Λήψη υπόψη απολογητικού υπομνήματος του κατηγορουμένου που δεν αναγνώσθηκε στο ακροατήριο: Απόλυτη ακυρότητα

AΠ 373/2020 (ποιν.) Λήψη υπόψη του απολογητικού υπομνήματος του κατηγορουμένου που δεν συμπεριλήφθηκε στον κατάλογο των αναγνωσθέντων εγγράφων. Παραβίαση της προφορικότητας της δίκης και απόλυτη ακυρότητα.

“Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 2, 358, 362 (πρώην 364) του ισχύοντος Κ.Ποιν.Δ., προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής του κατηγορουμένου, εγγράφων που δεν αναγνώσθηκαν κατά τη δημόσια και προφορική συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, παραβιάζει την αρχή της προφορικότητας και δημοσιότητας της δίκης και την άσκηση του δικαιώματος του κατηγορουμένου, από το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα, να προβαίνει σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό στοιχείο, επιφέρει δε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, κατά το άρθρο 171 παρ.1 εδ. δ' του ίδιου Κώδικα, που ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α' του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως, εκτός αν αυτά τα στοιχεία αποτελούν στοιχεία του κατηγορητηρίου ή το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος ή είναι έγγραφα διαδικαστικά ή αναφέρονται απλώς διηγηματικά στην απόφαση ή το περιεχόμενό τους προκύπτει από άλλα αποδεικτικά μέσα.

Στα πρακτικά της δημόσιας συνεδριάσεως, που συντάσσονται, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται σε ποιο αποδεικτικό θέμα αφορά το έγγραφο, ούτε να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε. Αρκεί να αναφέρονται στα πρακτικά τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητά του, σε τρόπο που μπορεί να διαγνωσθεί ότι αναγνώσθηκε όλο το περιεχόμενό του και ο κατηγορούμενος, γνωρίζοντας πλήρως τη ταυτότητά του, να έχει κάθε ευχέρεια να ασκήσει τα, από το άρθρο 358 Κ.Ποιν.Δ., πιο πάνω δικαιώματά του, δεδομένου μάλιστα ότι, εφόσον συντελείται η ανάγνωση των εγγράφων αυτών, παρέχεται η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις που είναι σχετικές με το περιεχόμενό του, αφού η δυνατότητα αυτή λογικά δεν εξαρτάται μόνο από τον τρόπο, με τον οποίο αναφέρονται στα πρακτικά τα αναγνωσθέντα έγγραφα. Τέτοια έγγραφα είναι μόνο όσα μπορούν να χρησιμεύσουν για την απόδειξη της ενοχής του κατηγορουμένου και τον καθορισμό της επιβλητέας ποινής.

Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αρ. 1780/2019 απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο και νυν αναιρεσείοντα για την αξιόποινη πράξη της φοροδιαφυγής με έκδοση εικονικών φορολογικών στοιχείων, κατ' εξακολούθηση, και, αφού αναγνώρισε τη συνδρομή στο πρόσωπό του του ελαφρυντικού της μεταγενέστερης καλής συμπεριφοράς (άρθρ. 84 παρ.2 περ.ε'Π.Κ.), καταδίκασε αυτόν σε ποινή φυλακίσεως ενός (1) έτους, την οποία ανέστειλε για τρία (3) έτη.

Από το σκεπτικό της απόφασης αυτής, προκύπτει ότι το άνω Δικαστήριο της ουσίας, για το σχηματισμό της κρίσης του περί της ενοχής του κατηγορουμένου, έλαβε, μεταξύ άλλων, υπόψη του και το από 11.12.2014 απολογητικό του υπόμνημα ενώπιον της Ανακρίτριας Α' Τμήματος Πλημμελειοδικών Βέροιας, στο οποίο κάνει εκτενή αναφορά στις σελίδες 10, 11 και 12 αυτής (προσβαλλομένης), παραθέτοντας εκτενώς και επί λέξει το περιεχόμενό του. Το έγγραφο, όμως, αυτό δεν αναφέρεται μεταξύ του καταλόγου των αναγνωσθέντων εγγράφων ούτε στην προσβαλλόμενη, ούτε στην πρωτόδικη υπ' αριθ. 1335/2017 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βέροιας, όπως προκύπτει από την παραδεκτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού λόγου, επισκόπηση των αντίστοιχων πρακτικών τους, αξιολογήθηκε δε αποδεικτικώς σε βάρος του αναιρεσείοντα με ρητή μνεία στο σκεπτικό, "... για την απόρριψη των αρνητικών της κατηγορίας ισχυρισμών του...", ενώ, όπως επίσης προκύπτει από την επιτρεπτή, για τον έλεγχο του παραδεκτού και της βασιμότητας των λόγων αναίρεσης, επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, το περιεχόμενό του δεν προκύπτει από άλλα έγγραφα που αναγνώσθηκαν ούτε από οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό μέσο, που αποτέλεσε αντικείμενο της επ'ακροατηρίου διαδικασίας.

Με την λήψη όμως υπόψη, αμέσως και ευθέως, του ανωτέρω απολογητικού υπομνήματος από το δικάσαν Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, στερήθηκε ο αναιρεσείων του, εκ του άρθρου 358 του Κ.Ποιν.Δ., δικαιώματός του να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με το περιεχόμενό του και επήλθε εξ αυτού του λόγου, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, αφενός παραβίαση της προφορικότητας της δίκης (άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Γ' Κ.Ποιν.Δ.) και αφετέρου απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας (άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ' του Κ.Ποιν.Δ.), η οποία ιδρύει τον, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κ.Ποιν.Δ., λόγο αναίρεσης.

Κατ' ακολουθίαν, ο συναφής, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' και Γ' ΚΠοινΔ, προβαλλόμενος λόγος αναίρεσης πρέπει να γίνει δεκτός, ως βάσιμος. Μετά από αυτά, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων αναίρεσης, ως αλυσιτελών, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση του αναιρεσείοντος, να αναιρεθεί η προμνησθείσα προσβαλλόμενη απόφαση και, ακολούθως, να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 Κ.Ποιν.Δ.)”. (areiospagos.gr)

Σχόλια