Η απαγόρευση προσφυγής σε δανεισμό προσωπικού κατά την απεργία δε θίγει τη συνδικαλιστική ελευθερία των εργοδοτών κατά το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο

της Ευλαμπίας (Μπίας) Τσολάκη, δικηγόρου*

Η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας χαρακτηρίζεται από μία εγγενή δομική δυσλειτουργία διότι παρά τη de iure νομική ισοτιμία των αντισυμβαλλόμενων πλευρών στην πράξη ο εργαζόμενος αποτελεί το de facto ασθενέστερο μέρος αφού ο ίδιος έχει απόλυτη ανάγκη την παρεχόμενη θέση εργασίας για την εξασφάλιση του απαιτούμενου υποστρώματος για την υλική του ύπαρξη και κοινωνική του δράση ενώ αντίθετα ο εργοδότης διατηρεί πάντα την ευχέρεια της επιλογής να τον αντικαταστήσει όταν επιδίδεται σε μία καθόλα νόμιμη, αλλά διόλου αρεστή σε αυτόν συμπεριφορά. Με άλλα λόγια, η αχίλλειος πτέρνα στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας εντοπίζεται στο αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ο μισθωτός είναι «αναλώσιμος» για τον εργοδότη. Τη συστημική αυτή αδυναμία που παρατηρείται στο πεδίο της ατομικής διαπραγμάτευσης έρχεται σε συλλογικό επίπεδο να αναπληρώσει η αναγνώριση της συνδικαλιστικής ελευθερίας (άρθρ. 23 § 1 Σ.). Ό,τι δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να επιτύχει ο μεμονωμένος εργαζόμενος, επιχειρεί να το διεκδικήσει δυναμικά σε συλλογικό επίπεδο, όπου υπό τον προστατευτικό μανδύα των οικείων συνδικαλιστικών οργανώσεων[1] ενώνει τη φωνή του με τους συναδέλφους του σε έναν αλληλέγγυο αγώνα για τη την εξασφάλιση και προώθηση των κοινών εργασιακών τους συμφερόντων. Το ανωτέρω δικαίωμα συλλογικής διαπραγμάτευσης που ασκείται  από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργαζομένων, το οποίο κορυφώνεται με τη σύναψη ΣΣΕ, ονομάζεται συλλογική αυτονομία και θεωρείται ότι απολαύει συνταγματικής κατοχύρωσης με έρεισμα το άρθρο 23 § 1 Σ. διότι η αναγνώριση της συνδικαλιστικής δράσης χωρίς την κατοχύρωση της συλλογικής αυτονομίας θα έμενε κενό γράμμα. Αυτή η αναβάθμιση του διαπραγματευτικού επιπέδου από το ατομικό στο συλλογικό πεδίο είναι αξιοσημείωτο ότι δε θεωρείται από την έννομη τάξη ότι εξασφαλίζει per se τουλάχιστον πάντοτε την απαραίτητη για την επίτευξη μίας δίκαιης συμφωνίας ισοσθένεια των διαπραγματευόμενων μερών και για το λόγο αυτό η πλευρά των εργαζομένων ενισχύεται έτι περαιτέρω με το δικαίωμα της απεργίας (άρθρ.23 § 2 Σ.), χωρίς την οποία όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται η συλλογική διαπραγμάτευση θα υποβαθμιζόταν σε «συλλογική ζητιανιά»[2].     

Το δίκαιο του εργατικού αγώνα διέπεται από μία βασική αρχή, τη λεγόμενη αρχή της ισότητας των αγωνιστικών μέσων ή άλλως της ισότητας των όπλων, η οποία γίνεται αντιληπτή υπό δύο έννοιες, την τυπική και την ουσιαστική. Υπό την τυπική της εκδοχή, τα διαπραγματευόμενα μέρη θα πρέπει να διαθέτουν ισοδύναμα μέσα υπό την έννοια ότι στο «όπλο» του ενός χρειάζεται να αναγνωρίζεται αυστηρά το αντίστοιχο «αντίβαρό» του[3]. Υπό την ουσιαστική της εκδοχή[4], αποσκοπεί στην εξασφάλιση κατά το δυνατόν ίσων δυνατοτήτων επηρεασμού της έκβασης της συλλογικής διαπραγμάτευσης. Από την άποψη αυτή, χωρίς αμφιβολία προσφέρει μία τελεολογικά ορθότερη εννοιολογική «μετάφραση» της εν λόγω αρχής δεδομένου ότι σκοπός της τελευταίας είναι η διασφάλιση πραγματικής διαπραγματευτικής ισορροπίας, στο πλαίσιο της οποίας άλλωστε και μόνο είναι δυνατή η σύναψη μίας ΣΣΕ που να χαρακτηρίζεται, όπως λέγεται από ένα εχέγγυο ορθότητας (Richtigkeitsgewähr) ή άλλως μία προοπτική ορθότητας (Richtigkeitschance)[5]. Ακριβώς, με γνώμονα την επίτευξη της ουσιαστικής ισοδυναμίας των διαπραγματευομένων μερών ο Έλληνας νομοθέτης απαγόρευσε την ανταπεργία (άρθρ. 22 § 2 Ν. 1264/1982)[6], την πρόσληψη απεργοσπαστών (άρθρ. 22 § 1 Ν. 1264/1982) και την προσφυγή σε επαγγελματικό δανεισμό προσωπικού για την αντικατάσταση εργαζομένων που ασκούν το δικαίωμα απεργίας (άρθρ. 116 Ν. 4052/2012). Οι τρεις αυτές απαγορεύσεις εμφορούνται από την ορθή βασική λογική ότι εάν στον εργοδότη επιτρεπόταν η προσφυγή στη χρήση των παραπάνω μέσων η αποτελεσματικότητα της απεργίας θα εξουδετερωνόταν ολοκληρωτικά και στην ουσία η διαπραγματευτική ανισότητα σε βάρος των εργαζομένων σε ατομικό επίπεδο θα αναπαραγόταν στο συλλογικό[7].

Παρά το γεγονός ότι στη Γερμανία[8] τα εργοδοτικά «αντί-μετρα» στην απεργία των εργαζομένων αντιμετωπίζονται νομολογιακά και μάλιστα στο πλαίσιο αυτό αναγνωρίζεται η νομιμότητα της λεγόμενης αμυντικής ανταπεργίας[9], δηλαδή της ανταπεργίας εκείνης που λαμβάνει χώρα προς απάντηση προηγούμενης απεργιακής κινητοποίησης των εργαζομένων[10], εντελώς πρόσφατα, την 01.04.2017[11], σε αυτό το πεδίο έκρινε σκόπιμο να κινητοποιηθεί και ο Γερμανός νομοθέτης. Για την ακρίβεια, προέκρινε μία αντίστοιχη με την ελληνική απαγόρευση χρήσης παραχωρούμενου προσωπικού για την αντικατάσταση απεργών ρύθμιση με τη διάταξη του άρθρου 11 § 5 του νόμου για την παραχώρηση προσωπικού (Arbeitnehmerüberlassungsgesetz, εφεξής AÜG) δεδομένου ότι η εμπειρία απέδειξε ότι η ελεύθερη προσφυγή στην παροχή των υπηρεσιών δανειζομένων εργαζόμενων κατά τη διάρκεια απεργιακών κινητοποιήσεων στο παρελθόν οδήγησε στον αφοπλισμό τους[12]. Τη νομιμότητα της ρύθμισης αυτής υπό το πρίσμα του άρθρου 9 § 3 του γερμανικού Συντάγματος (Grundgesetz, εφεξής GG), στο οποίο κατοχυρώνεται η συνδικαλιστική ελευθερία και κατ’ επέκταση η συλλογική αυτονομία εργαζομένων και εργοδοτών, έκρινε το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο (Bundesverfassungsgericht, εφεξής BVerG) με την από 19η Ιουνίου 2020 διάταξή του (Beschluß)[13], δεχόμενο τη συμβατότητά της με αυτό υπό το ακόλουθο σκεπτικό:

Πρώτα απ’ όλα, το Δικαστήριο ξεκαθαρίζει ότι η συνδικαλιστική ελευθερία αναγνωρίζεται από τον GG ανεπιφύλακτα χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορεί να περιοριστεί χάριν της προστασίας άλλων εννόμων αγαθών με αντίστοιχη συνταγματική κατοχύρωση[14]. Στο μέτρο που οι αντιπαρατιθέμενοι φορείς της συνδικαλιστικής ελευθερίας των εργαζομένων και των εργοδοτών απολαύουν ισότιμης προστασίας δυνάμει του άρθρου 9 § 3 GG απαιτείται η υιοθέτηση «εναρμονισμένων ρυθμίσεων» (Koordinierende Regelungen), δηλαδή κανόνων που να εξασφαλίζουν την ισορρόπηση των αντιτιθέμενων συνταγματικών θέσεων[15] με τη διαμόρφωση του κατάλληλου νομικού πλαισίου για την άσκησή της[16]. Στο πλαίσιο αυτό, ο κρατικός νομοθέτης διαθέτει ένα ευρύ πεδίο διακριτικής ευχέρειας (einen weiten Handlungsspielraum) διότι ο GG δεν προδιαγράφει συγκεκριμένες σταθερές για την αμοιβαία οριοθέτηση των φορέων άσκησης της συνδικαλιστικής ελευθερίας και κατ’ επέκταση της συλλογικής αυτονομίας[17]. Σε αυτό το πλαίσιο, επί της αρχής παρέχεται στους φορείς της συλλογικής αυτονομίας η δυνατότητα αυτενέργειας κατά την προσαρμογή των χρησιμοποιούμενων από αυτούς αγωνιστικών μέσων στις τρέχουσες κάθε φορές συνθήκες με απώτερο σκοπό να παραμείνουν ισότιμα τα μέρη της συλλογικής διαπραγμάτευσης έτσι ώστε να επιτύχουν την κατάρτιση μίας ισόρροπης  ΣΣΕ[18]χωρίς κρατικές παρεμβάσεις[19]. Για την τελεσφόρηση αυτού του αποτελέσματος, θα πρέπει να μη διακινδυνεύεται η απρόσκοπτη λειτουργία της συλλογικής αυτονομίας, γεγονός που με τη σειρά του προϋποθέτει μία σχετική ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των μερών της ΣΣΕ (ein ungefähres Kräftegleichgewicht)[20]. Έτσι, υπό την ισορροπιστική αυτή λογική, είναι ασυμβίβαστη με το άρθρο 9 § 3 GG η συρρίκνωση της συνδικαλιστικής δράσης του ενός μέρους της συλλογικής διαπραγμάτευσης σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό, τι είναι απαραίτητο για την αμοιβαία οριοθέτηση της με την αντίστοιχη συνδικαλιστική δραστηριότητα της αντισυμβαλλόμενης πλευράς[21]. Για το λόγο αυτό, ο κρατικός νομοθέτης δεν κωλύεται να προβεί σε τροποποίηση των όρων άσκησης της συλλογικής αυτονομίας, όταν μία τέτοια παρέμβαση υπαγορεύεται για την αποκατάσταση της διαταραχθείσας διαπραγματευτικής ισορροπίας ανάμεσα στα αντισυμβαλλόμενα μέρη και σε κάθε περίπτωση για την εξυπηρέτηση λόγων γενικού συμφέροντος [22]. Βέβαια, το Δικαστήριο ρητά αποσαφηνίζει ότι ο κρατικός νομοθέτης δεν είναι υποχρεωμένος να επανορθώσει ανισότητες που δεν έχουν δομικό χαρακτήρα, αλλά οφείλονται σε εσωτερικές αδυναμίες μίας συνδικαλιστικής οργάνωσης[23]. Έτσι, ο βαθμός οργάνωσης, η ικανότητα «στρατολόγησης» και κινητοποίησης των μελών της και άλλοι παρόμοιοι παράγοντες κείνται εκτός του πεδίου ευθύνης της κρατικής νομοθέτησης[24]. Με άλλα λόγια, το άρθρο 9 § 3 GG δεν επιβάλλει τη βελτιστοποίηση των όρων διεξαγωγής της αγωνιστικής αντιπαράθεσης με την «πριμοδότηση» αδύναμων συνδικαλιστικών οργανώσεων ώστε να αποκτήσουν ικανότητα επιβολής διότι κάτι τέτοιο θα παραβίαζε την υποχρέωση του κράτους να τηρήσει ουδετερότητα κατά τη συλλογική διαπραγμάτευση και σύγκρουση των κοινωνικών ανταγωνιστών, όρος sine qua non για την επίτευξη μίας αυθεντικής ισότητας των αγωνιστικών μέσων[25].

Στο πλαίσιο αυτό, το BVerG δέχεται ότι η θέσπιση της απαγόρευσης του άρθρου 11 § 5 AÜG για την απασχόληση παραχωρούμενου προσωπικού για την εκτέλεση υπηρεσιών που κανονικά επιφορτίζουν απεργούς αποτελεί ένα μέτρο «διαμόρφωσης» της συνδικαλιστικής ελευθερίας.

Από τη μία πλευρά, η παράλειψη θέσπισής της θα αποδυνάμωνε την απεργιακή κινητοποίηση των εργαζομένων διότι θα της αποστερούσε τη δυνατότητα επιβολής αφού ο εργοδότης θα μπορούσε ευχερώς να αντισταθμίσει τις συνέπειές της[26]. Από την άλλη πλευρά, η υιοθέτησή της χωρίς αμφιβολία δυσχεραίνει την εργοδοτική θέση από τη στιγμή που με τον τρόπο αυτό εγείρονται νομοθετικά εμπόδια στην αντιμετώπιση μίας απεργίας[27]. Με βάση τα δύο αυτά δεδομένα, το Δικαστήριο έκρινε ότι η προσβαλλόμενη ρύθμιση βρίσκεται εντός του πεδίου της διακριτικής ευχέρειας και εκτίμησης του κρατικού νομοθέτη διότι με αυτή επιδιώκεται ένας νόμιμος σκοπός με ένα μέσο που δεν είναι εκ των προτέρων ακατάλληλο, το οποίο μάλιστα επιπροσθέτως φαίνεται ότι συνολικά εκτιμώμενο κινείται εντός των ορίων των περιορισμών που μπορεί να ανεχτεί η εργοδοτική πλευρά[28].

Πιο ειδικά, όσον αφορά την καταλληλότητα της εξεταζόμενης απαγόρευσης να υπηρετήσει ένα νόμιμο σκοπό, κατά πρώτον υποστηρίζεται ότι με αυτή ενδυναμώνεται η θέση του παραχωρούμενου προσωπικού. Και αυτό συμβαίνει διότι προστατεύεται  από την καταχρηστική προσφυγή στις υπηρεσίες του[29] έτσι ώστε με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται η ελευθερία άσκησης επαγγέλματος που αναγνωρίζεται στο άρθρο 12 § 1 του GG στο μέτρο που ενισχύεται η θεμελίωση μίας κοινωνικά προσήκουσας (sozial angemessenes Arbeitsverhältnis), άλλως θα λέγαμε μίας κοινωνικά φιλικής, εργασιακής σχέσης, όπως γενικότερα επιδιώκουν οι αναγκαστικού δικαίου κανόνες του εργατικού δικαίου[30]. Κατά δεύτερον, με την προσβαλλόμενη ρύθμιση του άρθρου 11 § 5 AÜG εξυπηρετείται και μία άλλη θεμιτή νομοθετική σκοπιμότητα, δηλαδή αποτρέπεται  η άσκηση καταχρηστικής επιρροής στον εργατικό αγώνα διότι η χρήση παραχωρούμενου προσωπικού οδηγεί σε σημαντική μετατόπιση της διαπραγματευτικής δύναμης σε βάρος των εργαζομένων και υπέρ του εργοδότη[31]. Μάλιστα, η δυσμενής αυτή συνέπεια διαπιστώθηκε και στην πράξη διότι πρoτού από την εισαγωγή του άρθρου 11 § 5 AÜG, όπως ισχύει σήμερα, η προσφυγή στις υπηρεσίες παραχωρούμενου προσωπικού κατά τη διάρκεια απεργιακών κινητοποιήσεων, ιδιαίτερα στον τομέα της αποθήκευσης και του λιανεμπορίου, είχε παραλυτικές συνέπειες σε αυτές παρά τη μακρά διάρκειά τους καθότι παρά τη χρονική τους έκταση δεν μπορούσαν να ασκήσουν στον εργοδότη την αυξανόμενη πίεση, στην οποία η κλιμάκωσή τους αποσκοπούσε[32]. Ενόψει αυτού του δεδομένου, η εξεταζόμενη νομοθετική παρέμβαση ήταν απαραίτητη για την αποκατάσταση της διαταραχθείσας ισορροπίας δυνάμεων ανάμεσα στους εργαζόμενους και τον εργοδότη. Προς αυτή την κατεύθυνση, συνηγορεί επιπλέον το γεγονός ότι η μόνη πηγή διαπραγματευτικής δύναμης για τις συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργαζομένων είναι η επίτευξη μίας ισορροπίας δυνάμεων με την εργοδοτική πλευρά. Δηλαδή, δεν μπορούν να την αντιμετωπίσουν με αποτελεσματικότητα παρά μονάχα εάν εξασφαλίσουν μία έννομη θέση διαπραγματευτικής ισοσθένειας, η οποία με τη σειρά της κατοχυρώνεται με τη χρήση αγωνιστικών μέσων[33]. Αντίθετα, ο εργοδότης δεν είναι στον ίδιο βαθμό «εξαρτημένος» από την εξισορρόπηση των διαπραγματευτικών δυνάμεων διότι έχει στη διάθεσή του και άλλα «εργαλεία» υπεροχής, όπως τα μέσα παραγωγής, τις επενδύσεις, τον τόπο και τις θέσεις απασχόλησης και από την άποψη αυτή γίνεται αντιληπτό ότι κατέχει και απολαύει per se σημαντική δυνατότητα άσκησης πίεσης στους εργαζομένους[34].   

Κατά συνέπεια, για τη θεραπεία των παραπάνω δικαιολογημένων συνταγματικά νομοθετικών σκοπών, η εργοδοτική πλευρά υποβάλλεται σε μία ανεκτή «θυσία» σε σχέση με το αναμενόμενο όφελος από την επίτευξή τους (εν στενή εννοία αναλογικότητα). Βέβαια, δεν παραβλέπεται ότι ο εργοδότης περιορίζεται σημαντικά στην άσκηση της συνδικαλιστικής ελευθερίας του διότι αποστερείται ένα μέσο άμυνας έναντι του απεργιακού αγώνα των εργαζομένων, αλλά υπογραμμίζεται ότι σύμφωνα και με όλα τα προαναφερθέντα με την προσβαλλόμενη ρύθμιση δεν εισάγεται μία απαγόρευση γενικού χαρακτήρα για τη χρήση παραχωρούμενου προσωπικού, αλλά μόνο μόνο μία ειδικού χαρακτήρα για την προσφυγή στις υπηρεσίες αυτού για την άρση των συνεπειών μίας εξελισσόμενης απεργίας[35]. Άλλωστε, στον εργοδότη απομένουν άλλες δυνατότητες άμυνας, μεταξύ των οποίων είδαμε ότι στη γερμανική έννομη τάξη συγκαταλέγεται και η (αμυντική) ανταπεργία, η οποία πάντως ορθά απαγορεύεται στην ελληνική δικαιοταξία[36].

Εν κατακλείδι, αξίζει να επισημάνουμε ότι με τη συγκεκριμένη απόφανση του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου θίχτηκε μόνο μία πτυχή της νομικής «λερναίας Ύδρας» της κατ’ επάγγελμα παραχώρησης προσωπικού, η οποία είναι μία ιδιαίτερα ελκυστική πρακτική διότι προσφέρει μία εξαιρετικά ευεπίφορη για την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων πλατφόρμα. Από την άποψη αυτή, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι ένα κεφάλαιο του εργατικού δικαίου που θα μας απασχολήσει για πολύ καιρό ακόμη.   

Η απόφαση του BVerfG είναι διαθέσιμη εδώ

*Η Ευλαμπία (Μπία) Τσολάκη είναι Δικηγόρος Θεσσαλονίκης ΜΔΣ Αστικού, Αστικού Δικονομικού και Εργατικού δικαίου της Νομικής Σχολής ΑΠΘ LL.M. in Transnational and European Commercial Law, Mediation, Arbitration and Energy Law of International Hellenic University (IHU) & Υποψήφια Διδάκτωρ Εργατικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ

Διαβάστε και άλλα άρθρα της Ευλαμπίας Τσολάκη εδώ


[1] Ζερδελής, ΣυλλΕργΔ3, σελ.92.

[2] ibid.

[3] Ζερδελής, ό.π., σελ.301.

[4] Ζερδελής, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις (εκδ. Αντ.Ν. Σάκκουλα, 1999), σελ.564.

[5] Ζερδελής, ό.π., σελ.564 σε υποσ.142.

[6] Βλ. για τη σχετική προβληματική Σεβαστίδη, Ανταπεργία (lock-out): ένα νομικό απολίθωμα ξαναζωντανεύει;, ΕΕργΔ 2016 (75), σελ.773επ.

[7] Βλ. ειδικότερα Σεβαστίδη, ό.π, σελ.779 και εκεί παραπομπές.

[8] Αξίζει να υπομνησθεί ότι το δίκαιο της απεργίας στη Γερμανία δεν τυγχάνει νομοθετικής ρύθμισης και μάλιστα όχι μόνο σε επίπεδο κοινού νόμου, αλλά και Συντάγματος υπό την έννοια ότι δεν απουσιάζει απλώς ένας αντίστοιχος του Ν.1264/1982 νόμος, αλλά και μία ανάλογη ρύθμιση του άρθρου 23 § 2 Σ. Έτσι, η συνταγματική κατοχύρωση της απεργίας στον GG προκύπτει έμμεσα από την αναγνώριση της συλλογικής αυτονομίας και για το λόγο αυτό θεωρείται νομικό της «σύστοιχο» με την έννοια ότι τίθεται στην αποκλειστική διακονία της, βλ. αναλυτικά σε Ζερδελή, Αναλογικότητα και Απεργία, σελ.64επ.

[9] Βλ. για το θέμα Σεβαστίδη, ό.π., σελ.776επ. και ιδίως778 και εκεί παραπομπές.

[10] Ζερδελής, ΣυλλΕργΔ3, σελ.352επ. Διευκρινίζεται ότι στον αντίποδα της αμυντικής ανταπεργίας βρίσκεται η επιθετική ανταπεργία, δια της οποίας ο εργοδότης έχει την πρωτοβουλία της προσφυγής στη χρήση του εν λόγω αγωνιστικού μέσου με σκοπό να εξαναγκάσει την πλευρά των εργαζομένων να αποδεχθεί τα αιτήματά του.

[11]Βλ. σε https://www.schuetze-seifert.de/ueber-schuetze-seifert/informationen-zur-aueg-reform/ (τελευταία πρόσβαση 12.08.2020 19.00μ.μ.).

[12] Βλ. για ορισμένα γενικά στατιστικά δεδομένα σε Σεβαστίδη, ό.π, σελ.785 και εκεί παραπομπές.

[13] Βλ. αναλυτικά για τις εννοιολογικές εκφάνσεις της νομικής έννοιας «Beschluß» σε Καΐση, Γερμανοελληνικό λεξικό νομικής ορολογίας, Τόμος Ι (Α-Κ), (εκδ.Σάκκουλα, 1997), σελ.303.

[14] Βλ.σκ.18 της από 19 Ιουνίου 2020 Beschluß του BVerG.

[15] ibid.

[16] Βλ. όσον αφορά ειδικά τη συλλογική αυτονομία τη δυσχερή διάκριση ανάμεσα στη διαμόρφωση των αναγκαίων όρων για την αποτελεσματική άσκησή της και τον περιορισμό της σε Ζερδελή, ΣυλλΕργΔ3, σελ.94επ.

[17] Βλ. σκ.19 της από 19 Ιουνίου 2020 Beschluß του BVerG.

[18]ibid.

[19] Βλ. σκ.20 της από 19 Ιουνίου 2020 Beschluß του BVerG.

[20] ibid.

[21] ibid.

[22] Βλ. σκ.19 της από 19 Ιουνίου Beschluß του BVerG.

[23] Βλ. σκ.21 της από 19 Ιουνίου Beschluß του BVerG.

[24] ibid.

[25] Σύμφωνα με την αρχή της ουδετερότητας του κράτους,  το κράτος πρέπει να απέχει από κάθε ενέργεια που ενδυναμώνει τη μία ή την άλλη πλευρά και εν τοιαύτη περιπτώσει μπορεί να επηρεάσει την έκβασή της συλλογικής διαπραγμάτευσης και του εργατικού αγώνα, βλ. σχετικά Ζερδελή, ό.π., σελ.300, όπου ορθά επισημαίνεται ότι «χωρίς κρατική ουδετερότητα η απαραίτητη ισορροπία τόσο κατά τις διαπραγματεύσεις, όσο και κατά τον εργατικό αγώνα θα ανατρεπόταν σε μεγάλο βαθμό. Η αρχή της κρατικής ουδετερότητας δεν είναι μόνο συνέπεια αλλά και προϋπόθεση της ισότητας των αγωνιστικών μέσων» (οι παραπομπές του συγγραφέα παραλείπονται).

[26] Βλ. σκ.23 της από 19 Ιουνίου Beschluß του BVerG.

[27] ibid.

[28] Βλ. σκ.25 της από 19 Ιουνίου Beschluß του BVerG.

[29] Βλ.σκ.26 της από 19 Ιουνίου Beschluß του BVerG.

[30] Βλ. σκ.26 και 31 της από 19 Ιουνίου Beschluß του BVerG.

[31] Βλ.σκ.27 της από 19 Ιουνίου 2020 Beschluß του BVerG.

[32] Βλ.σκ.32 της από 19 Ιουνίου 2020 Beschluß του BVerG.

[33] ibid.

[34] ibid.

[35] Βλ.σκ.30 της από 19 Ιουνίου 2020 Beschluß του BVerG.

[36] Βλ. το βάσιμο αντίλογο του Σεβαστίδη για την ανταπεργία, ό.π., σελ.783επ.

Σχόλια

Legal Jobs

Legal Jobs
Θέσεις Εργασίας-Υποτροφίες- Μεταπτυχιακά