Υπερβολική διάρκεια δίκης και αναποτελεσματικό ένδικο βοήθημα ενώπιον των Ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων: Καταδίκη από το ΕΔΔΑ

Καταδίκη της Ελλάδας από το ΕΔΔΑ: Αναποτελεσματικό ένδικο βοήθημα αναφορικά με την διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον των Ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων.


Στην απόφαση του ημερ. 26.8.2025 στην υπόθεση Vervele v. Greece (προσφυγή υπ’ αριθ. 34012/20) το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, έκρινε ομόφωνα ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και παραβίαση του άρθρου 13 (δικαίωμα σε αποτελεσματική προσφυγή).

Η υπόθεση αφορούσε υπερβολικά μακροχρόνιες αστικές διαδικασίες, που είχε κινήσει η προσφεύγουσα από τις 22 Ιουνίου 2001, κατά του Ιπποκράτειου Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών, όπου είχε εργαστεί ως καθαρίστρια, για μη καταβολή μισθών. Στις 27 Φεβρουαρίου 2020, ο Άρειος Πάγος απέρριψε την αναίρεσή της και καθαρογραμμένο αντίγραφο της απόφασης ήταν διαθέσιμο στην προσφεύγουσα από τις 9 Απριλίου 2020.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε, ειδικότερα, ότι το διαθέσιμο ένδικο βοήθημα δεν ήταν αποτελεσματικό καθώς δεν επέτρεπε στα ελληνικά δικαστήρια να εξετάσουν την συνολική διάρκεια της διαδικασίας, η ερμηνεία των κριτηρίων για την εκτίμηση του «εύλογου» χαρακτήρα της διάρκειας και η επιδίκαση αποζημίωσης δεν ήταν σύμφωνες με τις αρχές που έχουν καθοριστεί από την νομολογία του Δικαστηρίου.

Διαπίστωσε, επίσης, ότι η διάρκεια της διαδικασίας στην παρούσα υπόθεση – 18 έτη, εννέα μήνες και 18 ημέρες σε τρεις βαθμούς – ακόμη και αν δεν ληφθεί υπόψη η καθυστέρηση που δεν μπορεί να αποδοθεί στις Ελληνικές αρχές, ήταν υπερβολική.

Πραγματικά περιστατικά

Η προσφεύγουσα, Νικολέττα Βερβελέ, είναι Ελληνίδα υπήκοος, γεννημένη το 1945 και κατοικεί στην Αθήνα.

Στις 22 Ιουνίου 2001 άσκησε αγωγή κατά του Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών Ιπποκράτειο, όπου εργαζόταν, ως καθαρίστρια, από το 1984. Ζήτησε το ποσό των 75.739,72 ευρώ για προσαυξήσεις μισθού και επιδόματα.

Σε πολλές περιπτώσεις – τον Απρίλιο του 2004, τον Ιούνιο του 2007, τον Μάιο του 2009 και τον Αύγουστο του 2010 – ζήτησε να οριστεί ημερομηνία για την συζήτηση της υπόθεσής της. Τελικά, ορίστηκε στις 24 Μαΐου 2012 αλλά η δίκη αναβλήθηκε καθώς το Πρωτοδικείο Αθηνών ζήτησε πληροφορίες για προγενέστερη αγωγή της.

Ορίστηκε νέα ημερομηνία συζήτησης για τις 18 Φεβρουαρίου 2015. Το Πρωτοδικείο έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή της στις 20 Απριλίου 2015, επιδικάζοντας αποζημίωση ύψους 21.250,66 ευρώ, συν τους τόκους. Ωστόσο, έκρινε ότι ορισμένες από τις αξιώσεις της είχαν παραγραφεί. Η Ν. Βερβελέ άσκησε έφεση.

Η εκδίκαση της έφεσης αρχικά καθυστέρησε, λόγω απεργίας των δικηγόρων αλλά έλαβε χώρα τελικά τον Δεκέμβριο του 2017. Το Εφετείο Αθηνών έκανε εν μέρει δεκτή την έφεσή της τον Νοέμβριο του 2018.

Η προσφεύγουσα άσκησε αναίρεση, η οποία απορρίφθηκε τον Φεβρουάριο του 2020, με το καθαρογραμμένο αντίγραφο της απόφασης να είναι διαθέσιμο από τις 9 Απριλίου 2020.

Υπό το άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) και το άρθρο 13 (δικαίωμα σε αποτελεσματική προσφυγή) της Σύμβασης, η προσφεύγουσα παραπονέθηκε ότι η αστική διαδικασία στην υπόθεσή της είχε διαρκέσει υπερβολικά και ότι το ένδικο βοήθημα για την διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων δεν ήταν αποτελεσματικό.

Απόφαση του Δικαστηρίου

Άρθρο 13

Το Δικαστήριο έκρινε ότι, δεδομένου ότι η δικαστική διαδικασία είχε διαρκέσει σχεδόν 19 χρόνια στους δύο βαθμούς και στην αναίρεση, η προσφεύγουσα είχε υποστηρίξιμη αξίωση για παραβίαση του εύλογου χρόνου, για την οποία έπρεπε να διαθέτει ένδικο μέσο στο εσωτερικό δίκαιο.

Σημείωσε ότι, σύμφωνα με την Ελληνική νομοθεσία (νόμος 4239/2014), οι αξιώσεις για δίκαιη ικανοποίηση έπρεπε να υποβάλλονται χωριστά σε κάθε βαθμό. Το Δικαστήριο είχε παρατηρήσει στο παρελθόν ότι το δικαίωμα σε αποζημίωση θα διευκολυνόταν αν οι αιτούντες είχαν την δυνατότητα να παραπονούνται για την συνολική διάρκεια της διαδικασίας και είχε κρίνει αποτελεσματικό το ένδικο βοήθημα, υπό τα άρθρα 35 § 1 και 13 της ΕΣΔΑ, λίγο μετά την εισαγωγή του (Xynos κατά Ελλάδας, υπ’ αριθ. 30226/09). Τότε, το Δικαστήριο είχε, επίσης, σημειώσει την απουσία αποφάσεων αποζημίωσης από τα εθνικά δικαστήρια αλλά είχε αποδεχθεί ότι αυτά θα χρησιμοποιούσαν τα ίδια κριτήρια για τον υπολογισμό της και είχε επιφυλαχθεί να επανεξετάσει το ζήτημα, σε μεταγενέστερο στάδιο, ανάλογα με την πρακτική που θα αναπτυσσόταν. Όταν υποβλήθηκε η παρούσα προσφυγή, το εν λόγω ένδικο βοήθημα εφαρμοζόταν, ήδη, περίπου έξι χρόνια.

Ενόψει της νομολογίας του Δικαστηρίου, όπως επιβεβαιώθηκε και από πιο πρόσφατες αποφάσεις, και των στοιχείων που υποβλήθηκαν από τα διάδικα ενώπιον του μέρη σχετικά με τις αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων, δυνάμει του νόμου 4239/2014, το Δικαστήριο θεώρησε αναγκαίο να επανεξετάσει την αποτελεσματικότητα του ενδίκου βοηθήματος.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το ένδικο βοήθημα δεν επέτρεπε στα Ελληνικά δικαστήρια να εφαρμόσουν τα κριτήρια της νομολογίας του Δικαστηρίου, ιδίως να εξετάσουν την συνολική διάρκεια της διαδικασίας και κατά πόσο αυτή ήταν υπερβολική. Αυτό επιβάρυνε υπέρμετρα τους αιτούντες και αύξανε το φόρτο στα ήδη υπερφορτωμένα δικαστήρια.

Επιπλέον, από ορισμένα παραδείγματα εθνικής νομολογίας, που υπέβαλε η αμυνόμενη Κυβέρνηση και όπου οι οικείες αιτήσεις απορρίφθηκαν, προέκυψε ότι η ερμηνεία των κριτηρίων που εφαρμόζονταν για τον προσδιορισμό της «εύλογης» διάρκειας (όπως η συμπεριφορά των αιτούντων ή των Ελληνικών αρχών, το διακύβευμα της υπόθεσης για τους αιτούντες και τα σημεία έναρξης και περάτωσης της διαδικασίας) δεν ήταν σύμφωνη την νομολογία του Δικαστηρίου.

Όσον αφορά την επιδίκαση αποζημίωσης, το Δικαστήριο σημείωσε ότι στα τέσσερα πέμπτα των αποφάσεων που επικαλέστηκε η αμυνόμενη Κυβέρνηση, τα επιδικασθέντα ποσά ήταν χαμηλότερα από αυτά που θα είχε επιδικάσει, υπό τις ίδιες συνθήκες, το Δικαστήριο. Σε όλες τις υποθέσεις που οι αιτήσεις έγιναν δεκτές, αυτές έγιναν δεκτές μερικώς και οι αιτούντες κατέβαλαν τα έξοδα ή αυτά καλύφθηκαν μόνο κατά ένα μέρος από το καθ’ ου Ελληνικό Δημόσιο. Λαμβάνοντας υπόψη, στο ελάχιστο ύψος τους, τα έξοδα και δικαστικά τέλη που έπρεπε να καταβάλουν οι ίδιοι οι αιτούντες, τα καθαρά ποσά που τελικά λάμβαναν ήταν σημαντικά χαμηλότερα από αυτά που θα λάμβαναν από το Δικαστήριο υπό τις ίδιες περιστάσεις.

Η αμυνόμενη Κυβέρνηση πρόβαλε ότι η προσφεύγουσα δεν χρησιμοποίησε τα ένδικα μέσα που της ήταν διαθέσιμα στην Ελλάδα καθώς δεν υπέβαλε αίτηση για δίκαιη ικανοποίηση. Ωστόσο, δεν απέδειξε ότι η προσφεύγουσα είχε πραγματικά στην διάθεσή της αποτελεσματικό ένδικο μέσο, αναφορικά με την διάρκεια της διαδικασίας. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο απέρριψε την σχετική ένσταση.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 13 σε συνδυασμό με το άρθρο 6 § 1.

Άρθρο 6 § 1

Η διάρκεια των 18 ετών, 9 μηνών και 18 ημερών σε δύο βαθμούς και στην αναίρεση (ακόμη μετά και την αφαίρεση ενός διαστήματος έντεκα μηνών για το οποίο δεν μπορούσε να αποδοθεί ευθύνη στις Ελληνικές αρχές) περιλάμβανε μεγάλες καθυστερήσεις και οι ευθυνόμενες Ελληνικές αρχές δεν κατέδειξαν την απαιτούμενη επιμέλεια για την πρόοδο της υπόθεσης της προσφεύγουσας. Οι δυσκολίες που αντιμετώπισαν τα πολιτικά δικαστήρια δεν μπορούσαν να θεωρηθούν προσωρινές και δεν υπήρχε τίποτα που να υποδηλώνει ότι η περίσταση ήταν ιδιάζουσα.

Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος για εκδίκαση της υπόθεσης εντός εύλογου χρόνου.

Δίκαιη ικανοποίηση (Άρθρο 41)

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ελλάδα όφειλε να καταβάλει στην προσφεύγουσα 11.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 240 ευρώ για έξοδα και δαπάνες. (πηγή echr.coe.int)

Σχόλια