Τα πολιτικά πρόσωπα ενώπιος ενωπίω με την ελευθερία της έκφρασης υπό το πρίσμα του άρθρου 10 ΕΣΔΑ

της Ευλαμπίας (Μπίας) Τσολάκη, Δικηγόρου*

Ι. Η προστασία της ελευθερίας της έκφρασης

Η ελευθερία της έκφρασης δικαιολογημένα θεωρείται λυδία λίθος του δημοκρατικού πολιτεύματος διότι καλλιεργεί το εύφορο περιβάλλον για τη διασφάλιση της δυνατότητας αντιπαράθεσης της αντίθετης και μειοψηφικής γνώμης, υπό τη μορφή της διατύπωσης κριτικής και της ανάδειξης των μερικοτέρων συμφερόντων των εκάστοτε φορέων της τελευταίας, έναντι της κρατούσας και πλειοψηφικής θέσης του εξουσιαστικού συστήματος. Στο ελληνικό Σύνταγμα προστατεύεται δυνάμει του άρθρου 14 § 1 Συντ. τόσο υπό τη θετική όσο και υπό την αρνητική της εκδοχή[1]. Θετικά, ορίζεται ως το δικαίωμα «να λαμβάνεις, να διαμορφώνεις, να έχεις, να εκφράζεις και να διαδίδεις γνώμες και, ως ένα σημείο, πληροφορίες, χωρίς να υφίστασαι καμία παρεμπόδιση, παρενόχληση ή δυσμενή έννομη συνέπεια»[2] . Μάλιστα, εύστοχα εξαίρεται ότι εκτός από την ενεργητική της διάσταση, η οποία αναφέρεται στο δικαίωμα του καθενός να εκφράζεται ελεύθερα[3], εξ ίσου προστατεύεται και η παθητική της έκφανση, η οποία υποστασιοποιείται στο δικαίωμα πληροφόρησης του κοινού και ως εκ τούτου στη διασφάλιση του πλουραλισμού των πηγών πληροφόρησης[4]. Αρνητικά, σημαίνει και συνεπάγεται ότι κανένας δεν επιτρέπεται να εξαναγκαστεί να εκφράσει την άποψή του[5]. Ανεξάρτητα, όμως, από τη διασύνδεσή της παρεχόμενης δυνάμει αυτής προστασίας με το εκάστοτε υποκείμενο, δηλαδή το φορέα της, πέρα και πάνω απ’ όλα ορθά κατοχυρώνεται και ως θεσμική εγγύηση, προστατευόμενη εξ αντικειμένου, διότι επιτρέποντας την ελεύθερη και πλουραλιστική διαμόρφωση της κοινής γνώμης[6], τελικά ανάγεται σε βασικό παράγοντα πραγμάτωσης της Λαϊκής κυριαρχίας και κατ’ επέκταση της Δημοκρατικής αρχής (άρθρ.1 §§ 1 και 2 Συντ.). Φορείς του δικαιώματος της ελεύθερης έκφρασης αναγνωρίζονται χωρίς διάκριση τόσο Έλληνες όσο και αλλοδαποί ενώ αποδέκτες, δηλαδή υπόχρεοι να σεβαστούν την άσκησή της, είναι εκτός από το κράτος και οι ιδιώτες[7]. Ωστόσο, τα όρια της προστασίας της έναντι των τελευταίων δε σκιαγραφούνται με ξεκάθαρο τρόπο[8] διότι σε αντίθεση με τους φορείς της κρατικής εξουσίας οι ιδιώτες είναι φορείς εν γένει των συνταγματικών δικαιωμάτων και ελευθεριών και ως εκ τούτου πολλές φορές η ενάσκηση της ελευθερίας της έκφρασης από ένα υποκείμενο έρχεται σε αντιπαράθεση με ένα άλλο εξ ίσου συνταγματικά προστατευόμενο έννομο αγαθό άλλου υποκειμένου, οπότε στην περίπτωση αυτή τίθεται το κρίσιμο ζήτημα της αμοιβαίας οριοθέτησής τους. Με το δεδομένο ότι το ελληνικό Σύνταγμα επί της αρχής δεν προάγει a priori μία in abstracto ιεράρχιση των συνταγματικών δικαιωμάτων, με αποτέλεσμα αυτά να αντιμετωπίζονται ως τυπικά ισοδύναμα, κάθε σύγκρουσή τους επιλύεται in concreto βάσει των ad hoc κρίσιμων πραγματικών περιστατικών, σύμφωνα με τη λογική της λεγόμενης «πρακτικής εναρμόνισής τους»[9], κατά την οποία ο δικαστής οφείλει, απέχοντας από απόλυτες προσεγγίσεις τύπου «άσπρο-μαύρο», να επιδιώκει τη μέγιστη δυνατή σύμπλευσή τους.

Ενόψει της βαρύνουσας σημασίας της για τη δημοκρατική λειτουργία της έννομης τάξης, η αναγνώριση της ελευθερίας της έκφρασης δε θα μπορούσε να απουσιάζει από τον κατάλογο των προστατευομένων αγαθών που υιοθετεί η  ΕΣΔΑ, η οποία προβαίνει στη ρητή κατοχύρωσή της στο άρθρο 10. Σύμφωνα με την § 1 αυτού, ορίζεται ότι «Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα εις την ελευθερίαν εκφράσεως. Το δικαίωμα τούτο περιλαμβάνει την ελευθερίαν γνώμης ως και την ελευθερίαν λήψεως ή μεταδόσεως πληροφοριών ή ιδεών, άνευ επεμβάσεως δημοσίων αρχών και ασχέτων συνόρων. Το παρόν άρθρο δεν κωλύει τα Κράτη από του να υποβάλωσι τας επιχειρήσεις ραδιοφωνίας, κινηματογράφου ή τηλεοράσεως εις κανονισμούς εκδόσεως αδειών λειτουργίας».

Εν συνεχεία, με την § 2 αποσαφηνίζεται ότι η άσκησή της μπορεί να υπαχθεί «εις ωρισμένας διατυπώσεις, όρους, περιορισμούς ή κυρώσεις, προβλεπομένους υπό του νόμου και αποτελούντας αναγκαία μέτρα εν δημοκρατική κοινωνία δια την εθνικήν ασφάλειαν, την εδαφικήν ακεραιότηταν ή δημόσιαν ασφάλειαν, την προάσπιση της τάξεώς των, την παρεμπόδισην της κοινολογήσεως εμπιστευτικών πληροφοριών ή την διασφάλισην του κύρους και της αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας». Εκτός των παραπάνω θεμιτών ορίων, όπως στο πλαίσιο της εθνικής έννομης τάξης, και στην προκειμένη περίπτωση τίθεται το μείζον ζήτημα των επιπρόσθετων επιτρεπτών φραγμών που μπορούν να τεθούν στην ελευθερία της έκφρασης ενόψει και δυνάμει της προστασίας άλλων αναγνωριζόμενων αγαθών υπέρ της ετερότητας, όπως συνηθέστερα συμβαίνει με την προάσπιση του δικαιώματος σεβασμού στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή που κατοχυρώνεται στο άρθρο 8 ΕΣΔΑ. Μάλιστα, το όλο πρόβλημα οξύνεται όταν φορείς των μόλις δύο προαναφερθέντων εννόμων αγαθών, δηλαδή της ελευθερίας της έκφρασης από τη μία πλευρά και του σεβασμού στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή από την άλλη, είναι πολιτικά πρόσωπα ενόψει της αυξημένης ευθύνης που θέσει οφείλουν να φέρουν όχι μόνο έναντι των ψηφοφόρων τους, αλλά εν γένει έναντι της κοινωνίας, περίπτωση που θα μας απασχολήσει στη θέση αυτή.

ΙΙ. Η υπόθεση Monica Macovei v. Romania ενώπιον του ΕΔΔΑ

A. Ο υπολανθάνων προβληματισμός πίσω από την από 28 Ιουλίου 2020 απόφαση του ΕΔΔΑ

 Ένα τέτοιο περιστατικό ήχθη προς δικανική επίλυση ενώπιον του ΕΔΔΑ με την υπόθεση Monica Macovei v.Romania, η οποία απ’ ό, τι φαίνεται ταλάνισε ιδιαίτερα τη δικανική κρίση του 4ου τμήματός αφού η τελική ετυμηγορία, όπως αποτυπώθηκε στην από 28 Ιουλίου 2020 απόφασή του, στηρίχθηκε στην πλειοψηφία πέντε δικαστών έναντι δύο μειοψηφικών απόψεων (dissenting opinion) ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι ένας άλλος δικαστής απέκλινε από τις βασικές αιτιολογίες της απόφασης, συμφωνώντας πάντως τελικά ως προς το διατακτικό της (concurring opinion).

Β. Κρίσιμα πραγματικά περιστατικά

Το ιστορικό που προβλημάτισε τόσο έντονα τους δικαστές του ΕΔΔΑ έχει ως εξής: Η Monica Macovei, εν ενεργεία μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και πρώην εισαγγελικός λειτουργός και υπουργός δικαιοσύνης στη Ρουμανία, σύμφωνα με δύο δημοσιεύματα της 7ης Σεπτεμβρίου 2009, σε μία δημόσια τοποθέτησή της κατά τη διάρκεια ομιλίας καυτηρίασε τη συμπεριφορά δύο βουλευτών του εθνικού Κοινοβουλίου. Για την ακρίβεια, στο πρώτο από αυτά ανέφερε αυτολεξεί[10] «κοιτάξτε τους δικηγόρους μέσα στη Βουλή, οι δύο νεότεροι βουλευτές του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος (PSD) υπέγραψαν δύο συμβόλαια αξίας εκατομμυρίων με κρατικές εταιρίες από τις περιφέρειες της εκλογής τους, χρήματα που έλαβαν για τις νομικές τους υπηρεσίες. Αυτή είναι μία τυπική πράξη διαφθοράς δια της άσκησης πολιτικής επιρροής. Δε διαφέρει από άλλες πράξεις διαφθοράς». Αργότερα, ονόμασε ρητά τους δύο βουλευτές που προηγουμένως είχε φωτογραφήσει με τα λεγόμενά της, αναφέροντας ότι αναφερόταν στον «V.P.» και τον «D.S.», συμπληρώνοντας μάλιστα ότι αυτή η πληροφορίας κυκλοφορεί στον τύπο. Στο πλαίσιο αυτό, η Monica Macovei υποστήριξε ότι το πρώτο βήμα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση τέτοιων φαινομένων θα ήταν να εισάγει το ασυμβίβαστο της ιδιότητας του βουλευτή και του δικηγόρου ούτως ώστε «όσο κάποιος είναι μέλος του κοινοβουλίου να μην μπορεί να ασκεί τα καθήκοντα του δικηγόρου». Την παραπάνω τοποθέτησή της επανέλαβε το δημοσίευμα άλλης εφημερίδας της ίδιας ημέρας, δηλαδή της 7ης Σεπτεμβρίου 2009[11].

Γ. Έγερση αγωγής εναντίον της Monica Macovei

Στη βάση αυτού του ιστορικού υποβάθρου, (μονάχα) ο ένας εκ των δύο βουλευτών, ο «D.S.», άσκησε αγωγή αδικοπραξίας (tort law) εναντίον της Monica Macovei ενώπιον του αρμοδίου Δικαστηρίου για αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από τους προαναφερθέντες ισχυρισμούς της ενώ παράλληλα αιτήθηκε και την εν τοις πράγμασι αποκατάστασή του με τη δημοσίευση της απόφασης που θα εκδοθεί σε πέντε εφημερίδες εθνικής εμβέλειας, δύο εκ των οποίων θα έπρεπε να είναι οι εφημερίδες που φιλοξένησαν τις δυσφημιστικές γι’ αυτόν θέσεις της[12].

Δ. Απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου

Στον πρώτο βαθμό, το αρμόδιο Δικαστήριο[13] απέρριψε καθ’ ολοκληρία την αγωγή με την αιτιολογία ότι η εναγομένη σε μία δημοσία ομιλία της περιέγραψε μία πράξη, η οποία κατά την αντίληψή της συνιστούσε μία ξεκάθαρη περίπτωση διαφθοράς (a clear case of corruption) ενώ δέχτηκε ότι η συγκεκριμένη άποψή της εκφράστηκε στο πλαίσιο ενός γενικότερου πολιτικού προβληματισμού ως προς το κατά πόσο η ιδιότητα του δικηγόρου και του μέλους του Κοινοβουλίου θα έπρεπε να είναι ασυμβίβαστες ή όχι. Για την ακρίβεια, θεώρησε ότι τα σχόλιά της ήταν επιβεβλημένο να εξεταστούν στη λογική της βασικής πολιτικής θέσης που πρεσβεύει διαχρονικά ότι δηλαδή θα έπρεπε να εισαχθεί το ασυμβίβαστο ανάμεσα στην ιδιότητα του δικηγόρου και του βουλευτή[14]και ότι ακριβώς μέσα σε αυτό το πλαίσιο η έκφραση «ξεκάθαρη περίπτωση διαφθοράς» δεν ήταν ικανή να προκαλέσει έναν προσβλητικό συνειρμό σε βάρος της προσωπικότητας του ενάγοντος στο μέτρο που εναντίον του ιδίου και του ετέρου βουλευτή που περιλήφθηκε στον κρίσιμο σχολιασμό δεν εκκρεμούσε σχετική ποινική ή οιαδήποτε άλλη έρευνα[15]. Για το λόγο αυτό, το (αρμόδιο) πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε[16] ότι οι απόψεις της εναγομένης, θεώμενες μέσα στο παραπάνω περίγραμμα, θα έπρεπε να εκληφθούν ως ένας υπαινιγμός, δηλαδή μία μορφή υποδόριου λεκτικού υπονοούμενου (implied sub-textual suggestion), το οποίο δεν ήταν πρόσφορο καθαυτό να ενοχοποιήσει το πρόσωπο του ενάγοντος. Με άλλα λόγια, το υπαινικτικό της σχόλιο δεν ήταν βλαπτικό της προσωπικότητάς του τελευταίου[17]. Στην ουσία, επρόκειτο για μία ειρωνική αποστροφή του λόγου της, μία εκδοχή προσέγγισης συγκεκριμένων περιστατικών, με την οποία εξέφραζε την άποψή της[18]. Σε τελική ανάλυση, με τον παραπάνω τρόπο, σύμφωνα πάντα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, η εναγομένη προέβη στην ενάσκηση του δικαιώματός της να εκφράσει ελεύθερα τη γνώμη της[19], στην οποία μάλιστα είναι διαχρονικά συνεπής, όπως προκύπτει από την πολιτική θέση που έχει τηρήσει στο συγκεκριμένο ζήτημα σε βάθος χρόνου.  Κατά συνέπεια, με βάση το παραπάνω σκεπτικό, κρίθηκε ότι η εναγομένη δεν έπρεπε να «τιμωρηθεί» για την εξωτερίκευση των πολιτικών της πεποιθήσεων και ως εκ τούτου απορρίφθηκε η κρινόμενη αγωγή.

Ε. Απόφαση του Δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου

Εν συνεχεία, όπως ήταν αναμενόμενο, εναντίον της παραπάνω απορριπτικής απόφασης ο ενάγων «D.S.» άσκησε έφεση. Ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, η εναγομένη, προκειμένου να ενισχύσει περισσότερο τις παραδοχές της πρωτοβάθμιας δικανικής κρίσης ισχυρίστηκε[20] ότι  γενικότερα σε μία σειρά από δημόσιες ομιλίες που υλοποίησε το Σεπτέμβριο του 2009 ως μέλος της Ευρωβουλής, συμπεριλαμβανομένης της κρίσιμης για την επίδικη υπόθεση, υποστήριξε με συνέπεια τη βασική πολιτική θέση που την αντιπροσωπεύει περί του ασυμβιβάστου ανάμεσα στην ιδιότητα του δικηγόρου και του μέλους του Κοινοβουλίου. Ακριβώς, για να ενισχύσει την ορθότητα της παραπάνω τοποθέτησής της αναφέρθηκε στην περίπτωση που κρατικές εταιρίες συνέβαλαν στην αύξηση του εισοδήματος δύο δικηγόρων και την ίδια στιγμή βουλευτών του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, ως αποτέλεσμα της ανάθεσης των νομικών τους υποθέσεων σε αυτούς[21], χωρίς στην αρχή να τους προσδιορίσει συγκεκριμένα καθότι παρέλειψε την αναφορά των ονομάτων τους. Όταν όμως κατόπιν ερωτήθηκε από τους δημοσιογράφους, όντως αναφέρθηκε[22] ρητά στο «σύστημα»[23] που οι δύο βουλευτές είχαν χρησιμοποιήσει για να κερδίζουν χρήματα, κάτι άλλωστε που σημειωτέον όλο τον προηγούμενο καιρό είχε ήδη εκτεθεί στον τύπο[24]. Ειδικότερα, εξήγησε[25] ότι το «Δικηγορικό Γραφείο του “D.S.” και Συνεργατών» αποκέρδισε αξιόλογα χρηματικά ποσά από εταιρίες ενέργειας μίας συγκεκριμένης περιφέρειας, κατά τη χρονική περίοδο κατά την οποία ο «V.P.»εκλεγόταν βουλευτής σε αυτήν και συγχρόνως συνεργαζόταν επαγγελματικά μαζί με το τελευταίο, διατελώντας μάλιστα ανώτερος συνεργάτης του (senior partner)[26]. Παράλληλα, προσέθεσε[27]ότι το συγκεκριμένο «σύστημα»[28]αποκόμισης σημαντικού εισοδήματος με την εκμετάλλευση της πολιτικής επιρροής που προέρχεται από τη βουλευτική ιδιότητα για την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος αναφέρθηκε σε άρθρα του τύπου της 8ης Σεπτεμβρίου 2009[29].

Παρά τις παραπάνω αιτιάσεις, το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο με την από 3 Οκτωβρίου 2011 απόφασή του δέχτηκε την έφεση και καταδίκασε την εναγομένη στην καταβολή του ποσού των 2.300€ προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης του ενάγοντος, καθώς και στη δημοσίευση της απόφασής του σε πέντε εφημερίδες εθνικής εμβέλειας, δύο εκ των οποίων έπρεπε να είναι εκείνες που φιλοξένησαν τις κρίσιμες για την επίδικη υπόθεση δηλώσεις της. Η παραπάνω κρίση θεμελιώθηκε στο σκεπτικό ότι η δήλωση της 7ης Σεπτεμβρίου 2009 αναφερόταν σε ένα αναληθές γεγονός ότι δηλαδή ο ενάγων διέπραξε μία πράξη διαφθοράς, με το να διατηρεί παράλληλα την ιδιότητα του βουλευτή και του δικηγόρου[30]. Υπό τη δική του οπτική, τα σχόλιά της είχαν υπερβεί το (ανεκτό) όριο της αξιολογικής κρίσης και ισοδυναμούσαν με δυσφημιστική δήλωση για ένα γεγονός που αφορούσε τη δραστηριότητα του ενάγοντος[31]. Κατά την κρίση του, η προστασία του δικαιώματος της ελεύθερης έκφρασης σταματάει εκεί όπου αρχίζει η προάσπιση της ηθικής ακεραιότητας και της εν γένει προσωπικότητας των άλλων που είναι εξ ίσου συνταγματικά κατοχυρωμένη ενώ οι εθνικές αρχές οφείλουν να διασφαλίσουν ότι ανάμεσα στα δύο αυτά συνταγματικά αγαθά διασφαλίζεται μία δίκαιη ισορροπία (fair balance)[32]. Βέβαια, το Δικαστήριο δεν παρέβλεψε ότι ο θιγόμενος ήταν ένα πολιτικό πρόσωπο και η κριτική που του ασκήθηκε αφορούσε την άσκηση του λειτουργήματός του, εντούτοις η ευκολία (the ease), κατά τη δική του αντίληψη των πραγμάτων, με βάση την οποία εκστομίστηκαν τα επίμαχα σχόλια από ένα πρόσωπο που θα έπρεπε να έχει πλήρη συναίσθηση των εννόμων συνεπειών μίας τέτοιας δημόσιας τοποθέτησης χωρίς να υπάρχει πραγματικό αποδεικτικό έρεισμα, υπερέβαινε τα όρια της προστασίας του δικαιώματος ελεύθερης έκφρασης[33]. Στο πλαίσιο αυτής της συλλογιστικής, υπογράμμισε[34] ότι «η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και ακεραιότητα είναι ένα στοιχείο της ανθρώπινης προσωπικότητας και για το λόγο αυτό θα πρέπει να προστατεύεται, εάν ληφθεί υπόψη ο θεμελιώδης χαρακτήρας του συγκεκριμένου δικαιώματος. Διαφορετικά, η προστασία του θα καθίστατο πλασματική αναφορικά με πρόσωπα με έντονη κοινωνική παρουσία και δράση διότι η προάσπισή της θα ακυρωνόταν από την ενάσκηση της ελευθερίας της έκφρασης». Για το λόγο αυτό, το Δικαστήριο θεώρησε[35] ότι ο βασικός ισχυρισμός της εναγομένης περί της υπεράσπισης ενός νομοσχεδίου που θα καθιέρωνε το ασυμβίβαστο της ιδιότητας του δικηγόρου και βουλευτή για να δικαιολογήσει την κρινόμενη δημόσια τοποθέτησή της δεν μπορούσε να γίνει δεκτός διότι αφενός μεν αυτός θα έπρεπε να έχει ένα στοιχειώδες πραγματικό υπόβαθρο, καλά γνωστό στην εναγομένη, ιδιαίτερα εάν ληφθεί υπόψη τόσο ότι είναι γνωστή στο ευρύ κοινό όσο και ότι γνωρίζει  λόγω της ιδιότητάς της έννομες συνέπειες των πράξεών της, αφετέρου δε επιβάλλετο η σχετική νομοθετική της πρωτοβουλία να γίνει με σεβασμό στη διαφάνεια και τη νομιμότητα. Έτσι, με τις παραπάνω αιτιολογίες, ανατράπηκε πλήρως η πρωτόδικη απόφαση με την αποδοχή της επίμαχης αγωγής.

ΣΤ. Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου

Την παραπάνω συλλογιστική του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου επιχείρησε να ανασκευάσει η εναγομένη προσβάλλοντας την απόφασή του ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας, επεσήμανε ότι το Εφετείο θεμελίωσε την κρίση του σε σχόλια της που φιλοξενήθηκαν στον τύπο την 7η Σεπτεμβρίου 2009 ενώ εκ του αποτελέσματος φαίνεται ότι αγνόησε πλήρως τις μεταγενέστερες δηλώσεις της που δημοσιεύτηκαν την αμέσως επομένη, δηλαδή την 8η Σεπτεμβρίου 2009, με τις οποίες υποστήριξε[36] την εισαγωγή του ασυμβιβάστου ανάμεσα στην ιδιότητα του βουλευτή και του δικηγόρου διότι όταν αυτές συντρέχουν καθίσταται δυνατή η αποκόμιση εισοδήματος με την αθέμιτη εκμετάλλευση πολιτικής επιρροής. Ακριβώς, ως τυπικό παράδειγμα μίας τέτοιας αντιδεοντολογικής πρακτικής ανέφερε το «Δικηγορικό Γραφείο του “D.S.”και Συνεργατών», το οποίο κέρδισε εκατομμύρια ευρώ από κρατικές εταιρίες, οι οποίες είχαν την έδρα τους στην περιφέρεια εκλογής του «V.P.», ο οποίος εκείνη την περίοδο ήταν μέλος της Βουλής και ανώτερος συνεργάτης του προαναφερθέντος δικηγορικού γραφείου. Κατά συνέπεια, ήταν πρόδηλο ότι η παρατήρηση της αφορούσε κυρίως τον «V.P.» διότι εκείνος ήταν που ταυτόχρονα κατείχε τις ιδιότητες του δικηγόρου και του βουλευτή. Έτσι, από την παραπάνω άποψη, γινόταν σαφές ότι στο σύστημα αποκόμισης αθέμιτου εισοδήματος του «Δικηγορικού Γραφείου “D.S.”και Συνεργατών», ο κρίσιμος κρίκος ήταν ο «V.P.» ενώ ο αδύναμος κρίκος ο «D.S.» που επέλεξε σε αντίθεση με τον πρώτο να ασκήσει τη σχετική αγωγή δυσφήμισης. Επιπλέον, η εναγομένη επανέλαβε ότι την πολιτική της τοποθέτηση περί του παραπάνω ασυμβιβάστου την έχει διατυπώσει επανειλημμένως από το 2006, γεγονός που αποδεικνύει ότι η αναφορά της στους συγκεκριμένους βουλευτές δεν έγινε με σκοπό να τους θίξει προσωπικά. Αντιθέτως, το σημείο που προσπάθησε να καυτηριάσει και να αναδείξει είναι ότι ανάμεσα στο «V.P.» και το «D.S.» είχε αναπτυχθεί μία αμοιβαίως επωφελής σχέση-που την ίδια στιγμή ήταν και φίλοι-, την οποία χρησιμοποίησε για να υπογραμμίσει την ανάγκη υιοθέτησης του προτεινόμενου από αυτή νομοσχεδίου περί ασυμβιβάστου. Κατά συνέπεια, ουδέποτε υποστήριξε ότι ο «D.S.» διετέλεσε ταυτόχρονα μέλος της Βουλής και δικηγόρος[37]και παρά το γεγονός ότι επεσήμανε αυτό το γεγονός στο Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, το τελευταίο το αγνόησε[38].

Εκτός αυτού, η εναγομένη υποστήριξε ότι οι ισχυρισμοί της είχαν επαρκή πραγματική βάση διότι[39]: α)τουλάχιστον τέσσερα άρθρα δημοσιεύτηκαν στον τύπο αναφορικά με την αμοιβαίως επωφελή σχέση ανάμεσα στα δύο παραπάνω πρόσωπα πριν να προβεί η ίδια στις επίμαχες δηλώσεις, β)δύο έρευνες-οι οποίες αφορούσαν τη συμβατική σχέση του «Δικηγορικού Γραφείου “D.S.”και Συνεργάτες» με δύο κρατικές εταιρίες που έδρευαν στην έδρα εκλογής του «V.P.»-είχαν ολοκληρωθεί κάτι παραπάνω από ένα μήνα προτού να γίνουν οι δηλώσεις της και είχαν τεθεί υπόψη των ποινικών αρχών, γ) σύμφωνα με τη δήλωση εισοδήματος του «V.P.» που δόθηκε στη δημοσιότητα, ο «V.P.»είχε καταστεί ανώτερος συνεργάτης του «Δικηγορικού Γραφείου “D.S.”και Συνεργατών» το Σεπτέμβριο του 2007 ενώ από τις παραπάνω έρευνες αποκαλύφθηκε ότι έκτοτε ο αριθμός των συμβολαίων ανάθεσης που είχε συνάψει το παραπάνω δικηγορικό γραφείο είχε αυξηθεί θεαματικά ενώ τα ήδη υπάρχοντα (συμβόλαια ανάθεσης) είχαν αναβαθμιστεί οικονομικά.  Άρα, καθίστατο σαφές ότι τα σχόλια της έγιναν με καλή πίστη χωρίς πρόθεση προσωπικής απαξίωσης των δύο εμπλεκομένων ανδρών[40]. Εν τέλει, με βάση τα προαναφερθέντα δεδομένα, η προστασία της προσωπικότητας του ενάγοντος που προτάχθηκε από το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ήταν δυσανάλογη (disproportionate) και οπωσδήποτε βλαπτική (detrimental) για το δημόσιο διάλογο πάνω σε ένα θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος. Σε κάθε περίπτωση, το Εφετείο παρέλειψε να εξετάσει εάν η παρεμπόδιση του δικαιώματός της να εκφράζει την άποψή της ελεύθερα ήταν αναγκαία σε μία δημοκρατική κοινωνία[41],[42].

Εντούτοις το Ανώτατο Δικαστήριο δε συμμερίστηκε τα επιχειρήματα της εναγομένης και προχώρησε στην επικύρωση της δευτεροβάθμιας κρίσης αποδεχόμενο με την από 7 Νοεμβρίου 2013 απόφασή του ότι[43] «η παράνομη πράξη της πραγματώθηκε με τη δήλωσή της της 7ης Σεπτεμβρίου 2009, η οποία αναφερόταν σε ένα αναληθές γεγονός ότι δηλαδή ο ενάγων είχε διαπράξει μία πράξη διαφθοράς με το να διατηρεί την ίδια στιγμή την ιδιότητα του δικηγόρου και του μέλους του Κοινοβουλίου. Ως αποτέλεσμα, ο ενάγων υπέστη βλάβη αναφορικά με την επαγγελματική και πολιτική του υπόληψη και γενικότερα τη δημόσια εικόνα του. Ο αιτιώδης σύνδεσμος ανάμεσα στην παράνομη πράξη και στη ζημία που υπέστη συνίστατο στο ότι τα σχόλια της εναγομένης ήγειραν αμφιβολίες αναφορικά με την ακεραιότητα του ενάγοντος κατά την άσκηση των πολιτικών καθηκόντων του και τη φήμη που απολάμβανε στο πεδίο της ακαδημαϊκής του δραστηριότητας». Με άλλα λόγια, τα επίμαχα σχόλια, κατά την αντίληψη του Δικαστηρίου[44], υπερέβησαν τα εσκαμμένα της αποδεκτής κριτικής και ισοδυναμούσαν με δήλωση περί διάπραξης μίας πράξης διαφθοράς από τον ενάγοντα κατά τρόπο που του αποστερούσε ακόμη και την προστασία του τεκμηρίου αθωότητας. Βέβαια, έγινε δεκτό[45] ότι οι πολιτικοί θα πρέπει να ανέχονται την άσκηση ευρύτερης κριτικής στο πρόσωπό τους, αλλά την ίδια στιγμή αυτό δε θα έπρεπε να αναιρεί την προστασία της προσωπικότητάς τους. Ιδιαίτερα, τονίστηκε[46] ότι η εναγομένη ήταν πρώην υπουργός δικαιοσύνης και εισαγγελικός λειτουργός και από την άποψη αυτή εκ των πραγμάτων το επίμαχο δημόσιο σχόλιό της αναφορικά με ένα αναληθές γεγονός και ειδικότερα σε σχέση με την τέλεση πράξης διαφθοράς από τον ενάγοντα ήταν προδιαγεγραμμένο ότι θα του προκαλέσει ηθική βλάβη.  

Ζ. Απόφαση του ΕΔΔΑ

1) Οι ισχυρισμοί της αιτούσας-εναγομένης

Ύστερα από τη σύμφωνα με τα προαναφερθέντα εξάντληση των εσωτερικών ενδίκων μέσων, η εναγομένη αποτάθηκε στο ΕΔΔΑ ισχυριζόμενη στην ουσία ότι τα εθνικά δικαστήρια κακώς εκτίμησαν τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης και εσφαλμένα ερμήνευσαν τις εφαρμοστέες εν προκειμένω διατάξεις, παραλείποντας να λάβουν υπόψη τους τις διευκρινιστικές δηλώσεις, στις οποίες προέβη την 8η Σεπτεμβρίου 2009[47]. Σε αυτές, ουδόλως αναφερόταν[48] η φράση «μία ξεκάθαρη υπόθεση διαφθοράς», η οποία έθιξε κατά τους ισχυρισμούς του, τον ενάγοντα. Επιπροσθέτως, από τα παραπάνω άρθρα προέκυπτε ότι αυτή δεν ισχυρίστηκε ότι ο ενάγων, «D.S.», συνήψε συμβάσεις και αποκέρδισε σημαντικά ποσά από εταιρίες ενέργειας που έδρευαν στην περιφέρεια, την οποία αυτός αργότερα εκπροσώπησε στη Βουλή.  Αντιθέτως, αυτό που επεσήμανε[49] ήταν ότι ο ενάγων, «D.S.» αποκόμισε αυτά τα ποσά από εταιρίες ενέργειας που ήταν εγκατεστημένες στην περιοχή, την οποία αντιπροσώπευε στο Κοινοβούλιο ο «V.P.» ως βουλευτής τη στιγμή που ταυτοχρόνως ήταν και ανώτερος συνεργάτης του «Δικηγορικού Γραφείου “D.S.”και Συνεργατών». Δηλαδή, με άλλα λόγια[50], η εναγομένη και αιτούσα ουδέποτε ισχυρίστηκε ότι ο ενάγων, «D.S.» κατείχε συγχρόνως την ιδιότητα του δικηγόρου και βουλευτή, αλλά αποκλειστικά ο επαγγελματικός συνεργάτης του «V.P.». Με βάση το δεδομένο ότι είχε επαρκώς επεξηγήσει τις συγκεκριμένες παραμέτρους ενώπιον των αρμοδίων εθνικών δικαστηρίων, υπογράμμισε[51] ότι ουδέποτε είχε αναφέρει τον «D.S.» ατομικά, αλλά σε σχέση με τον «V.P.», με τον οποίο το μόνο που πράγματι δήλωσε είναι ότι διατηρούσαν μία αμοιβαίως επικερδή σχέση. Παράλληλα, παρατήρησε[52] ότι ήταν απορίας άξιον το γεγονός ότι παρέλειψε να ασκήσει αγωγή εναντίον της (και) ο «V.P.» ενώ αντίθετα κινητοποιήθηκε αποκλειστικά ο «D.S.».

Επιπλέον, η εναγομένη-αιτούσα έθεσε υπόψη του ΕΔΔΑ, inter alia[53]: α)[54] πέντε άρθρα που δημοσιεύθηκαν μεταξύ της 28ης Σεπτεμβρίου 2007 και της 6ης Μαρτίου 2009, δηλαδή σε ανύποπτο χρόνο σε σχέση με τις μεταγενέστερες επίμαχες για την κρίσιμη υπόθεση δηλώσεις της του Σεπτεμβρίου 2009. Εκτός όλων των άλλων, δύο από αυτά ανέφεραν ότι ο «V.P.»έγινε ανώτερος συνεργάτης του «Δικηγορικού Γραφείου “D.S.”και Συνεργατών» το Σεπτέμβριο του 2007. Παράλληλα, περιέγραφαν τις δοσοληψίες ανάμεσα στο «V.P», το «D.S.» και το «Δικηγορικό Γραφείο “D.S” και Συνεργατών» με διάφορες κρατικές εταιρίες ενέργειας με έδρα εντός της εκλογικής περιφέρειας που εκλέγονταν ο «V.P.», συμπεριλαμβανομένων των συμβολαίων παροχής νομικής βοήθειας προς αυτές από το προαναφερθέν δικηγορικό γραφείο που καταρτίστηκαν ανάμεσα στον Απρίλιο του 2007  και το Δεκέμβριο του 2008 για μεγάλες νομικές αμοιβές, β)[55] την από 4 Αυγούστου 2009  διεξαχθείσα έρευνα από το εσωτερικό ελεγκτικό τμήμα μίας από τις προαναφερθείσες κρατικές εταιρίες αναφορικά με δύο συμβάσεις ανάθεσης νομικών υπηρεσιών, οι οποίες υπογράφηκαν με το «Δικηγορικό Γραφείο “D.S.” και Συνεργατών». Σε αυτή, γινόταν μνεία σε μία σειρά από προβλήματα σε σχέση με τον τρόπο που οι συμβάσεις αυτές καταρτίστηκαν και εκτελέστηκαν και σημειωνόταν ότι η κρατική εταιρία είχε υποστεί σημαντικές οικονομικές απώλειες. Μάλιστα, διατυπωνόταν η σύσταση όπως το σχετικό πόρισμα γνωστοποιηθεί στις αρμόδιες αρχές για περαιτέρω διερεύνηση, γ)[56] τις δηλώσεις εισοδήματος του V.P. που γνωστοποιήθηκαν δημόσια από το Μάιο του 2007 έως το Οκτώβριο του 2009, σύμφωνα με τις οποίες προέκυπτε ότι το εισόδημα του τελευταίου από την επαγγελματική του δραστηριότητα ως δικηγόρου είχε αυξηθεί σε σημαντικό βαθμό. Επίσης, καταδείκνυαν ότι από το Σεπτέμβριο του έτους 2007 έως το έτος 2008 είχε αναβαθμιστεί σε ανώτερο συνεργάτη του «Δικηγορικού Γραφείου “D.S.”και Συνεργατών», δ)[57] ένα άρθρο δημοσιευμένο την 8η Σεπτεμβρίου 2009, σύμφωνα με το οποίο αναφερόταν ότι η εναγόμενη-αιτούσα, μεταξύ άλλων, υποστήριζε την καθιέρωση του ασυμβιβάστου της ιδιότητας του δικηγόρου και του βουλευτή, φέρνοντας ως παράδειγμα την περίπτωση του «V.P.», ο οποίος ενώ διατηρούσε την ιδιότητα του μέλους του εθνικού Κοινοβουλίου δραστηριοποιούνταν δικηγορικά ως ανώτερος συνεργάτης του «Δικηγορικού Γραφείου “D.S.”και Συνεργατών», η οποία την ίδια στιγμή κέρδιζε εκατομμύρια ευρώ από κρατικές εταιρίες της περιφέρειας της εκλογής του και ε)[58] ένα άρθρο που δημοσιεύθηκε την 20η Ιουνίου 2018 σε ειδησεογραφική ιστοσελίδα, σύμφωνα με την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο καταδίκασε τον «D.S.», δηλαδή τον ενάγοντα της κρινόμενης υπόθεσης, για «πώληση επιρροής» σε τρία έτη φυλάκισης για το λόγο ότι από τον Οκτώβριο του 2011 έως τον Ιούλιο του 2014 ζήτησε και έλαβε 100.000€ από ιδιώτη προκειμένου να διευκολύνει την κατάρτιση συμβάσεων παροχής νομικής βοήθειας μεταξύ μίας δικηγορικής εταιρίας και μίας μεγάλης ενεργειακής εταιρίας στη χώρα[59]. 

2)Οι ισχυρισμοί της Ρουμανίας ως καθ’ ού η αίτηση

Από την πλευρά της, η Ρουμανία ισχυρίστηκε[60] ότι η αιτούσα δεν είναι δημοσιογράφος και ότι με βάση τη συνολική συμπεριφορά της ύστερα από τις κρίσιμες δηλώσεις ότι δηλαδή δεν τις ανασκεύασε καθ’ οιονδήποτε τρόπο προέκυπτε αναντίρρητα ότι παρείχε τη συναίνεσή της για τη δημοσιοποίησή τους. Κατά την οπτική του ρουμανικού κράτους[61], οι αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων που δέχτηκαν την αγωγή εναντίον της αιτούσας εξισωνόταν πράγματι με επέμβαση στην ελευθερία της έκφρασής της, εντούτοις αυτή επιβαλλόταν για την προστασία της προσωπικότητας του ενάγοντος. Δηλαδή, κατά τους ισχυρισμούς της Ρουμανίας[62], οι αρμόδιες εθνικές αρχές δεν υπερέβησαν το εύλογο περιθώριο εκτίμησης που διέθεταν διότι οι επίμαχες δηλώσεις της αιτούσας ξεπέρασαν το όριο της ανεκτής κριτικής που μπορεί να ασκείται σε πρόσωπα που κατέχουν δημόσια αξιώματα. Αν και η πολιτική συζήτηση χαρακτηρίζεται από μία τραχύτητα, η ελευθερία της έκφρασης θα πρέπει να έχει ορισμένα όρια, τα οποία δε γίνονται σεβαστά όταν διατυπώνονται περιττές δυσφημιστικές διαδόσεις, όπως στην προκειμένη περίπτωση, κατά την οποία η αιτούσα προχώρησε πέρα από τις απλές εικασίες και την ειρωνεία, κατηγορώντας ξεκάθαρα τον «D.S.» για διαφθορά με τη φωτογράφησή του ως νέου μέλους της Βουλής που κέρδισε μία περιουσία δια της κατάρτισης συμβάσεων με κρατικές εταιρίες[63]. Μάλιστα, βασίστηκε σε προηγούμενα δημοσιεύματα, των οποίων όμως η αλήθεια δεν είχε εξακριβωθεί προηγουμένως δικαστικά έτσι ώστε όφειλε να μην υιοθετήσει τα λεγόμενά τους, επαφιέμενη στην καλή πίστη των δημοσιογράφων που τα προσυπέγραψαν και στην υπόθεση ότι οι τελευταίοι δε θα γνωστοποιούσαν κάτι που δεν ίσχυε[64]. Εν τοιαύτη περιπτώσει, τα αρμόδια εθνικά δικαστήρια εξέτασαν[65] το αποδεικτικό υλικό και κατέληξαν ότι οι πράξεις που αποδιδόταν στον «D.S.» ήταν αναληθείς έτσι ώστε εν ελλείψει ενός στέρεου πραγματικού υποβάθρου οι κατηγορίες της αιτούσας ξεπερνούσαν τα θεμιτά όρια της ελευθερίας της έκφρασης σε ένα θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος, εάν ληφθεί μάλιστα υπόψη ότι εκστομίστηκαν από ένα γνωστό και αξιοσέβαστο στον κύκλο της δράσης του πρόσωπο. Εν τέλει, υπό το πρίσμα όλων των παραπάνω δεδομένων, η Ρουμανία υποστήριξε[66] ότι το ποσό που επιδικάστηκε ως αποζημίωση για ηθική βλάβη δεν ήταν ούτε ασήμαντο ούτε όμως και υπερβολικό, αλλά εξέφραζε την προσήκουσα ισορροπία συμφερόντων των αντίδικων πλευρών βάσει των ad hoc συνθηκών της εξεταζόμενης περίπτωσης.

3) Οι παραδοχές της πλειοψηφίας της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ

Πρώτα-πρώτα, το ΕΔΔΑ έθεσε ως βάση του σκεπτικού του την παραδοχή[67] ότι «η ελευθερία της έκφρασης συνιστά ένα από τα ουσιαστικά θεμέλια μίας δημοκρατικής κοινωνίας και μία βασική προϋπόθεση τόσο για τη συλλογική πρόοδο όσο και την ατομική αυτοπραγμάτωση. Με την εξαίρεση της § 2 του άρθρου 10, καλύπτει όχι μόνο τη διάδοση των “πληροφοριών” και των “ιδεών” που είναι ευνοϊκές ή θεωρούνται μη προσβλητικές ή εν πάση περιπτώσει είναι αδιάφορες, αλλά επίσης και εκείνες που προσβάλλουν, σοκάρουν ή ενοχλούν. Αυτό αποτελεί το βασικό διακύβευμα για τον πλουραλισμό, την ανοχή και την επίδειξη μίας ευρύτητας πνεύματος, στοιχεία χωρίς τα οποία δεν μπορεί να υπάρξει δημοκρατική κοινωνία. Όπως ορίζεται στο άρθρο 10, η ελευθερία αυτή υπόκειται σε εξαιρέσεις, οι οποίες όμως θα πρέπει να ερμηνεύονται στενά ενώ η ανάγκη για περιορισμούς θα πρέπει να στοιχειοθετείται πειστικά». Περαιτέρω, η εξέταση του κατά πόσο ένας περιορισμός είναι «απαραίτητος σε μία δημοκρατική κοινωνία»[68] προαπαιτεί να προσδιοριστεί κατά πόσο με αυτόν υπηρετείται μία «ζωτική κοινωνική ανάγκη»[69] (pressing social need). Τα συμβαλλόμενα μέρη στην ΕΣΔΑ απολαύουν ένα περιθώριο εκτίμησης σχετικά με το κατά πόσο συντρέχει μία τέτοια ανάγκη, αλλά αυτή η ευχέρεια συμπορεύεται από τον έλεγχο της τήρησης των ευρωπαϊκών νομικών προδιαγραφών και των αποφάσεων που τις εφαρμόζουν με συνέπεια το ΕΔΔΑ να αποτελεί τον τελικό κριτή ως προς το εάν ένας περιορισμός είναι συμβατός με την ελευθερία της έκφρασης, έτσι όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 10[70]. Στο πλαίσιο αυτό, το ΕΔΔΑ κατά την άσκηση της ελεγκτικής του αρμοδιότητας δε θα πρέπει να αντικαθιστά τα αρμόδια εθνικά δικαστήρια, αλλά να ελέγχει υπό το πρίσμα του άρθρου 10 εάν οι αποφάσεις που υιοθετήθηκαν από αυτά ενέπιπταν στο πεδίο της επιτρεπτής δικανικής ευχέρειας που διέθεταν[71]. Ιδιαίτερα, θα πρέπει να αποσαφηνίζεται κατά πόσο οι λόγοι που έγινε δεκτό από τα εθνικά δικαστήρια ότι δικαιολογούν έναν περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης ήταν σχετικοί (relevant) και επαρκείς (sufficient) και εάν το ληφθέν μέτρο ήταν ανάλογο (proportionate) με τον επιδιωχθέντα νόμιμο σκοπό (legitimate aim pursued)[72]. Για το λόγο αυτό, το ΕΔΔΑ θα πρέπει να διαπιστώσει[73] εάν ο εθνικός δικαιοδοτικός μηχανισμός εφάρμοσε κριτήρια που εναρμονίζονται με το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ και εν συνεχεία εάν αξιολόγησε τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά με έναν αποδεκτό τρόπο. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το ΕΔΔΑ υιοθετεί[74] μία βασική διάκριση ανάμεσα σε πραγματικά περιστατικά και αξιολογικές κρίσεις έτσι ώστε ενώ οι πρώτες αποδεικνύονται ως αληθείς ή μη οι δεύτερες απλώς εμπίπτουν στο πεδίο εκτίμησης των εθνικών δικαστηρίων. Ωστόσο, στην τελευταία περίπτωση η κρίση τους θα πρέπει να βρίσκει έρεισμα σε ένα επαρκές πραγματικό υπόβαθρο, διαφορετικά αυτή θα είναι αβάσιμη[75]. Το ΕΔΔΑ ελέγχοντας την ορθότητα μίας αξιολογικής κρίσης θα πρέπει[76] να εξετάζει το σύνολο των κρίσιμων περιστάσεων, έχοντας πάντα κατά νου ότι ισχυρισμοί που αφορούν θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος μπορεί να ενσωματώνουν αξιολογικές κρίσεις και όχι πραγματολογικές δηλώσεις. Ως εκ τούτου ένα πρόσωπο που συμμετέχει σε μία δημόσια συζήτηση πάνω σε ένα σημαντικό ζήτημα δε χρειάζεται να ικανοποιεί τίποτα παραπάνω από τη λεγόμενη «δέουσα επιμέλεια» (due diligence)με το δεδομένο ότι η απαίτηση πλήρους απόδειξης υπό την έννοια του σχηματισμού ακλόνητης πεποίθησης θα ισοδυναμούσε με την αφαίρεση του δικαιώματος ελεύθερης έκφρασης που κατοχυρώνεται στο άρθρο 10 ΕΣΔΑ.

Περαιτέρω, όταν το ΕΔΔΑ καλείται να αποφανθεί εάν ο περιορισμός της ελευθερίας της έκφρασης σε μία δημοκρατική κοινωνία συγχωρείται για λόγους προστασίας ενός άλλου εννόμου αγαθού εξ ίσου προστατευόμενου από την ΕΣΔΑ και κυρίως του σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής που κατοχυρώνεται στο άρθρο 8 ΕΣΔΑ θα πρέπει[77] να διαπιστώνει κατά πόσο τα παραπάνω συγκρουόμενα δικαιώματα εξισορροπήθηκαν με δίκαιο τρόπο ενόψει των ad hoc πραγματικών περιστατικών. Στο πλαίσιο αυτό, επιβάλλεται να εκτιμώνται τα ακόλουθα στοιχεία[78]: α) εάν το επίμαχο θέμα εκφράζει μία συζήτηση γενικού ενδιαφέροντος, β) πόσο γνωστό είναι το πρόσωπο που εκφράζει τις απόψεις του, ποια είναι η πρότερη συμπεριφορά του και ποιο είναι το ειδικότερο αντικείμενο της αναφοράς, γ)ποια είναι η πηγή της πληροφορίας και σε ποιο βαθμό αληθεύει, δ) ποιο είναι το περιεχόμενο, ποια η διατύπωση και ποιες οι συνέπειες του διατυπωθέντος ισχυρισμού και τέλος ε) ποια η σοβαρότητα των επιβληθέντων κυρώσεων. Πάντως, ειδικά όσον αφορά την προστασία των δικαιωμάτων των πολιτικών προσώπων, το ΕΔΔΑ θεωρεί[79] ότι ενώ η ελευθερία της έκφρασης είναι σημαντική για τον καθένα, αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο γι’ αυτά διότι εκπροσωπούν το εκλογικό σώμα και προασπίζονται τα συμφέροντά του με συνέπεια να πρέπει να υπόκεινται σε περιορισμένο έλεγχο. Όσον αφορά πάλι το βίο τους, τα όρια της άσκησης κριτικής είναι ευρύτερα διότι οι πολιτικοί είναι εκτεθειμένοι στη δημόσια σφαίρα και ως εκ τούτου οφείλουν να επιδεικνύουν μεγαλύτερη ανοχή[80]. Πάντως, σε κάθε περίπτωση το πρόσωπο που προβαίνει στην ενάσκηση του δικαιώματος ελεύθερης έκφρασης θα πρέπει να διατελεί σε καλή πίστη ως προς την ακρίβεια και την αξιοπιστία της πληροφορίας[81]. Σε κάθε περίπτωση δε, όταν τα εθνικά δικαστήρια έχουν καθορίσει το σημείο ισορροπίας του δικαιώματος ελεύθερης έκφρασης και σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής θα πρέπει να συντρέχουν σοβαροί λόγοι προκειμένου το ΕΔΔΑ να αντικαταστήσει την κρίση τους[82].

Στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με το ΕΔΔΑ[83], τα σχόλια της αιτούσας-εναγομένης ήταν ικανά όχι μόνο να αμαυρώσουν τη φήμη του «D.S.», αλλά επιπλέον να υποδαυλίσουν μία σοβαρή προκατάληψη εις βάρος του στο κοινωνικό και επαγγελματικό του περιβάλλον και ως εκ τούτου ήταν επαρκώς σοβαρά για να υπονομεύσουν το δικαίωμα για σεβασμό του ιδιωτικού και οικογενειακού του βίου. Υπό την έννοια αυτή, το ΕΔΔΑ διαπιστώνει[84] ότι θα πρέπει να εξεταστεί κατά πόσο αυτή η προσβολή μπορούσε ή όχι να δικαιολογηθεί με βάση την ενάσκηση του δικαιώματος για ελεύθερη έκφραση ή με άλλα λόγια κατά πόσο τα αρμόδια ρουμανικά δικαστήρια πέτυχαν να εξισορροπήσουν με δίκαιο τρόπο τα δύο αντιμαχόμενα προστατευόμενα από την ΕΣΔΑ έννομα αγαθά. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, παρατηρεί[85]ότι τα εθνικά δικαστήρια ορθά επεσήμαναν ότι οι επίμαχες δηλώσεις αφορούσαν την πολιτική δραστηριότητα του θιγομένου και άρα από την άποψη αυτή παρουσίαζαν δικαιολογημένο ενδιαφέρον για το κοινό, γεγονός που αυτόματα σημαίνει ότι το περιθώριο για τον περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης ήταν ιδιαίτερα στενό[86]. Με βάση τη χρησιμοποιούμενη από την αιτούσα-εναγομένη φρασεολογία, τις μεταγενέστερες διασαφήσεις που αυτή παρέσχε και τη διάσταση των απόψεων που παρατηρήθηκε ανάμεσα στα εθνικά δικαστήρια, το ΕΔΔΑ εξέλαβε[87] ότι οι επίμαχες δηλώσεις περιείχαν ένα μείγμα πραγματολογικών θέσεων και αξιολογικών κρίσεων με απώτερο σκοπό να αναδείξουν τη συμπεριφορά των δύο θιγόμενων πολιτικών προσώπων ως μία κλασική πράξη διαφθοράς του δημοσίου βίου μέσω της άσκησης πολιτικής επιρροής, τοποθετώντας την μέσα στο ευρύτερο κάδρο της σύγκρουσης συμφερόντων (conflict of interests). Προς τούτο, συνηγορεί[88] και το γεγονός ότι η αιτούσα-εναγομένη ήταν γενικά γνωστό ότι υποστήριζε την ιδέα της καθιέρωσης του ασυμβιβάστου ανάμεσα στην ιδιότητα του δικηγόρου και του βουλευτή.

Έτσι, ενόψει αυτών των παραμέτρων, το μείζον ζήτημα εν προκειμένω είναι κατά πόσο συνέτρεχε ένα επαρκώς ακριβές και αξιόπιστο πραγματικό υπόβαθρο ανάλογο με τη φύση και το βαθμό των κατηγοριών που εξαπολύθηκαν[89]. Απαντώντας στο ερώτημα αυτό, το ΕΔΔΑ  αναγνωρίζει[90] εξ αρχής ότι θα μπορούσε κάλλιστα να θεωρηθεί ότι τα επίμαχα σχόλια δεν απηχούσαν την πραγματική κατάσταση των πραγμάτων διότι από κανένα στοιχείο που επικαλέστηκε και προσκόμισε η αιτούσα-εναγομένη δεν αποδείχθηκε η αλήθεια του ισχυρισμού της ότι δηλαδή ο «D.S.» ή/και το δικηγορικό γραφείο που ίδρυσε υπέγραψε συμβόλαια με κρατικές εταιρίες που έδρευαν στην εκλογική περιφέρειά του όταν ο ίδιος ήταν δικηγόρος και ταυτοχρόνως βουλευτής. Εντούτοις, το Δικαστήριο υπογραμμίζει[91] ότι οι κατηγορίες που διετυπώθηκαν ήταν συλλογικής φύσης (collective nature), υπό την έννοια ότι σχετιζόταν και συνδεόταν με μία κοινή συμπεριφορά που υιοθετήθηκε από τον «D.S.» και το «V.P.» και αποσκοπούσαν στο να καταδείξουν μία τυπική περίπτωση πολιτικής διαφθοράς, η οποία συντελούνταν με την εξαργύρωση του πολιτικού κεφαλαίου των παραπάνω θιγομένων προσώπων στην επαγγελματική τους δραστηριότητα. Άλλωστε, η βασική «κατηγορία» ήταν ότι ο «V.P.» εκμεταλλεύτηκε την ταυτόχρονη άσκηση των βουλευτικών και δικηγορικών καθηκόντων και ότι ο «D.S.»επωφελήθηκε από αυτό συνεργαζόμενος επαγγελματικά μαζί του[92]. Έτσι, με βάση όλα τα παραπάνω δεδομένα, το ΕΔΔΑ εξήγαγε τελικά το συμπέρασμα[93] ότι οι εκφράσεις της αιτούσας-εναγομένης παρά το γεγονός ότι ήταν αδόκιμα δυνατές (inappropriately strong) μπορούσαν να εκληφθούν ως μία πολεμική ρητορική που περιείχε ένα βαθμό υπερβολής. Σε  αυτό το σημείο, επαναλαμβάνεται[94] ότι τα πρόσωπα που λαμβάνουν μέρος σε μία δημόσια συζήτηση αναφορικά με ένα ζήτημα γενικού ενδιαφέροντος επιτρέπεται μέχρι σε ένα βαθμό να καταφεύγουν στην υπερβολή ή ακόμη και την πρόκληση, με άλλα λόγια να κάνουν αμετροεπή σχόλια. Κατά συνέπεια, υπό το φως των συγκεκριμένων περιστάσεων, λαμβάνοντας υπόψη ότι αμφότεροι οι διάδικοι της κρίσιμης υπόθεσης ήταν πολιτικά πρόσωπα και μάλιστα εκλεγμένα από το λαό, ότι τα επίμαχα σχόλια και κατηγορίες είχαν «συλλογική φύση», ότι το γενικότερο πνεύμα τους, έτσι όπως αυτό αντικατοπτρίστηκε στα δημοσιεύματα του τύπου απηχούσε τη βασική ιδέα της καθιέρωσης του ασυμβιβάστου της ιδιότητας του δικηγόρου και του βουλευτή, καθώς και ότι συνέτρεχε ένα ελάχιστο πραγματικό υπόβαθρο μπορούσε να δικαιολογηθεί[95]η θεώρηση ότι οι εξεταζόμενες δηλώσεις δεν ισοδυναμούσαν με ατυχείς και άσκοπες προσωπικές επιθέσεις εναντίον του «D.S.». Άλλωστε, δε θα πρέπει να λησμονείται[96] ότι οι πολιτικές προσβολές συχνά εισβάλλουν στην προσωπική σφαίρα των θιγομένων πολιτευτών καθότι αυτοί είναι οι κίνδυνοι της ενασχόλησης με την πολιτική και της διεξαγωγής του ελεύθερου διαλόγου σε μία δημοκρατική κοινωνία. Εν τέλει, κρίθηκε ότι το περιεχόμενο της καταδίκης της αιτούσας-εναγομένης από τα εθνικά δικαστήρια ήταν ικανό per se[97], ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δεν αποδείχθηκε ότι δεν μπορούσε να ανταπεξέλθει σε αυτό οικονομικά, να λειτουργήσει αποτρεπτικά στην εκ μέρους της άσκηση του δικαιώματος για ελεύθερη έκφραση των απόψεών της και για το λόγο αυτό, inter alia[98], της επιδικάστηκε[99] το ποσό των  4.505€ για τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε για τη συμμόρφωσή της με τις αποφάσεις των ρουμανικών δικαστηρίων[100].

4) Οι ενστάσεις ενός μέλους του ΕΔΔΑ που διαφώνησε ως προς τις αιτιολογίες (concurring opinion)

Παρά το γεγονός ότι εκ του αποτελέσματος συμφώνησε με το διατακτικό της απόφασης, ένα μέλος του ΕΔΔΑ ήγειρε δύο θέματα, ένα διαδικαστικό και ένα ουσιαστικό. Ως προς το πρώτο, παρατήρησε[101]ότι για το σχηματισμό μίας ολοκληρωμένης δικανικής εικόνας από το ΕΔΔΑ εφόσον η κρίσιμη υπόθεση αφορούσε αντιδικία ιδιωτών θα έπρεπε να είχε δοθεί η ευκαιρία και στον αντίδικο της αιτούσας να εκθέσει τους ισχυρισμούς του, παρατήρηση όμως που υπερβαίνει την κρινόμενη περίπτωση και άπτεται γενικότερα της διαδικασίας ενώπιον του, οπότε για το λόγο αυτό δε θα μας απασχολήσει στη θέση αυτή. Ως προς το δεύτερο πάλι, εξέθεσε[102]την άποψη ότι το γεγονός ότι η αιτούσα-εναγομένη ήταν πολιτικό πρόσωπο δε σημαίνει ότι δικαιολογούνταν η υπαγωγή της σε ένα χαλαρότερο έλεγχο ως προς την ενάσκηση του δικαίωματός της να εκφράσει ελεύθερα τη γνώμη της, αλλά σε αυστηρότερο διότι είναι επαγγελματίας πολιτικός, ικανή να ασκήσει επιρροή σε ένα ευρύ κοινό, έμπειρη στην επαφή της με τον τύπο, συνηθισμένη να επιλέγει και να ζυγίζει τις λέξεις που χρησιμοποιεί, με πλήρη συναίσθηση των υποχρεώσεων και των ευθυνών που συνεπάγεται η συμμετοχή στη δημόσια ζωή καθώς επίσης και των εφαρμοστέων νομικών κανόνων.

5) Οι δύο μειοψηφούσες γνώμες (dissenting opinion) ως προς το διατακτικό της απόφασης του ΕΔΔΑ

Στην από 28 Ιουλίου 2020 απόφαση του ΕΔΔΑ στην εξεταζόμενη υπόθεση της Monica Macovei v. Romania διατυπώθηκαν δύο διαφορετικές μειοψηφίες. Σύμφωνα με την πρώτη, η οποία αποτελούνταν από δύο δικαστές, διατυπώθηκε μία διττή ένσταση. Η μία πτυχή[103]της αφορούσε το γεγονός ότι πάντως δεν αποδείχθηκε η κατάρτιση των (μόνο) φημολογούμενων συμβάσεων ανάθεσης νομικών υπηρεσιών με το δικηγορικό γραφείο που διατηρούσε ο αντίδικος της αιτούσας με κρατικές εταιρίες και ως εκ τούτου από την άποψη αυτή  τα κρινόμενα σχόλια στερούνταν της απαιτούμενης πραγματολογικής βάσης  για να δικαιολογήσουν το χαρακτηρισμό ενός προσώπου ως διεφθαρμένου. Η άλλη πτυχή[104] αναφερόταν στην υποχρέωση του ΕΔΔΑ να μην υποκαταστήσει τα εθνικά δικαστήρια με την εκ νέου εξέταση της υπόθεσης[105], αλλά να περιοριστεί αποκλειστικά στον έλεγχο της κρίσης τους, αντικαθιστώντας την μόνο με τη συνδρομή πολύ ισχυρών προς τούτο λόγων. Πιο ειδικά, κατά τη σύγκρουση δύο προστατευόμενων εννόμων αγαθών, το ΕΔΔΑ οφείλει να εξετάσει αν τα εθνικά δικαστήρια προέβησαν σε μία αποδεκτή στάθμιση και για την ακρίβεια να διαπιστώσει κατά πόσο αυτή ήταν αυθαίρετη ή πρόδηλα αδικαιολόγητη, κρίση που θα πρέπει να καταφάσκεται με φειδώ[106]. Εν προκειμένω, η πλειοψηφία των δικαστών του ΕΔΔΑ, αποδίδοντας στους ισχυρισμούς της αιτούσας «συλλογική φύση», υποτίμησε την ανακρίβειά τους[107]ενώ χαρακτήρισε αποτρεπτικές τις συνέπειες της συμμόρφωσης με τις αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων αναιτιολόγητα[108]. Κατά συνέπεια, το ΕΔΔΑ στη υπό κρίση υπόθεση έσφαλε με την κατά πλειοψηφία ληφθείσα απόφασή του διότι λειτούργησε σαν δικαστήριο «τετάρτου βαθμού δικαιοδοσίας», εξετάζοντας από την αρχή τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, πρακτική που δε μπορούσε να δικαιολογηθεί διότι τα εθνικά δικαστήρια είχαν καταλήξει σε μία εύλογη και αιτιολογημένη κρίση και ως εκ τούτου δεν συνέτρεχαν σοβαροί λόγοι παρέκκλισης από αυτήν[109].

Σύμφωνα πάλι με τη δεύτερη μειοψηφούσα γνώμη, η οποία αρθρώθηκε από ένα δικαστή, το γεγονός ότι αμφότεροι οι αντίδικοι, με άλλα λόγια ο πομπός και αποδέκτης του κριτικού σχολίου, ήταν πολιτικοί και για το λόγο αυτό το εύρος της ανεκτής κριτικής θα έπρεπε να είναι ευρύτερο[110], δεν μπορούσε να δικαιολογήσει πάντως μία σημαντική έκπτωση στην προστασία της προσωπικότητας και ειδικότερα της φήμης ενός προσώπου[111]. Επομένως, όταν ορισμένες δηλώσεις που στρέφονται κατά συγκεκριμένου πολιτικού προσώπου είναι ικανές να υπονομεύσουν τη φήμη του θα πρέπει να είναι αληθείς προκειμένου να θεωρηθεί ότι δεν προσβάλλεται το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής του ζωής, γεγονός που δεν αποδείχτηκε στην υπό κρίση περίπτωση[112].

ΙΙΙ. Λίγες σκέψεις αντί επιλόγου

Από όλα τα προαναφερθέντα προέκυψε ότι στην ουσία η αμφιγνωμία που ταλάνισε τα μέλη του ΕΔΔΑ στην εξεταζόμενη υπόθεση στράφηκε γύρω από το κατά πόσο ένα γεγονός, η ακρίβεια του οποίου δε συνήχθη, μπορεί να αποτελέσει μία αποδεκτή βάση για την άρθρωση ενός αξιολογικού σχολίου στο πλαίσιο της άσκησης κριτικής μεταξύ πολιτικών προσώπων. Οι ενστάσεις που διατυπώθηκαν από τις δύο μειοψηφικές απόψεις είναι εύλογες και στην πραγματικότητα βρίσκουν έρεισμα στο δεδομένο ότι η αιτούσα-εναγομένη δεν κατάφερε να επιβεβαιώσει την απ’ ό, τι αποδείχθηκε διαχέουσα στην κοινή γνώμη  φημολογία ότι το δικηγορικό γραφείο του αντιδίκου της είχε καταρτίσει «χρυσά» συμβόλαια ανάθεσης νομικών υπηρεσιών με ορισμένες κρατικές εταιρίες που έδρευαν στην περιφέρεια της εκλογής του επαγγελματικού του συνεργάτη την περίοδο που ο τελευταίος ήταν ενεργό μέλος του εθνικού Κοινοβουλίου. Βέβαια, τα ρεύματα σκέψης που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο της από 28 Ιουλίου 2020 υπό κρίση απόφασης του ΕΔΔΑ συγκλίνουν κατά κύριο λόγο σε έναν ελάχιστο κοινό παρονομαστή, ότι δηλαδή οι πολιτικοί θα πρέπει να απολαύουν ευρύτερα περιθώρια για την έκφραση της γνώμης τους επί ζητημάτων δημοσίου ενδιαφέροντος και ως εκ τούτου να ανέχονται την ίδια στιγμή εντονότερη κριτική. Εντούτοις, διαφοροποιούνται μεταξύ τους ως προς το βαθμό που ο πολιτικός σχολιασμός θα πρέπει να αποδεικνύεται ότι στοιχίζεται με την πραγματικότητα. Έτσι, ενώ η πλειοψηφία των μελών του ΕΔΔΑ επικέντρωσε την αξιολόγησή της στο πολιτικό υπόβαθρο των δηλώσεων της αιτούσας-εναγομένης, δεδομένο που προέκυπτε από τη διαχρονική τοποθέτησή της υπέρ του ασυμβιβάστου της ταυτόχρονης διατήρησης της ενεργού επαγγελματικής ιδιότητας του δικηγόρου και του βουλευτή, χαμηλώνοντας τον πήχη της απαιτούμενης πραγματολογικής ακριβολογίας, οι μειοψηφικές γνώμες θεώρησαν ότι ο τελευταίος έπρεπε να κρατηθεί υψηλότερα με την πλήρη, απ’ ό, τι υπονοείται, τεκμηρίωση της πραγματικής βάσης του κρινόμενου σχολιασμού.  Δε θα διαφωνήσουμε ότι κάτι τέτοιο ήταν ευκταίο, το πρόβλημα όμως που υπολανθάνει εν προκειμένω είναι ποιος έφερε το βάρος της απόδειξής και τι ακριβώς σε τελική ανάλυση υποχρεούνταν να αποδείξει. Για την ακρίβεια, στην εξεταζόμενη απόφαση του ΕΔΔΑ συνέχεια επαναλαμβάνεται ότι η αιτούσα και εναγομένη στην επίμαχη υπόθεση δεν κατάφερε να αποδείξει θετικά την κατάρτιση των κρίσιμων αντιδεοντολογικών συμβάσεων, η μόνη αντικειμενική αλήθεια όμως είναι ότι αυτή από τη δικονομική θέση του αμυνόμενου μετήλθε κάθε δυνατό αποδεικτικό μέσο, από το οποίο θα μπορούσε να συναχθεί ότι οι ισχυρισμοί της περιείχαν ένα ικανό ποσοστό αληθείας και πάντως δεν ήταν εντελώς έωλοι, με αναγωγή, μεταξύ άλλων, σε σειρά άλλων δημοσιευμάτων που σε ανύποπτο χρόνο προέβαιναν σε ανάλογες με τις δικές της αναφορές. Αντίθετα, πουθενά δεν αναφέρεται ότι ο αντίδικός της και επιτιθέμενος δικονομικά από τη θέση του ενάγοντος προέβη σε θετική απόδειξη, ως όφειλε τουλάχιστον υπό τον ελληνικό ΚΠολΔ (άρθρ. 338 § 1 ΚΠολΔ), ότι δε διενήργησε τις αθέμιτες συνδιαλλαγές που κατηγορήθηκε, γεγονός που μπορούσε ευχερώς τουλάχιστον να προφασιστεί ότι αποδεικνύει με βάση τα φορολογικά παραστατικά της κρίσιμης για την υπόθεση περιόδου, την προσκόμιση των οικείων επαγγελματικών βιβλίων, την εν γένει την πιστοποίηση της μη υπαγωγής του στις οιεσδήποτε διατυπώσεις που τυχόν απαιτούνται για τη διενέργεια τέτοιων συναλλαγών με βάση το ρουμανικό δίκαιο, το άνοιγμα των τραπεζικών του λογαριασμών, την προσκόμιση σχετικών βεβαιώσεων από τις φερόμενες ως συναλλασσόμενες με αυτόν κρατικές εταιρίες  κ.λπ. Ωστόσο, με γνώμονα τη γενική δικονομική θεώρηση των πραγμάτων, τουλάχιστον υπό το ελληνικό πρίσμα, απαιτείται ο επιτιθέμενος δικονομικά ενάγων να φέρει το βάρος απόδειξης και ως εκ τούτου να επωμίζεται το τίμημα της ανεπιτυχούς τεκμηρίωσης των ισχυρισμών του με την απόρριψη της εγειρόμενης αγωγής του ως ουσία αβάσιμης,. Ως εκ τούτου, από την άποψη αυτή, είναι εσφαλμένο ότι κατ’ επανάληψη καταλογίζεται στην αιτούσα και εναγομένη ότι δεν απέδειξε την αλήθεια των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών τη στιγμή που ο αντίδικός της και ενάγων (θα έπρεπε να) βαρύνεται με την τεκμηρίωση της αναλήθειάς τους, πολλώ δε μάλλον σε υποθέσεις πολιτικής διαφθοράς, όπου οι απαιτήσεις της μέγιστης δυνατής διαφάνειας και ενδελεχούς λογοδοσίας (θα έπρεπε να) αποτελούν όρους sine qua non για τη στοιχειωδώς υγιή λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, ιδιαίτερα σε μία εποχή όπου οι σύγχρονες δυνατότητες διεξαγωγής των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών διευκολύνουν καταλυτικά τη διενέργεια αθέμιτων πολιτικών συναλλαγών. Κατά συνέπεια, με το δεδομένο ότι η αιτούσα για τη στοιχειοθέτηση των λεγομένων της προσκόμισε μία σειρά από  αποδεικτικά μέσα, αυτά τα οποία ήταν σημειωτέον προσβάσιμα σε αυτή, από τα οποία αν μη τι άλλο προέκυπτε ότι πάντως είχε ευρέως διαχυθεί στην κοινή γνώμη η «υπόθεση» της διενέργειας αθέμιτων δοσοληψιών από τον αντίδικό της και λαμβάνοντας υπόψη ότι η ίδια εν προκειμένω υποστήριζε μία θέση που διαχρονικά εξέφραζε στην πολιτική της σταδιοδρομία, φρονούμε ότι η άποψη της πλειοψηφίας του ΕΔΔΑ ήταν ορθή. Σε αντίθετη περίπτωση, εάν δηλαδή γίνει δεκτή η άποψη που διετύπωσαν οι μειοψηφικές γνώμες ότι δηλαδή αυτή ουσιαστικά υποχρεούνταν να δημιουργήσει πλήρη δικανική πεποίθηση περί της αλήθειας των επίμαχων ισχυρισμών, εκτός από το ότι θα νοθευόταν η δικονομική της θέση ως εναγομένης, τουλάχιστον με βάση τον ελληνικό ΚΠολΔ, επιπλέον για να ανταπεξέλθει στο έργο αυτό θα έπρεπε να παρατήσει την πολιτική της δράση για να γίνει ιδιωτικός ερευνητής προκειμένου κυριολεκτικά να μπορέσει να «ξεθάψει» τα ζητούμενα αποδεικτικά μέσα. Ωστόσο, γίνεται αντιληπτό ότι εάν επικρατήσει μία τέτοια λογική καμία υπόθεση πολιτικής διαφθοράς δεν πρόκειται να διαλευκανθεί ποτέ. Βέβαια, δεν παραβλέπεται ότι ορισμένες φορές είναι δυσχερές να αποδειχθεί ένα αρνητικό γεγονός υπό την έννοια ότι ένα περιστατικό δεν έλαβε χώρα, αλλά στην προκειμένη περίπτωση φαίνεται ότι δεν διερευνήθηκαν ούτε τα στοιχειώδη προαπαιτούμενα, από τα όσα τουλάχιστον καταγράφονται στην υπό κρίση απόφαση του ΕΔΔΑ αναφορικά με τις παραδοχές και τα ευρήματα των εθνικών δικαστηρίων. Εν τοιαύτη περιπτώσει, κατά τη γνώμη μας, η λογοδοσία των πολιτικών που είναι ένα αδιαπραγμάτευτο αίτημα των καιρών μας για την πραγμάτωση της ουσιαστικής και όχι της εικονικής διαφάνειας στο δημόσιο βίο επιβάλλει σε υποθέσεις καταγγελλόμενης πολιτικής διαφθοράς το εμπλεκόμενο κάθε φορά πολιτικό πρόσωπο να εξαντλεί κάθε δυνατό αποδεικτικό μέσο για να τεκμηριώσει την άμεμπτη συμπεριφορά του. Διαφορετικά, εξασφαλίζεται η ουσιαστική ατιμωρησία των πολιτικών με την απονομή μόνο μίας προσχηματικής δικαιοσύνης για τα όμματα των «αφελών» πολιτών. Η ένσταση ότι με τον τρόπο αυτό μπορεί να ταλαιπωρηθεί και ένας έντιμος πολιτικός και κυρίως να αμαυρωθεί η τιμή και η υπόληψή του είναι βάσιμη, αλλά δυστυχώς είναι το αναπόφευκτα βαρύ τίμημα που πρέπει να πληρώσει το πολιτικό σύστημα για τη διαχείριση των δημοσίων υποθέσεων με το δεδομένο ότι η επικράτηση της λογικής ότι «μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά» οδήγησε στη γιγάντωση του φαινομένου της πολιτικής διαφθοράς, η οποία και αυτή ας μη λησμονείται από την πλευρά της συνέβαλε στη δημοσιονομική κρίση που αντιμετώπισε τουλάχιστον η χώρα μας. Υπό το φως των παραπάνω σκέψεων, φαίνεται ότι μόνο ένα σύστημα πλήρους διαφάνειας και απόλυτης λογοδοσίας θα μπορούσε να θωρακίσει όσους εμπλέκονται με τις δημόσιες υποθέσεις ούτως ώστε από τη μία πλευρά να αποφεύγεται το κυνήγι μαγισσών και ο κανιβαλισμός στο πολιτικό γίγνεσθαι, όσο αυτό είναι εφικτό, αλλά από την άλλη πλευρά την ίδια στιγμή να εξαλείφεται και η δυνατότητα διεξαγωγής αθέμιτων πολιτικών συναλλαγών στο χαοτικό σκοτάδι που ρίχνει στο δημόσιο βίο η απουσία ουσιαστικών ελεγκτικών μηχανισμών.

Η απόφαση είναι διαθέσιμη εδώ   

Η Ευλαμπία Τσολάκη είναι Δικηγόρος Θεσσαλονίκης ΜΔΕ Αστικού, Αστικού Δικονομικού και Εργατικού δικαίου της Νομικής Σχολής ΑΠΘ LL.M. in Transnational and European Commercial Law, Mediation, Arbitration and Energy Law of International Hellenic University (IHU) & Υποψήφια Διδάκτωρ Εργατικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ.

Δείτε και άλλα άρθρα της Ευλαμπίας Τσολάκη εδώ


[1] Χρυσόγονος-Βλαχόπουλος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, (εκδ.4η), σελ.332επ.

[2] Χρυσόγονος-Βλαχόπουλος, ό.π., σελ.332.

[3] Χρυσόγονος-Βλαχόπουλος, ό.π., σελ.331.

[4] ibid.

[5] Χρυσόγονος-Βλαχόπουλος, ό.π., σελ.333.

[6] Χρυσόγονος-Βλαχόπουλος, ό.π., σελ.331.

[7] Χρυσόγονος-Βλαχόπουλος, ό.π, σελ.334.

[8] ibid.

[9] Χρυσόγονος-Βλαχόπουλος, ό.π., σελ.142.

[10] Βλ. § 7 της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ, ό.π.

[11] Βλ. § 8 της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ, ό.π.

[12] Βλ. § 9 της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ, ό.π.

[13] Βλ. § 10 της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ, ό.π.

[14] Βλ. § 11 της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ, ό.π.

[15] ibid.

[16] Βλ. § 12 της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ, ό.π.

[17] ibid.

[18] ibid.

[19] Βλ. §13 της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ, ό.π.

[20] Βλ. § 16 της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ, ό.π.

[21] ibid.

[22] ibid.

[23] Τα εισαγωγικά προστέθηκαν από τη συντάκτριά του.

[24] Η έμφαση στο κείμενο προστέθηκε από τη συντάκτριά του.

[25] ibid.

[26] Η έμφαση στο κείμενο προστέθηκε από τη συντάκτριά του.

[27] ibid.

[28] Τα εισαγωγικά προστέθηκαν από τη συντάκτρια.

[29] Η έμφαση στο κείμενο προστέθηκε από τη συντάκτριά του.

[30] Βλ. § 18 της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ, ό.π.

[31] ibid.

[32] ibid.

[33] Βλ. § 19 της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ, ό.π.

[34] Βλ. § 20 της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ, ό.π.

[35] ibid.

[36] Βλ. § 25 της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ, ό.π.

[37] Η έμφαση στο κείμενο προστέθηκε από τη συντάκτριά του.

[38] Βλ. § 27 της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ, ό.π.

[39] Βλ. § 28 της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ, ό.π.

[40] Βλ. § 29 της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ, ό.π.

[41] Βλ. § 30 της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ, ό.π.

[42] Η έμφαση στο κείμενο προστέθηκε από τη συντάκτριά του.

[43] Βλ. § 32 της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ ό.π.

[44] Βλ. § 33 της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ ό.π.

[45] Βλ. § 34 της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ, ό.π.

[46] Βλ. § 36 της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ, ό.π.

[47] Βλ. § 50 της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ, ό.π.

[48] Βλ. § 51 της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ, ό.π.

[49] ibid.

[50] Βλ. §§ 51, 52 της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ, ό.π.

[51] Βλ. § 53 της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ, ό.π.

[52] Βλ. § 54 της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ, ό.π.

[53] Βλ. §§ 39-45 της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ, ό.π.

[54] Βλ. § 41 της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ, ό.π.

[55] Βλ. § 42 της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ ό.π.

[56] Βλ. § 43 της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ, ό.π.

[57] Βλ. § 44 της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ, ό.π.

[58] Βλ. § 45 της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ, ό.π.

[59] H έμφαση στο κείμενο προστέθηκε από τη συντάκτριά του.

[60] Βλ.§ 59 της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ, ό.π.

[61] Βλ.§ 60 της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ, ό.π.

[62] Βλ. § 61 της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ, ό.π.

[63] Βλ. § 62 της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ, ό.π.

[64] Βλ. § 64 της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ, ό.π.

[65] Βλ. § 65 της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ, ό.π.

[66] Βλ. § 66 της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ, ό.π.

[67] Βλ. § 72 της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ, ό.π.

[68] Βλ. § 73 της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ, ό.π.

[69] ibid.

[70] Βλ. § 73 της από 28 Ιουλίου 2020  απόφασης του ΕΔΔΑ, ό.π.

[71] Βλ. § 74 της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ, ό.π.

[72] ibid.

[73] ibid.

[74] Βλ. § 75 της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ, ό.π.

[75] ibid.

[76] ibid.

[77] Βλ. § 76 της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ, ό.π.

[78] Βλ. § 77 της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ, ό.π.

[79] Βλ. § 78 της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ, ό.π.

[80] Βλ. § 79 της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ, ό.π.

[81] Βλ. § 80 της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ, ό.π.

[82] Βλ. § 81 της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ, ό.π.

[83] Βλ.  § 85 της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ, ό.π.

[84] ibid.

[85] Βλ. § 86 της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ, ό.π.

[86] Βλ. § 87 της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ, ό.π.

[87] Βλ. § 89 της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ, ό.π.

[88] ibid.

[89] ibid.

[90] Βλ. § 90 της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ, ό.π.

[91] Βλ. § 91 της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ, ό.π.

[92] ibid.

[93] Βλ. § 92 της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ, ό.π.

[94] Βλ. § 93 της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ, ό.π.

[95] Βλ. § 94 της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ, ό.π.

[96] Βλ. § 95 της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ, ό.π.

[97] Βλ. § 96 της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ ό.π.

[98] Βλ. § 109επ. της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ, ό.π.

[99] ibid.

[100] Η έμφαση στο κείμενο προστέθηκε από τη συντάκτριά του.

[101] Βλ. § 2 της Concurring Opinion στην από 28 Ιουλίου 2020 απόφαση του ΕΔΔΑ, ό.π.

[102] Βλ. § 4 της Concurring Opinion στην από 28 Ιουνίου 2020 απόφαση του ΕΔΔΑ, ό.π.

[103] Βλ. §§ 4, 5 της πρώτης Dissenting Opinion της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ, ό.π.

[104] Βλ. § 8 της πρώτης Dissenting Opinion της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ, ό.π.

[105] Βλ. § 10 της πρώτης Dissenting Opinion της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ, ό.π.

[106] Βλ. § 9 της πρώτης Dissenting Opinion της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ ό.π.

[107] Βλ. § 14 της πρώτης Dissenting Opinion της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ ό.π.

[108] Βλ. § 16 της πρώτης Dissenting Opinion της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ ό.π.

[109] Βλ. σε Conclusion της πρώτης Dissenting Opinion της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ ό.π.

[110] Βλ. § 2 της δεύτερης Dissenting Opinion της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ.

[111] Βλ. § 1 της δεύτερης Dissenting Opinion της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ.

[112] Βλ. § 3 της δεύτερης Dissenting Opinion της από 28 Ιουλίου 2020 απόφασης του ΕΔΔΑ.

Σχόλια

Legal Jobs

Legal Jobs
Θέσεις Εργασίας-Υποτροφίες- Μεταπτυχιακά