδρίας, αφού η δομή της διαμεσολάβησης θεωρείται απλή, χωρίς περίπλοκους κανόνες και άρα προσιτή στον απλό πολίτη.
Πέρα όμως από την ψυχολογική προσέγγιση για τη δυστροπία των νομικών να δώσουν μια ευκαιρία στον νέο αυτό θεσμό υπάρχει κι ένας άλλος λόγος πιο ιδεαλιστικός : η ειλικρινής και βαθιά τους πεποίθηση ότι η δίκη αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του δικαιϊκού μας συστήματος, τον μόνο ασφαλή τρόπο απονομής της δικαιοσύνης και οτιδήποτε τον αντικαθιστά είναι ριψοκίνδυνο για το ίδιο το σύστημα. Υποστηρίζουν μεταξύ άλλων, ότι ο τρόπος με τον οποίο είναι διαρθρωμένη η διαμεσολάβηση δεν προστατεύει το αδύναμο μέρος στην περίπτωση ανισορροπίας των δυνάμεων και δεν παρέχει τις απαραίτητες δικλείδες ασφαλείας, που μόνο το γραπτό δίκαιο και ο έμπειρος δικαστής μπορούν να εξασφαλίσουν.
Και φυσικά δεν είναι καθόλου μικρής σημασίας και η ανησυχία για το "μοίρασμα της πίτας". Σε αρκετές χώρες, μεταξύ των οποίων και η δική μας, ο αυξημένος αριθμός εισαγωγής νέων επαγγελματιών στο χώρο ( 1.200 το χρόνο σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες στην Ελλάδα), η υπέρογκη φορολογία των εισοδημάτων, η μη έγκαιρη καταβολή της αμοιβής από τους πελάτες, η έλλειψη σταθερού εισοδήματος και τα μηνιαία λειτουργικά έξοδα "γονατίζουν" όσους υπηρετούν το επάγγελμα, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν περιθώρια για ακόμα έναν "καλεσμένο" στο τραπέζι. Και ποιός θα είναι ο ρόλος τους αν οι πολίτες πάψουν να πηγαίνουν τις υποθέσεις τους στα δικαστήρια και όλοι συμβιώνουν ειρηνικά, βρίσκοντας λύσεις στο φιλικό γραφείο του διαμεσολαβητή παρέα με καφέ και μπισκότα?
Κοντά στα παραπάνω αξίζει να αναφερθεί και το οικονομικό κόστος που χρειάζεται για τη διαδικασία πιστοποίησης και διαπίστευσης των διαμεσολαβητών. Το να χρειάζεται να πληρώσει κανείς από 2.000 ευρώ (στην Ελλάδα) μέχρι και 5.000 ευρώ (σε κάποιες χώρες του εξωτερικού) προκειμένου να έχει το δικαίωμα να λάβει μέρος στις εξετάσεις διαπίστευσης θεωρείται το λιγότερο ένας ακόμα τρόπος οικονομικής τους αφαίμαξης, ενώ κάλλιστα, στην περίπτωση ειδικότερα της Ελλάδας, θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν στο πρόγραμμα των νομικών σχολών μαθήματα που να αφορούν στις διαπραγματεύσεις και στη διαχείριση συγκρούσεων και έτσι η κατάρτιση τους να γίνεται αυτόματα μέσα από το ίδιο το πανεπιστήμιο.
Όλες οι παραπάνω σκέψεις λοιπόν, σίγουρα αποτελούν τροχοπέδη στο καλωσόρισμα ενός ακόμα νομικού εργαλείου. Όμως υπάρχει και η άλλη πλευρά από την οποία θα μπορούσαμε να δούμε τα πράγματα. Και αν ίσως το τελευταίο επιχείρημα (σχετικά με την  διόλου ευκαταφρόνητη καταβολή διδάκτρων για την πιστοποίηση και διαπίστευση καθώς και την ανάγκη ένταξης σχετικών μαθημάτων στις Νομικές μας Σχολές) δεν θα μπορέσω ίσως να το ανατρέψω,  για όλα τα υπόλοιπα όμως επιφυλάσσομαι στο 2ο μέρος του άρθρου  με την προσθήκη  στον τίτλο του και ενός αρνητικού μορίου: "ΓΙΑΤΙ ΟΙ ΔΙΚΗΓΟΡΟΙ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΕΧΘΡΙΚΟΙ ΣΤΗΝ ΙΔΕΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ (μέρος 2ο)."

Σχόλια