Οι εξουσίες του ανακριτή στην ποινική διαδικασία, σύμφωνα με τον Γαλλικό Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

Gérasimos Exarchos, Étudiant en Droit, Sorbonne Paris XIII

Η δικαστική έρευνα (instruction judiciaire)[1] συνιστά θεμελιώδη διαδικασία εντός του ποινικού δικονομικού συστήματος της Γαλλικής Δημοκρατίας, αποσκοπώντας στη διακρίβωση της ουσιαστικής αλήθειας και στη διασφάλιση της δίκαιης δίκης (procès équitable)[2], σύμφωνα με τα επιτασσόμενα της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των συνταγματικών αρχών του bloc de constitutionnalité.[3]

Η ανακριτική διαδικασία αποτελεί το ανακριτικό στάδιο της ποινικής δίκης, κατά το οποίο ο juge dinstruction[4]επιλαμβάνεται της υπόθεσης προς συλλογή αποδεικτικού υλικού και καθορισμό της περαιτέρω ποινικής πορείας του κατηγορουμένου. Η δογματική της ανακρίσεως ισορροπεί μεταξύ της ανάγκης απονομής αποτελεσματικής ποινικής δικαιοσύνης και της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων των διαδίκων, θέτοντας φραγμούς στην ανακριτική αυθαιρεσία.

     Η παρούσα εκπόνηση επιχειρεί την δογματική και δικονομική ανάλυση της γαλλικής δικαστικής έρευνας, εξετάζοντας ενδελεχώς τις εξουσίες του ανακριτή, τις δικαιικές εγγυήσεις των διαδίκων και την υπαγωγή της ανακριτικής λειτουργίας σε δικαστικό έλεγχο, σύμφωνα με τον Code de procédure pénale (C.P.P.).

     Η δικαστική έρευνα εκκινείται βάσει του άρθρου 81 του C.P.P., κατόπιν παραγγελίας του Procureur de la République[5], ο οποίος απολαύει διακριτικής ευχέρειας ως προς την άσκηση της ποινικής δίωξης. Η εισαγγελική αρχή επιτελεί τον ρόλο του θεματοφύλακα της δημόσιας τάξης (ordre public)[6] και διασφαλίζει ότι η ποινική διαδικασία δεν εκτρέπεται σε καταχρηστική δικαστική καταδίωξη.

Προκειμένου να αποτραπεί ενδεχόμενη εισαγγελική αδράνεια, το γαλλικό δίκαιο παρέχει στον partie civile(πολιτικώς ενάγοντα)[7] τη δυνατότητα να κινήσει αυτοτελώς την ανακριτική διαδικασία, διά της υποβολής έγκλησης με παράσταση πολιτικής αγωγής. Η ρύθμιση αυτή ενισχύει την αρχή της δικαστικής ανεξαρτησίας και επιβάλλει την υποχρέωση αποτελεσματικής έρευνας των αξιοποίνων πράξεων (obligation de moyen).[8]

Ο juge dinstruction αποτελεί δικαιοδοτικό όργανο με αυτοτελείς και ανεξάρτητες ανακριτικές εξουσίες, επιφορτισμένο με τη συλλογή αποδεικτικού υλικού προς τεκμηρίωση της υπόθεσης. Εντός των αρμοδιοτήτων του συγκαταλέγονται καταρχάς ή έκδοση ενταλμάτων σύλληψης και προσαγωγής (mandats), η άρση απορρήτου των επικοινωνιών, η διενέργεια έρευνας και κατάσχεσης σε ιδιωτικούς χώρους και η προσωρινή κράτηση υπόπτων, υπό την προϋπόθεση επικύρωσης από το juge des libertés et de la détention.[9]

Η επιβολή μέτρων δικονομικού καταναγκασμού υπόκειται σε αυστηρό έλεγχο νομιμότητας, στο πλαίσιο της αρχής της αναλογικότητας. Ο ανακριτής, μολονότι διατηρεί πρωτογενή δικαιοδοσία, δύναται να αναθέσει επιμέρους ανακριτικές πράξεις σε έτερους δικαστικούς λειτουργούς μέσω commission rogatoire[10], εξασφαλίζοντας την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας.

Η ανακριτική διαδικασία οριοθετείται από τις αρχές της αμεροληψίας και της ισότητας των όπλων (égalité des armes)[11], όπως διαμορφώνονται από τη γαλλική νομολογία και τη νομολογία του ΕΔΔΑ[12]. Ο κατηγορούμενος απολαύει διασφαλίσεων που περιλαμβάνουν το δικαίωμα διορισμού συνηγόρου και πρόσβασης στη δικογραφία, το δικαίωμα κλήτευσης και εξέτασης μαρτύρων και το δικαίωμα προβολής αντιρρήσεων επί ανακριτικών πράξεων.

Η τήρηση της αρχής του contradictoire[13] επιβάλλει την ισοβαρή συμμετοχή όλων των μερών στη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων, απαγορεύοντας κάθε ανακριτική πρακτική που θίγει τα υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου.

Με την ολοκλήρωση της δικαστικής έρευνας, ο juge dinstructionενημερώνει τους διαδίκους για την επικείμενη περάτωση της διαδικασίας, παρέχοντας προθεσμία για την υποβολή τελικών παρατηρήσεων. Στη συνέχεια, δύναται να εκδώσει διάταξη παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και να αποφανθεί περί μη άσκησης ποινικής δίωξης, ελλείψει αποχρωσών ενδείξεων.

Η απόφαση του ανακριτή υπόκειται σε έλεγχο από το Chambre de linstruction[14], το οποίο εξετάζει τη νομιμότητα της κρίσης, ενισχύοντας τη δικαστική ασφάλεια και αποτρέποντας αυθαιρεσίες.

Εν κατακλείδι, η δικαστική έρευνα στη γαλλική ποινική δικονομία συνιστά μηχανισμό ισορροπίας μεταξύ της καταστολής του εγκλήματος και της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων των διαδίκων. Η θεσμική εποπτεία της ανακριτικής διαδικασίας από ανώτερα δικαστικά όργανα αποτρέπει καταχρήσεις εξουσίας, διαφυλάσσοντας τον δικαιοκρατικό χαρακτήρα της ποινικής δικαιοσύνης.

Bibliographie

Ouvrages

Jean Pradel, Procédure pénale, Dalloz, 12e édition, 2021.

Bruno Bouloc, Droit pénal général et procédure pénale, Dalloz, 27e édition, 2020.

Serge Guinchard, Jacques Buisson, Procédure pénale, LGDJ, 10e édition, 2018.

Articles

Marie Cornu, « Le juge dinstruction et la recherche de la vérité », Revue trimestrielle de droit pénal, n°4, 2019, p. 567-589.

Philippe Conte, « La procédure dinstruction en droit pénal français : évolutions et enjeux », Revue de science criminelle et de droit pénal comparé, 2020, p. 345-372.

Code de procédure pénale, articles 75 à 230 (relatifs à linstruction).

Méthodologie

Université Paris 2 Panthéon-Assas, Guide méthodologique en droit pénal, 2022.



[1] Πράξη με την οποία ένας δικαστής αναθέτει σε άλλον δικαστή ή σε αξιωματικό της δικαστικής αστυνομίας την εκτέλεση, εκ μέρους του, μιας ανακριτικής πράξης. Για παράδειγμα, να προχωρήσει σε ανάκριση, να πραγματοποιήσει έρευνα, να κάνει τηλεφωνικές υποκλοπές κ.λπ.

[2] Οι θεμελιώδεις εγγυήσεις της δίκης που παρέχονται σε κάθε διάδικο που συμμετέχει σε μια δικαστική διαδικασία.

[3] Το σύνολο των νομικών κανόνων συνταγματικής αξίας στους οποίους αναφέρεται το Συνταγματικό Συμβούλιο κατά την άσκηση του ελέγχου συνταγματικότητας.

[4] Δικαστής αρμόδιος για τη διεξαγωγή της ανακριτικής ακρόασης που προηγείται μιας ποινικής δίκης. Κατά την ακρόαση αυτή συγκεντρώνονται και παρουσιάζονται τα σημαντικότερα αποδεικτικά στοιχεία, ακούγονται μάρτυρες και λαμβάνονται καταθέσεις.

[5] Ο εισαγγελέας που είναι αρμόδιος για τις δημόσιες διώξεις που υπάγονται στη δικαιοδοσία ενός δικαστηρίου (TJ). Τον επικουρούν αναπληρωτές εισαγγελείς και αντιεισαγγελείς, επίσης δικαστές, οι οποίοι, μαζί με τον εισαγγελέα, αποτελούν την εισαγγελία ενός δικαστηρίου.

[6] Εκφράζει τις θεμελιώδεις αξίες του εσωτερικού δικαίου και απορρέει από την κρατική κυριαρχία. Τα δικαστήρια αποκλείουν την εφαρμογή αλλοδαπού δικαίου που τις αντίκειται, ακόμη κι αν αυτό προβλέπεται από τους κανόνες σύγκρουσης νόμων.

[7] Ένα άτομο που θεωρεί τον εαυτό του θύμα ενός αδικήματος και συμμετέχει στη διαδικασία ποινικής δίκης για να ζητήσει αποζημίωση για τη ζημία του.

[8] Στο πλαίσιο του ποινικού δικαίου, η υποχρέωση μέσων σημαίνει ότι οι αρμόδιες αρχές οφείλουν να διερευνούν τα αδικήματα με κάθε πρόσφορο μέσο, χωρίς όμως να φέρουν ευθύνη αν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα (π.χ. η εξιχνίαση ή η τιμωρία του δράστη) δεν επιτευχθεί, εφόσον έχουν εξαντλήσει τα διαθέσιμα μέσα και ενέργειες.

[9] Ο δικαστής των ελευθεριών και της κράτησης είναι αρμόδιος να αποφανθεί σχετικά με την προσωρινή κράτηση - ή την παράτασή της - κατόπιν αντιπαραθετικής διαδικασίας. Μπορεί επίσης να θέσει το πρόσωπο που έχει τεθεί υπό κατηγορία υπό δικαστικό έλεγχο ή κατ’ οίκον περιορισμό με ηλεκτρονική επιτήρηση.

[10] Η πράξη με την οποία ο ανακριτής αναθέτει τις ανακριτικές του αρμοδιότητες σε άλλον δικαστικό λειτουργό ή σε αξιωματικό της δικαστικής αστυνομίας, προκειμένου αυτός να προβεί, στη θέση του, σε μία ή περισσότερες πράξεις ανακριτικής έρευνας.

[11] Διασφαλίζει ότι κάθε διάδικος έχει ίσες ευκαιρίες να παρουσιάσει την υπόθεσή του, χωρίς να βρίσκεται σε μειονεκτική θέση σε σχέση με τον αντίπαλό του, εξασφαλίζοντας μια δίκαιη δίκη.

[12] Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, γνωστό και ως Δικαστήριο του Στρασβούργου, είναι ένα διεθνές δικαστήριο του Συμβουλίου της Ευρώπης που ερμηνεύει την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Το δικαστήριο εκδικάζει προσφυγές που υποστηρίζουν ότι ένα συμβαλλόμενο κράτος έχει παραβιάσει ένα ή περισσότερα από τα ανθρώπινα δικαιώματα που απαριθμούνται στη σύμβαση ή στα προαιρετικά πρωτόκολλά της, στα οποία ένα κράτος μέλος είναι συμβαλλόμενο μέρος. Το δικαστήριο εδρεύει στο Στρασβούργο της Γαλλίας.

[13] Το δικαίωμα προβολής αντιρρήσεων επί ανακριτικών πράξεων είναι έκφραση της αρχής της αντιμωλίας. Η αρχή αυτή προϋποθέτει ότι όλα τα εμπλεκόμενα μέρη —εισαγγελέας, ανακριτής, κατηγορούμενος και συνήγορος— πρέπει να έχουν ισότιμη πρόσβαση και δυνατότητα συμμετοχής στη διαδικασία συλλογής αποδείξεων.

[14] Η αίθουσα του ανακριτικού δικαστηρίου είναι ο χώρος όπου εκδικάζονται οι εφέσεις κατά των αποφάσεων του ανακριτή και του δικαστή των ελευθεριών και της κράτησης, συμπεριλαμβανομένων των αποφάσεων για προσωρινή κράτηση.

Σχόλια