Αντισυνταγματική η μεταβίβαση του μετοχικού κεφαλαίου της ΕΥΔΑΠ Α.Ε. και ΕΥΑΘ Α.Ε. στην ΕΕΣΥΠ

της Μπίας Τσολάκη, δικηγόρου*

Ύστερα από δύο αποκαρδιωτικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας σε επίπεδο Ολομέλειας, την υπ’ αρίθμ.668/2012 και 2307/2014, οι οποίες έκριναν συνταγματικά επιτρεπτές ουσιαστικά χωρίς κανένα έλεγχο νομιμότητας, πρόδηλα υπό τη βαριά σκιά της δεινής οικονομικής συγκυρίας, τις περικοπές των αποδοχών και συντάξεων του δημοσίου τομέα που επιβλήθηκαν δυνάμει του Μνημονίου Ι και τις δομικές επεμβάσεις στη συλλογική αυτονομία βάσει του Μνημονίου ΙΙ, με εξαίρεση την απαγόρευση της μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία που κρίθηκε αντισυνταγματική, το Ανώτατο Διοικητικό Ακυρωτικό εξέπληξε ευχάριστα με τις υπ’ αρίθμ.1223-4/2020 αποφάσεις της Επταμελούς σύνθεσης του Δ΄ Τμήματός του. 

Εν προκειμένω, το νομικό ζήτημα που κλήθηκε να αντιμετωπίσει αναφέρεται στη συνταγματικότητα της μεταβίβασης του μετοχικού κεφαλαίου της ΕΥΔΑΠ Α.Ε. και ΕΥΑΘ Α.Ε. στην ΕΕΣΥΠ μέσω του ΤΑΙΠΕΔ. Σύμφωνα με την ομόφωνη γνώμη του Τμήματος « ο έλεγχος της πλειοψηφίας του μετοχικού κεφαλαίου της ΕΥΔΑΠ ΑΕ δύναται να ασκείται όχι μόνο ευθέως από το Ελληνικό Δημόσιο, αλλά και εμμέσως από αυτό, δια της παρεμβολής άλλου νομικού προσώπου. Τούτο όμως είναι επιτρεπτό μόνο υπό την προϋπόθεση ότι το παρεμβαλλόμενο νομικό πρόσωπο έχει συσταθεί για την εξυπηρέτηση σκοπού δημοσίου συμφέροντος, υπόκειται, ως προς τις εξουσίες που διαθέτει σε σχέση με τη διαχείριση της ΕΥΔΑΠ [δια της κατοχής της πλειοψηφίας του μετοχικού της κεφαλαίου], στις ουσιαστικές δεσμεύσεις οι οποίες απορρέουν από το Σύνταγμα σε σχέση με την παρεχόμενη συγκεκριμένη υπηρεσία κοινής ωφέλειας και, επιπροσθέτως, το Ελληνικό Δημόσιο, αφενός, κατέχει το μετοχικό του κεφάλαιο και, αφετέρου, ελέγχει πλήρως τα όργανα διοίκησής του, δια του διορισμού, ιδίως, των μελών του διοικητικού του συμβουλίου» (ομοίως και για την ΕΥΑΘ Α.Ε.). 

Υπό το φως αυτών των παραδοχών, αποφάνθηκε ότι το ΕΕΣΥΠ, δηλαδή ο φορέας που απέκτησε την πλειοψηφία του μετοχικού κεφαλαίου της ΕΥΔΑΠ Α.Ε. και ΕΥΑΘ Α.Ε., δεν πληρούσε τα προαναφερθέντα εχέγγυα για την εξυπηρέτηση του σκοπού δημοσίου συμφέροντος που συνδέεται με τη διαχείριση του δημοσίου αγαθού του νερού. Ειδικότερα, δέχτηκε ότι το Ελληνικό Δημόσιο, με τη συγκεκριμένη μεταβίβαση, αποκόπηκε από τον έλεγχο του ΔΣ της ΕΕΣΥΠ, το οποίο έχει το γενικό τεκμήριο αρμοδιότητας για όλα τα σχετιζόμενα με τη διαχείριση της θέματα, διότι η σύνθεσή του δεν αποφασίζεται από τη ΓΣ της, δηλαδή από το Ελληνικό Δημόσιο, αλλά από ένα άλλο όργανο, το λεγόμενο Εποπτικό Συμβούλιο της ΕΕΣΥΠ. 

Ωστόσο, όπως υπογραμμίζεται από τις δύο αποφάσεις του ΣτΕ, τα μέλη του Εποπτικού Συμβουλίου δεν ορίζονται από το Ελληνικό Δημόσιο, αλλά με συναπόφαση του Ελληνικού Δημοσίου από τη μία πλευρά και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας από την άλλη, ενεργούντων από κοινού. Για την ακρίβεια, εύστοχα επισημαίνεται ότι «η απαιτούμενη, σύμφωνα με το νόμο, συναίνεση του Υπουργού Οικονομικών για τα επιλεγόμενα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τον ΕΜΣ δύο μέλη, δεν αναιρεί την αποφασιστική αρμοδιότητα που αναγνωρίζεται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τον ΕΜΣ ως προς την εκλογή όλων των μελών του Εποπτικού Συμβουλίου, εφόσον ακόμη και για τα τρία μέλη που εκλέγονται από το Ελληνικό Δημόσιο απαιτείται η σύμφωνη γνώμη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του ΕΜΣ.». 

Έτσι, με το δεδομένο ότι «η παροχή υπηρεσιών ύδρευσης και αποχέτευσης δε συνιστά δραστηριότητα αναπόσπαστη από τον πυρήνα της κρατικής εξουσίας […]ο έλεγχος της ΕΥΔΑΠ Α.Ε. από το Ελληνικό Δημόσιο, όχι απλώς με την άσκηση εποπτείας επ’ αυτής, αλλά και δια του μετοχικού της κεφαλαίου, είναι συνταγματικώς επιβεβλημένος (ΣτΕ 1906/2014 Ολομ.). Κατά συνέπεια, η αποξένωση από τον έλεγχο αυτό με την αναγνώριση σε όργανα διεθνών οργανισμών αρμοδιοτήτων που περιορίζουν, έστω και εμμέσως, τον έλεγχο του Ελληνικού Δημοσίου επί της ΕΥΔΑΠ Α.Ε., όπως η αναγνωριζόμενη με τις διατάξεις του άρθρου 191 ν.4389/2016 στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας της εξουσίας να συναποφασίζουν με τον Υπουργό Οικονομικών για την επιλογή των μελών του Εποπτικού Συμβουλίου, ειδικού συλλογικού οργάνου που διορίζει το ΔΣ της ΕΕΣΥΠ […], επιτρέπεται μόνον υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 28 παρ.2 του Συντάγματος» (ομοίως και για την ΕΥΑΘ Α.Ε.), οι οποίες, όμως, στην προκειμένη περίπτωση δεν πληρούνταν. 

Έτσι, με τη συγκεκριμένη συλλογιστική, το ΣτΕ προέβη σε ένα νομικά άρτιο έλεγχο συνταγματικής νομιμότητας σχετικά με τη διαχείριση ενός ύψιστου κοινωνικού αγαθού, όπως είναι το νερό, θέτοντας εμμέσως, πλην σαφώς και ένα ζήτημα προσβολής της δημοκρατικής αρχής από τη στιγμή που με τον τρόπο αυτό αναγνωρίστηκαν εξουσίες σε διεθνή όργανα χωρίς την τήρηση των οικείων συνταγματικών εγγυήσεων. 

Αξίζει να αναφερθεί ότι οι δύο αυτές αποφάσεις του Δ΄ Τμήματος του ΣτΕ εκδίδονται στον απόηχο της απόφασης του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου της 5ης Μαΐου 2020, η οποία έκρινε ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ενήργησε «ultra vires» κατά την υλοποίηση του προγράμματός της «PSPP» (Public Sector Purchase Programme) διότι κατά τη δράση της αυτή αντί να περιοριστεί στην άσκηση νομισματικής πολιτικής διείσδυσε κατά νόσφιση εξουσίας στη δημοσιονομική σφαίρα, η οποία παραμένει στην αρμοδιότητα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και εν γένει όλων των κρατών-μελών, προσβάλλοντας με τον τρόπο αυτό τη δημοκρατική αρχή. 

Παρά το γεγονός ότι το νομικό υπόβαθρο στις δύο παραπάνω κατηγορίες υποθέσεων, το οποίο δεν μπορεί να αναπτυχθεί στις λίγες αυτές γραμμές, είναι διαφορετικό, είναι ιδιαίτερα κρίσιμο ότι αμφότερες θέτουν στο επίκεντρο του νομικού ενδιαφέροντος ένα μείζον ζήτημα σεβασμού της δημοκρατικής αρχής από την πλευρά των ενωσιακών θεσμών. 

Το σίγουρο είναι ότι ύστερα από ένα διάστημα δικαιοδοτικών «υποχωρήσεων» στον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, το Συμβούλιο της Επικρατείας επανήλθε δριμύτερο «παίρνοντας πίσω το αίμα του» για τις ατυχείς αποφάσεις 668/2012 και 2307/2014 και για το λόγο αυτό αναμένεται με νομική ανυπομονησία εάν θα εμείνει στη θέση αυτή και η Ολομέλεια, λαμβανομένου υπόψη ότι στις υπό κρίση αποφάσεις στην τελική απόφανση υπήρχε αντίθετη μειοψηφία, όπου παραπέμφθηκε το θέμα λόγω της σπουδαιότητάς του. 

* H Μπία Τσολάκη είναι Δικηγόρος Θεσσαλονίκης , ΜΔΣ Αστικού, Αστικού Δικονομικού και Εργατικού δικαίου της Νομικής Σχολής ΑΠΘ,  LL.M. in Transnational and European Commercial Law, Mediation, Arbitration and Energy Law of International Hellenic University (IHU) & Υποψήφια Διδάκτωρ Εργατικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ


Σχόλια

Legal Jobs

Legal Jobs
Θέσεις Εργασίας-Υποτροφίες- Μεταπτυχιακά