Αγωγή καταβολής δικηγορικής αμοιβής για σύνταξη προτάσεων σε αγωγή που αφορά ακίνητο: Ως αξία αντικειμένου νοείται η πραγματική αξία του ακινήτου κατά το κρίσιμο χρόνο (ΑΠ)

AΠ 677/2020 (Β2 πολ.): Αμοιβή Δικηγόρου για τη σύνταξη προτάσεων επί της πρώτης συζήτησης της αγωγής που αφορά ακίνητο. Ως αξία του αντικειμένου αγωγής αφορώσας ειδικότερα ακίνητο νοείται η κατά τον κρίσιμο χρόνο πραγματική αξία του ακινήτου και όχι η τυχόν αναγραφομένη στο συμβόλαιο αγοραπωλησίας μεγαλύτερη ή μικρότερη αξία αυτού ή η αντικειμενική. Ως κρίσιμος δε χρόνος για τη θεμελίωση του δικαιώματος του δικηγόρου για τη σύνταξη νομοτύπως κατατεθεισών προτάσεων επί ήδη ασκηθείσας αγωγής είναι ο χρόνος παροχής της σχετικής υπηρεσίας από το δικηγόρο, αφότου γεννάται η περί τούτου αξίωση αυτού. Το Εφετείο εσφαλμένα εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, αφού κατά τον υπολογισμό της οφειλομένης στον αναιρεσείοντα δικηγόρο αμοιβής για την από αυτόν σύνταξη προτάσεων κατά την πρώτη συζήτηση ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών της πιο πάνω αγωγής, δεν έθεσε ως βάση υπολογισμού την κατά τον Κώδικα περί Δικηγόρων πραγματική αξία του αντικειμένου της αγωγής, συνυπολογίζοντας ειδικότερα και το αναγνωριστικό αίτημα για την ακύρωση του συμβολαίου ήτοι την πραγματική αξία των ακινήτων, για τα οποία ζητήθηκε με την αγωγή η αναγνώριση της ακυρότητας της σύμβασης αγοραπωλησίας αυτών.

"Με την από ...2019 και με αριθ. κατάθ. ....2019 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η εκδοθείσα, αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας, με αριθ. .....3.2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.

Με την προσβαλλόμενη απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου έγιναν τυπικά και κατ' ουσία δεκτοί η από ....2017 και με αριθ. κατάθ. .../2017 έφεση της εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης υπό εκκαθάριση τελούσας ανώνυμης εταιρείας και οι με ίδιο δικόγραφο ασκηθέντες από ..2018 και με αριθ. κατάθ..../2018 πρόσθετοι λόγοι έφεσης αυτής και εξαφανίσθηκε η εκκαλουμένη με αριθ....2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία είχε δεχθεί στο σύνολό της, ως κατ' ουσία βάσιμη, την σε βάρος αυτής από ..2015 και με αριθ. κατάθ....2015 αγωγή του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος, δικηγόρου, και είχε επιδικάσει στον τελευταίο το χρηματικό ποσό των 157.674 ευρώ και ειδικότερα, μετά τον περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε εν μέρει αναγνωριστικό, 50.000 ευρώ καταψηφιστικά και το υπόλοιπο μέρος αναγνωριστικά, με το νόμιμο τόκο, ως δικηγορική αμοιβή αυτού για τη σύνταξη προτάσεων επί της από ....2008 προγενέστερης αγωγής της αναιρεσίβλητης κατά τρίτου (....Α.Ε.), που συζητήθηκε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά τη δικάσιμο της ...2010.

Στη συνέχεια το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αφού κράτησε την υπόθεση, δέχθηκε κατά ένα μέρος την ως άνω αγωγή του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος ως κατ' ουσία βάσιμη και επιδίκασε σε αυτόν και για την ίδια αιτία το χρηματικό ποσό των 38.425 ευρώ με το νόμιμο τόκο. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε εμπρόθεσμα και νομότυπα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ.3, 566 παρ.1 και 144 του ΚΠολΔ). Επομένως, εφόσον η αίτηση αναίρεσης είναι παραδεκτή (άρθ. 577 παρ.1 του ΚΠολΔ), πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής (άρθ. 577 παρ.3 ΚΠολΔ).

Με τη διάταξη του άρθρο 91 παρ.1 του κατά τον κρίσιμο χρόνο ισχύοντος Ν.Δ/τος 3026/1954 "περί του Κώδικος των Δικηγόρων", ορίζεται ότι ο δικηγόρος δικαιούται να λάβει από τον εντολέα του, πλην της δικαστηριακής ή άλλης δαπάνης, την οποία κατέβαλε εξ ιδίων, και αμοιβή για κάθε εργασία του δικαστική ή εξώδικη. Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 92 παρ. 1 του αυτού Κώδικα, όπως ίσχυε μετά την προσθήκη του εδ. β` αυτής με το άρθρο 5 παρ. 3 του Ν.Δ/τος 4272/1962 και την αντικατάσταση του με το άρθρο 8 του Ν. 1093/1980, πριν δε την εκ νέου αντικατάσταση αυτού με το άρθρο 5 παρ. 6 (α) του Ν. 3919/2011, ορίζεται ότι η δικηγορική αμοιβή κανονίζεται με συμφωνία του δικηγόρου και του εντολέα ή του αντιπροσώπου του, η οποία περιλαμβάνει είτε όλη τη διεξαγωγή της δίκης, είτε μέρος της, είτε μεμονωμένες πράξεις ή άλλης φύσης νομικές εργασίες, ότι σε καμιά περίπτωση δεν επιτρέπεται η αμοιβή να υπολείπεται των ελαχίστων ορίων, που καθορίζονται από τα άρθρα 98 επ. του ως άνω Κώδικα και ότι κάθε συμφωνία για λήψη μικρότερης αμοιβής από τα ανωτέρω καθοριζόμενα όρια είναι άκυρη, ανεξάρτητα από το χρόνο της σύναψής της.

Με τη διάταξη δε του άρθρου 98 παρ. 1 του εν λόγω Κώδικα, στην οποία παραπέμπει το ως άνω άρθρο 92 παρ.1 αυτού, ορίζεται ότι σε περίπτωση έλλειψης ειδικής συμφωνίας, το ελάχιστο ποσό της αμοιβής του δικηγόρου ορίζεται κατά τις διατάξεις των επομένων άρθρων, αυξανόμενο κατά την κρίση του δικαστηρίου, αναλόγως της επιστημονικής εργασίας, της αξίας και του είδους της διεκπεραιωθείσας υπόθεσης, του καταναλωθέντος χρόνου, της σπουδαιότητας της διαφοράς, των ιδιαζουσών περιστάσεων και των εν γένει δικαστικών ή εξώδικων ενεργειών.

Ειδικότερα, με τη διάταξη του άρθρου 107 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα ορίζεται ότι για τη σύνταξη προτάσεων επί της πρώτης συζήτησης της υπόθεσης, το ελάχιστο όριο της αμοιβής του δικηγόρου του ενάγοντος είναι ίσο με το ήμισυ του οριζομένου στα άρθρα 100 επ. για τη σύνταξη αγωγής, ενώ με τη διάταξη του άρθρου 100 παρ. 1 αυτού το ελάχιστο όριο της αμοιβής για τη σύνταξη κύριας αγωγής ορίζεται σε ποσοστό 2% επί της αξίας του αντικειμένου της αγωγής. Επομένως το ελάχιστο όριο της αμοιβής του δικηγόρου του ενάγοντος για τη σύνταξη προτάσεων επί της πρώτης συζήτησης της αγωγής ανέρχεται σε ποσοστό 1% επί της αξίας του αντικειμένου της αγωγής.

Εξ άλλου με τη διάταξη της παρ.2 του ως άνω άρθρου 100 ορίζεται ότι εάν το αίτημα της αγωγής δεν συνίσταται σε ορισμένη χρηματική απαίτηση (π.χ. αγωγές αναγνωριστικές, νομής, κυριότητας, δουλειών, διανομής, διάλυσης εταιρείας κλπ) το ελάχιστο όριο της αμοιβής καθορίζεται κατά τα άνω με βάση την πραγματική αξία του αντικειμένου της αγωγής.
Συνεπώς ως αξία του αντικειμένου αγωγής αφορώσας ειδικότερα ακίνητο νοείται η κατά τον κρίσιμο χρόνο πραγματική αξία του ακινήτου και όχι η τυχόν αναγραφομένη στο συμβόλαιο αγοραπωλησίας μεγαλύτερη ή μικρότερη αξία αυτού ή η αντικειμενική τοιαύτη (ΑΠ 175/2018, ΑΠ 1144/2015).

Ως κρίσιμος δε χρόνος για τη θεμελίωση του δικαιώματος του δικηγόρου για τη σύνταξη νομοτύπως κατατεθεισών προτάσεων επί ήδη ασκηθείσας αγωγής είναι ο χρόνος παροχής της σχετικής υπηρεσίας από το δικηγόρο, αφότου γεννάται η περί τούτου αξίωση αυτού.

Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 101 του ιδίου Κώδικα ορίζεται ότι εάν περισσότερες αγωγές ενωθούν στο ίδιο δικόγραφο, για καθεμία από αυτές οφείλεται ιδιαίτερη αμοιβή με βάση το ποσό ή το αίτημα, ως εάν οι αγωγές αυτές συντάσσονταν χωριστά σε ιδιαίτερα δικόγραφα. Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις συνάγεται ότι επί αντικειμενικής σώρευσης αγωγών (άρθ. 218 παρ. 1 του ΚΠολΔ), όπως συμβαίνει ειδικότερα επί αγωγής με αίτημα την αναγνώριση της ακυρότητας σύμβασης αγοραπωλησίας ακινήτων, στην οποία σωρεύεται και καταψηφιστικό αίτημα επιδίκασης περαιτέρω αποζημίωσης για δαπάνες στις οποίες προέβη ο διάδικος για τη σύνταξη του συμβολαίου του οποίου διώκεται η ακύρωση, η αμοιβή του δικηγόρου του ενάγοντος για τη σύνταξη προτάσεων θα υπολογισθεί επί της πραγματικής αξίας του αντικειμένου της αγωγής, ήτοι επί του αθροίσματος της πραγματικής αξίας των ακινήτων κατά το χρόνο σύνταξης των προτάσεων, για τα οποία διώκεται η αναγνώριση της ακυρότητας της σύμβασης μεταβίβασης αυτών και του ύψους της δαπάνης, της οποίας διώκεται η καταψήφιση ως περαιτέρω αποζημίωση (ΑΠ 140/2007).

Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ.1 εδ. α του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 130/2016, ΑΠ 1420/2013).

Στην προκειμένη περίπτωση με την ένδικη από ....11.2015 αγωγή ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων, δικηγόρος Αθηνών, επικαλέσθηκε την ανάθεση σε αυτόν από την εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη υπό εκκαθάριση τελούσα ανώνυμη εταιρεία της εντολής για τη σύνταξη προτάσεων κατά την πρώτη συζήτηση ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών στις ...12.2010 της από ....12.2008 αγωγής της αναιρεσίβλητης (τότε ενάγουσας) κατά τρίτου (....) με α) κύριο αίτημα αυτής την αναγνώριση της ακυρότητας του με αριθμό ….συμβολαίου αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Αθηνών ...., νομίμως μεταγραφέντος, με το οποίο η αναιρεσίβλητη αγόρασε τα στην αγωγή περιγραφόμενα ακίνητα, με συνολικό συμφωνηθέν τίμημα ύψους 15.674.784,76 ευρώ και, επί πλέον, την επιδίκαση σε βάρος αυτής των ποσών των (1.660.430,48), (2.089.404,03) και (339.216,03) ευρώ, ως αποζημίωση και β) επικουρικό αίτημα αυτής την αναγνώριση της ακυρότητας του ως άνω συμβολαίου κατά το ποσό των 7.360.332,50 (3.106.488,46 + 4.253.844,04) ευρώ, δηλαδή κατά το μέρος που το συμφωνηθέν τίμημα υπερέβαινε την πραγματική αξία των αγορασθέντων ακινήτων, ανερχομένη σε 8.314.452,20 (3.842.011,54 + 4.472.440,72) ευρώ. Ζήτησε δε να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει την κατά νόμο οφειλομένη σε αυτόν δικηγορική αμοιβή για τη σύνταξη των πιο πάνω προτάσεων. Την αμοιβή αυτή ο αναιρεσείων υπολόγισε με την άνω αγωγή του στο ποσό των 160.140 ευρώ (15.674.784,76 + 339.216,03 = 16.014.000,79 Χ 1%), από την οποία ζήτησε να του επιδικασθεί το ποσό των 157.674 ευρώ, μετ' αφαίρεση του ήδη καταβληθέντος ποσού ύψους 2.466 ευρώ, που έλαβε ως προείσπραξη δικηγορικής αμοιβής με την έκδοση του σχετικού γραμματίου.

Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλομένη απόφαση του δέχθηκε, μετά από εκτίμηση των προσκομισθέντων με επίκληση από τους διαδίκους αποδεικτικών στοιχείων, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του τα ακόλουθα: "Σύμφωνα με την από ...11.2007 ομόφωνη απόφαση του δ.σ. της εναγομένης [ήδη αναιρεσίβλητης] αποφασίσθηκε η ανάθεση σε δικηγορικό γραφείο της δικαστικής διεκδίκησης των απαιτήσεών της κατά παντός υπαιτίου σε σχέση με την κατάρτιση του υπ' αριθμ. ..../30.12.2003 συμβολαίου αγοραπωλησίας της συμβ/φου Αθηνών ..... Η αμοιβή ορίσθηκε βάσει των ορίων, όπως ορίζονται στα άρθρα 100 και 107 του ισχύοντος τότε Κώδικα Δικηγόρων, δηλαδή ποσοστά 2% και 1% επί της αξίας του αντικειμένου της αγωγής αντίστοιχα για την άσκηση της αγωγής και τη σύνταξη προτάσεων κατά την πρώτη συζήτηση της αγωγής. Στη συνέχεια, το δ.σ. της εναγομένης με την από 6.8.2008 απόφασή του ανέθεσε στην συνεργάτιδα του ενάγοντα [ήδη αναιρεσείοντος] Α. Ζ. την εντολή ν' ασκήσει στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών την από ....12.2008 αγωγή κατά της ".... Α.Ε." με αίτημα ν' αναγνωρισθεί ότι το προαναφερθέν συμβόλαιο ήταν άκυρο και να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει 1.660.430,48, 2.089.404,02 και 339.216,03 ευρώ, συνολικά 4.089.050,54 [ενν. ευρώ] και επικουρικά ν' αναγνωρισθεί ότι είναι άκυρο το συμβόλαιο ως προς το υπερβάλλον συμβατικό τίμημα των 7.360.332,50 ευρώ. Η αγωγή κατατέθηκε με αριθ. κατάθ. ..../2008 στις .....12.2008 στη γραμματεία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Στις .....9.2010 η εναγομένη ανέθεσε στον ενάγοντα την εντολή να παραστεί κατά τη συζήτηση της ....2010. Ο ενάγων κατέθεσε προτάσεις επί της παραπάνω αγωγής καθώς και προσθήκη και αντίκρουση, παραστάς κατά την παραπάνω συζήτηση. Επί της παραπάνω αγωγής εκδόθηκε η υπ' αριθμ. ..../2011 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία απέρριψε την αγωγή και τελεσίδικα επίσης απορρίφθηκε με την υπ' αριθμ. ..../2013 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Η αμοιβή του ενάγοντος, βάσει των άρθρων 107 παρ.1 και 100 παρ.1 του Ν.Δ. 3026/1954 ανέρχεται σε ποσοστό 1% επί του καταψηφιστικού ποσού των 4.089.050,54, δηλαδή 40.891 ευρώ, αφαιρουμένων των 2.466 ευρώ που έλαβε = 38.425 ευρώ. Το αναγνωριστικό αίτημα για ακύρωση του συμβολαίου, που αναφέρθηκε παραπάνω ήταν προϋπόθεση για τη βασιμότητα του καταψηφιστικού αιτήματος και το κύριο αίτημα της αγωγής ήταν το εν λόγω καταψηφιστικό αίτημα που αφορούσε καταβολή μέρους καταβληθέντος τιμήματος, φόρων μεταβίβασης και έξοδα σύνταξης των συμβολαίων πώλησης". Στη συνέχεια το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κατά παραδοχή της ως άνω έφεσης και των πρόσθετων λόγων έφεσης της εκκαλούσας - εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης υπό εκκαθάριση τελούσας ανώνυμης εταιρείας, εξαφάνισε την εκκαλουμένη με αριθ. .../2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και, αφού κράτησε την υπόθεση, δίκασε την αγωγή, την οποία δέχθηκε κατά ένα μέρος ως κατ' ουσία βάσιμη και υποχρέωσε την αναιρεσίβλητη να καταβάλει στον αναιρεσείοντα για την αιτία αυτή το ποσό των 38.425 ευρώ, ήτοι (1.660.430,48 + 2.089.404,02 + 339.216,03) Χ 1% μείον 2.466 ευρώ ήδη καταβληθέν, μολονότι τα δύο πρώτα ποσά δεν είχαν συνυπολογισθεί για τον υπολογισμό της αμοιβής από τον ενάγοντα και ήδη αναιρεσείοντα, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

Με την κρίση του αυτή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένως εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 91 παρ. 1, 92 παρ.1, 98, 100 παρ. 1 και 2, 101 και 107 παρ.1 του Κώδικα περί Δικηγόρων (Ν.Δ. 3026/1954) καθότι, ενώ κατά τις αναιρετικά ανέλεγκτες παραδοχές αυτής δέχθηκε ότι αίτημα της από ...12.2008 αγωγής της τότε ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης υπό εκκαθάριση τελούσας ανώνυμης εταιρείας κατά της ..... ήταν (σωρευτικά) η αναγνώριση της ακυρότητας του με αριθ. ... συμβολαίου αγοραπωλησίας ακινήτων και η επιδίκαση αποζημίωσης ύψους 1.660.430, 48 ευρώ για καταβολή μέρους του τιμήματος, 2.089.404,03 ευρώ για φόρους μεταβίβασης και 339.216,03 ευρώ για έξοδα σύνταξης του συμβολαίου πώλησης, στη συνέχεια κατά τον υπολογισμό της οφειλομένης στον αναιρεσείοντα δικηγόρο αμοιβής για την από αυτόν σύνταξη προτάσεων κατά την πρώτη συζήτηση ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών της πιο πάνω αγωγής, δεν έθεσε ως βάση υπολογισμού την κατά τον Κώδικα περί Δικηγόρων πραγματική αξία του αντικειμένου της αγωγής, συνυπολογίζοντας ειδικότερα και το αναγνωριστικό αίτημα για την ακύρωση του συμβολαίου [ήτοι την πραγματική αξία των ακινήτων, για τα οποία ζητήθηκε με την αγωγή η αναγνώριση της ακυρότητας της σύμβασης αγοραπωλησίας αυτών, που κατά την εν λόγω αγωγή ανερχόταν σε 8.314.452,20 ευρώ και όχι σε 15.674.784,76 ευρώ που κατά την αγωγή αφορά το συμβατικό τίμημα], πλέον του ποσού των 339.216, 03 ευρώ για δαπάνες σύνταξης του συμβολαίου [το οποίο μόνο περιλαμβανόταν στην αγωγή του αναιρεσείοντος κατά την αναιρεσίβλητης για την επιδίκαση της οφειλομένης σε αυτόν δικηγορικής αμοιβής], με το (εσφαλμένο) σκεπτικό ότι η αναγνώριση της ακυρότητας του συμβολαίου ήταν προϋπόθεση για τη βασιμότητα του καταψηφιστικού αιτήματος της ως άνω αγωγής, που ήταν το κύριο αίτημα της αγωγής. Το ότι όμως η αναγνώριση της ακυρότητας της σύμβασης αγοραπωλησίας ήταν προϋπόθεση της καταβολής αποζημίωσης για τις προκληθείσες δαπάνες στην εκεί ενάγουσα και ήδη εναγομένη - αναιρεσίβλητη υπό εκκαθάριση τελούσα ανώνυμη εταιρεία, δεν αίρει το γεγονός ότι κατά τις ως άνω παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης στην από ....12.2008 αγωγή υπήρχε αντικειμενική σώρευση (άρθ. 218 παρ.1 του ΚΠολΔ) αιτημάτων και συγκεκριμένα α) αναγνωριστικού αιτήματος με αντικείμενο την ακύρωση του συμβολαίου αγοραπωλησίας των εκεί αναφερομένων ακινήτων πραγματικής αξίας 8.314.452,20 ευρώ και β) καταψηφιστικού αιτήματος ποσού 339.216,03 ευρώ με αντικείμενο την καταβολή αποζημίωσης, επί των οποίων πρέπει να υπολογισθεί η αμοιβή για τη σύνταξη προτάσεων, με συνέπεια να μην μπορεί να θεωρηθεί ως κύριο αίτημα της από 23.12.2008 αγωγής μόνο το καταψηφιστικό της αίτημα. Σημειώνεται δε ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, όπως προαναφέρθηκε, κατά τον υπολογισμό της δικηγορικής αμοιβής του αναιρεσείοντος δικηγόρου στο ποσό των 38.425 ευρώ, έλαβε υπόψη του ως βάση υπολογισμού αυτής και τα ποσά της αποζημίωσης από 1.660.430, 48 ευρώ για καταβολή μέρους του τιμήματος και 2.089.404,03 για φόρους μεταβίβασης, χωρίς να υπάρχει σχετικό αίτημα στην αγωγή. Επομένως ο περί των ανωτέρω από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πρώτος λόγος αναίρεσης είναι βάσιμος, παρελκούσης της έρευνας του από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ δευτέρου και τελευταίου λόγου αναίρεσης, που άλλωστε προτείνεται επικουρικά. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω πρέπει ν' αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση, η οποία χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότηση του από άλλο δικαστή (άρθ. 580 παρ.3 του ΚΠολΔ). Τέλος πρέπει να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη υπό εκκαθάριση τελούσα ανώνυμη εταιρεία στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσείοντος, που παρέστη και κατέθεσε προτάσεις, λόγω της ήττας της (άρθ. 176, 183 του ΚΠολΔ). (areiospagos.gr)

Σχόλια

Legal Jobs

Legal Jobs
Θέσεις Εργασίας-Υποτροφίες- Μεταπτυχιακά