Άκυροι και καταχρηστικοί όροι σε τραπεζικό δάνειο - Απροειδοποίητη έκδοση διαταγής πληρωμής - Δυσαναλογία παροχής και αντιπαροχής με το δάνειο (νομολογία)

Ειρ.Ναυπλίου 158/2014: Κρίθηκε ότι παραβιάζεται από την Τράπεζα η βαρύνουσα αυτήν υποχρέωση σαφήνειας και διαφάνειας του σχετικού Γενικού Όρου Συναλλαγής, ο οποίος αφορά και τις κρινόμενες Διαταγές Πληρωμής, διότι η αιτούσα είναι άνεργη και είχε δώσει δείγματα συνεπούς και συνεργάσιμου οφειλέτη έχοντας αποπληρώσει πλήρως και εμπροθέσμως έτερο δάνειο προς την καθ' ης και αν και η Νομική Υπηρεσία της Τράπεζας της υποσχέθηκε ότι πριν από την ενέργεια οποιασδήποτε δικαστικής καταδιωκτικής ενέργειας θα την ειδοποιήσει, εντούτοις προέβη στην έκδοση των επιδίκων διαταγών πληρωμής, προκαλώντας ανεπανόρθωτη σε αυτήν βλάβη εφόσον απειλείται το μοναδικό περιουσιακό της στοιχείο και δη η κύρια κατοικία της. Κατά τη σύναψη της σύμβασης αν και η καθ' ης γνώριζε την ύπαρξη και το περιεχόμενο της ΑΠ 1219/01 και άρα την ακυρότητα των ΓΟΣ που την επέβαλε, παρ΄ όλα αυτά κατά την πάγια πρακτική των Τραπεζών («ολική κατάφαση ή ολική άρνηση») της επέβαλε τους άκυρους ΓΟΣ, εκμεταλλευόμενη προς τούτο την οικονομική ανάγκη και απειρία της περί τα νομικά, με αποτέλεσμα να. συναφθούν οι - με φανερή δυσαναλογία παροχή και αντιπαροχή - επίδικες συμβάσεις και να υποστεί υπέρμετρη σε σχέση με την παροχή περιουσιακή βλάβη. Αναστολή εκτέλεσης των επίδικων διαταγών πληρωμής.
"Με την υπό κρίση αίτηση της, η αιτούσα ζητεί να ανασταλεί λόγω επαπειλούμενης ανεπανόρθωτου οικονομικής βλάβης η εκτέλεση των υπ’ αριθμ. 417/5-12-2013 και 418/5-32-2013 Διαταγών Πληρωμής του Δικαστή αυτού του Δικαστηρίου, μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της ανακοπής που έχει ασκήσει κατά της διαταγής αυτής σύμφωνα με το άρθρο 632 του ΚΠολΔ., νομότυπα και εμπρόθεσμα, διότι εκάστη αυτών:
 α) εκδόθηκε μη νομίμως στηριζομένη στην επίδικη σύμβαση στην οποία εμπεριείχοντο άκυροι Γενικοί Όροι Συναλλαγών (ΑΠ 1219/ 2001, άρθ. 2 παρ. 7 περ. ε’, ια' Ν. 2251/1994, ΠΑ/ΤΕ 2501/2002, 3587/10-7-2007, ΥΑ Ζ1 798/2008 (ΦΕΚ 1353/Β/11.7.2008) και με αριθμ. 6/2006 απόφαση Ολ.Α.Π),
 β) δεδομένης της φύσεως των ΓΟΣ, οι οποίοι είναι πάντοτε προδιατυπωμένοι, πολύ περισσότερο δε για αυτούς που προδιατυπώνουν οι τράπεζες, καθίσταται σαφές, ότι οι τράπεζες αποσκοπούν στη σύναψη της σύμβασης ως ενιαίο σύνολο, μη επιδεχόμενων επ’ αυτού καμίας διαπραγμάτευσης και συνεπώς συνάγεται με βεβαιότητα ότι η καθ’ ης δεν θα είχε επιχειρήσει τη σύναψη της σύμβασης χωρίς το άκυρο μέρος. Κατά τα ανωτέρω, η δικαιοπραξία κατά το υπόλοιπο αυτοτελές μέρος δεν είναι ισχυρή, διότι συνάγεται ότι τα μέρη δε θα επιχειρούσαν τη δικαιοπραξία χωρίς το άκυρο μέρος αλλά - ιδίως η καθ’ ης - απέβλεπε σ’ αυτή ως ενιαίο αδιάσπαστο σύνολο (άρθρ. 181 Α.Κ),
 γ) ενυπάρχει δεδικασμένο (ΑΠ 1219/2000, 1127/2005 και 819/2013) δεσμεύον την καθ’ ης ως μέλος της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών (άρθ. 76 παρ. 1. 83, 321. 322, 324, 325, 329 και 331. 699 ΚΠολΔ, ΦΕΚ Β’ 1646/14.08.2008, Λήψη απόφασης επί της υπ’ αριθμ. 294/16.1.2007 Εισήγησης της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού, ΑΠ 516/75 ΝοΒ 23/1258, και άρθ.10 παρ. 20 Ν. 3587/2007 «περί προστασίας Καταναλωτών»),
 δ) εξεδόθη κατά καταχρηστική άσκηση δικαιώματος (άρθ. 281 ΑΚ) εκ μέρους της καθ’ ης ή οποία και εγνώριζε την καταχρηστικότητα αυτή, καθιστούν μη ανεκτή την μεταγενέστερη άσκηση του σύμφωνα με τις περί Δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου,
ε) η αναγραφή επί της σύμβασης ότι η μη αμφισβήτηση της οφειλής εντός 30 ημερών από την λήψη του μηνιαίου λογαριασμού θεωρείται ως ανεπιφύλακτη αποδοχή, αποτελεί πλασματική αναγνώριση χρέους (άρθ. ΑΚ 873), που συνιστά άκυρη δικαιοπραξία ως αντίθετη προς τα χρηστά ήθη (άρθ. 178 και 179 ΑΚ).
στ) το αμφισβητούμενο ποσό τυγχάνει μη εκκαθαρισμένο, και βέβαιο διότι διαμορφώθηκε χωρίς τον αυτεπάγγελτο επανακαθορισμό της απαίτησης της καθ’ ης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 924 Κ. ΠολΔ και 39 παρ. 1 και 2 του Ν. 3259/4-8-2004 (ΦΕΚ 149 Α74-8-2004) που ορίζει ότι «..1. Η συνολική ληξιπρόθεσμη οφειλή από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων, οι οποίες συνομολογούνται ή έχουν συνομολογηθεί πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου με πιστωτικά ιδρύματα, δεν δύναται να υπερβαίνει το τριπλάσιο του κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου εκάστου δανείου ή πίστωσης ή του αθροίσματος των ληφθέντων κεφαλαίων περισσότερων δανείων ή πιστώσεων ή προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, του ποσού της οφειλής, όπως αυτή διαμορφώθηκε κατά την τελευταία εκταμίευση του λογαριασμού, με την επιφύλαξη των παραγράφων 4 και 5 του παρόντος άρθρου»,
ζ) ένεκα των ανωτέρω υποχρεούται η καθ’ ης να καταβάλλει στην αιτούσα λόγω χρηματικής ικανοποίησης ένεκα ηθικής βλάβης που της προκάλεσε από την προσβολή της προσωπικότητας της σε συνδυασμό με αδικοπρακτική ευθύνη το ποσό των 100.000.00 ευρώ, σύμφωνα με τα άρθρα 914, 919, 932 και 57, 59 Α.Κ. ο οποίος όμως ισχυρισμός τυγχάνει απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω υπερβάσεως της καθ’ ύλη αρμοδιότητος παρόντος δικαστηρίου.
 Επίσης ζητεί να υποχρεωθεί η αντίδικος της τράπεζα προσωρινά με την απόφαση του δικαστηρίου να της χορηγήσει ακριβές αντίγραφο του Αναλυτικού Λογαριασμού που τηρεί από τη χορήγηση της επίδικων πιστωτικών καρτών μέχρι σήμερα, από τον οποίο να προκύπτουν αναλυτικά το ποσό της πίστωσης που χορήγησε, οι τόκοι υπερημερίας, οι δαπάνες της εκτέλεσης και τα ποσά που πληρώθηκαν μέχρι σήμερα, όπως επίσης και  τα αντίγραφα του συνόλου των εξοφλητικών αποδείξεων που βρίσκονται στη κατοχή της, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 450 περ. 2 Κ.Πολ.Δ., σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 901, 902 και 903 Α.Κ. και σε συνδυασμό με την διάταξη του άρθρου 30 παρ. 4 περίπτωση α’ του Νόμου 2789/2000 (Φ.Ε.Κ. 21 τεύχος πρώτο), όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με τη διάταξη της παράγ. 7 του άρθρου 42 του Νόμου 2912/ 2001 (ΦΕΚ 94Α/9-5-2001)που αντικατέστησε τη παράγ. 3 του άρθρου 47 του παραπάνω Νόμου χορηγώντας νόμιμα επικυρωμένα αντίγραφα τους με δαπάνες της αιτούσης και να καταδικαστεί αυτή στη δικαστική της δαπάνη.
 Η αίτηση αρμοδίως και παραδεκτώς, προκειμένης παραδεκτής αντικειμενικής σωρεύσεως αιτήσεων (αρθρ. 217 και 218 παρ. 1 ΚΠολΔ), φέρεται (άρθ. 632 παρ. 2 ΚΠολΔ) για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ. ΚΠολΔ). Είναι επαρκώς ορισμένη και παρεπόμενα νόμιμη, καθώς στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 632 παρ. 1 και 3 του ίδιου Κώδικα όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 14 του Ν. 4055/6-3-12-ΦΕΚ 51Λ/12-3-2012).Πρέπει επομένως να εξετασθεί και ουσιαστικώς.
 Η καθ’ ης αρνείται αιτολογημένως τους προβαλλόμενους λόγους ανακοπής.
Από την εκτίμηση των προσκομιζομένων μετ’ επικλήσεως έγγραφων πιθανολογήθηκε ότι θα ευδοκιμήσει ουσιαστικά και τυπικά ένας τουλάχιστον λόγος ανακοπής και συγκεκριμένα:
 Σύμφωνα με την 5 ΠΔ/ΤΕ υπ’ αριθ. 2286/28-1-1994 που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθ. 1 του Ν. 1266/1982 σχετικώς με τα καταναλωτικά δάνεια και τα χρεωστικά υπόλοιπα λογαριασμών πιστωτικών δελτίων, τα επιτόκια καθορίζονται ελεύθερα από τα πιστωτικά ιδρύματα με την επιφύλαξη όμως των διατάξεων περί ελαχίστων ορίων επιτοκίων χορηγήσεων που τυχόν ισχύουν. Τα τραπεζικά επιτόκια είναι σήμερα κατά κανόνα ελευθέρως διαπραγματεύσιμα και το ισχύον γι’ αυτά καθεστώς δεν συνοδεύεται από τη θέσπιση ανωτάτων ορίων. Η επέμβαση του νομοθέτη περιορίζεται στη ρύθμιση των εξωτραπεζικών μόνο επιτοκίων.
Εξάλλου τα εξωτραπεζικά επιτόκια παρά τον περιορισμό τους στις εξωτραπεζικές συναλλαγές δεν παύουν να έχουν γενικότερη κοινωνικοοικονομική σημασία και να αφορούν και τις τραπεζικές συμβατικές σχέσεις. Ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος στην ελεύθερη διαμόρφωση των τραπεζικών επιτοκίων είναι η συμπίεση τους κάτω από τα όρια των εξωτραπεζικών. Έτσι, η συμφωνία για επιτόκια που υπερβαίνουν τα ανώτατα αυτά όρια δεν παύει να απαγορεύεται από το νόμο (ΑΚ 281).
Ενόψει των ανωτέρω, γενικός όρος που επιτρέπει στην τράπεζα να καθορίζει εκάστοτε συμβατικό τόκο με τον οποίο θα χρεώνεται ο λογαριασμός του πελάτη στις περιπτώσεις τμηματικών εξοφλήσεων (καταβολών σε δόσεις) είναι καταχρηστικός και συνεπώς άκυρος λόγω αντιθέσεως του στο άρθ. 2 παρ. 7 περ. ια του Ν. 2251/1994, όταν δεν καθορίζονται κριτήρια ειδικά εκ των προτέρων και εύλογα για τον καταναλωτή – πελάτη.
Ένας τέτοιος όρος εμφανίζει αοριστία, αφού επιτρέπει στην προμηθεύτρια κατά την έννοια του νόμου Τράπεζα να προσδιορίζει οποτεδήποτε συμβατικό τόκο, χωρίς να είναι εκ των προτέρων γνωστά στον καταναλωτή – πελάτη κριτήρια ειδικά και εύλογα, πράγμα που οδηγεί στη διάψευση των τυπικών και δικαιολογημένων προσδοκιών του πελάτη ως προς την εξέλιξη της συναλλακτικής σχέσεως με την τράπεζα.
Παραβιάζεται έτσι από την Τράπεζα η βαρύνουσα αυτήν υποχρέωση σαφήνειας και διαφάνειας του σχετικού Γενικού Όρου Συναλλαγής, ο οποίος αφορά και τις κρινόμενες υπ’ αριθμ. 417 και 415/5-12-2013 Διαταγές Πληρωμής, διότι η αιτούσα είναι άνεργη και είχε δώσει δείγματα συνεπούς και συνεργάσιμου οφειλέτη έχοντας αποπληρώσει πλήρως και εμπροθέσμως έτερο δάνειο προς την καθ’ ης και αν και η Νομική Υπηρεσία της Τράπεζας της υποσχέθηκε ότι πριν από την ενέργεια οποιασδήποτε δικαστικής καταδιωκτικής ενέργειας θα την ειδοποιήσει, εντούτοις προέβη στην έκδοση των επιδίκων διαταγών πληρωμής, προκαλώντας ανεπανόρθωτη σε αυτήν βλάβη εφόσον απειλείται το μοναδικό περιουσιακό της στοιχείο και δη η κύρια κατοικία της. Κατά τη σύναψη της σύμβασης αν και η καθ’ ης γνώριζε την ύπαρξη και το περιεχόμενο της ΑΠ 1219/01 και άρα την ακυρότητα των ΓΟΣ που την επέβαλε, παρ΄ όλα αυτά κατά την πάγια πρακτική των Τραπεζών («ολική κατάφαση ή ολική άρνηση») της επέβαλε τους άκυρους ΓΟΣ, εκμεταλλευόμενη προς τούτο την οικονομική ανάγκη και απειρία της περί τα νομικά, με αποτέλεσμα να. συναφθούν οι - με φανερή δυσαναλογία παροχή και αντιπαροχή - επίδικες συμβάσεις και να υποστεί υπέρμετρη σε σχέση με την παροχή περιουσιακή βλάβη.
Το γεγονός ότι αυτή απευθύνθηκε στην καθ’ ης για τη σύναψη της σύμβασης δεν επηρεάζει, αφού είναι ανεξάρτητο από το ποιος είχε την πρωτοβουλία κατάρτισης της σύμβασης.
Επομένως πληρούνται στην ένδικη περίπτωση οι προϋποθέσεις εφαρμογής των διατάξεων τον άρθρου 179 ΑΚ, ήτοι, η συνδρομή αθροιστικά των τριών στοιχείων:
α) της φανερής δυσαναλογίας μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, β) ανάγκης ή κουφότητας ή απειρίας του άλλου και γ) της εκμετάλλευσης της ανάγκης κουφότητας ή απειρίας του άλλου.
Επομένως κατά τα ανωτέρω υπό στοιχ. α’, β’ και ε’ λόγοι της ανακοπής είναι βάσιμοι καθόσον, εκτίθενται στην ανακοπή τα στοιχεία της ιδιότητας της αιτούσης ως ανακοπτούσης και ως τελικού αποδέκτη του σκοπού της κατάρτισης της σύμβασης, επί τη βάσει της οποίας εκδόθηκαν οι ανακοπτόμενες Διαταγές Πληρωμής, και με βάση τα οποία δικαιούται προστασίας κατά το νόμο για την προστασία των καταναλωτών, καθώς επίσης και επειδή αναφέρονται αφενός οι συνέπειες της ύπαρξης των εν λόγω ΓΟΣ στην εξέλιξη της επίδικης σύμβασης και στη διαμόρφωση του τελικά οφειλόμενου ποσού, αφετέρου επιπλέον το αμφισβητούμενο ποσό είναι μη εκκαθαρισμένο, αφού διαμορφώθηκε χωρίς τον αυτεπάγγελτο επανακαθορισμό της απαίτησης της καθ’ ης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 39 παρ. 1 και 2 του Ν. 3259/4-8-2004 (ΦΕΚ 149 Α 74-8-2004).
Επομένως θα πρέπει να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικώς βάσιμη η αίτηση ενώ πιθανολογήθηκε και η συμπλεκόμενη ανεπανόρθωτη βλάβη της αιτούσης αφού αυτή ευρίσκεται σε δεινή οικονομική κατάσταση. Τα δικαστικά έξοδα επιβάλλονται σε βάρος της αιτούσης (αρθρ. 176 ΚΠολΔ και αρθρ. 178 παρ. 3 του νδ 3026/54 (Κώδ. Δικηγ.) (dsa.gr)

Σχόλια