Η αντικατάσταση του Πραγματογνώμονα κατ' άρθρο 370 ΚΠολΔ


της Μαρίας Σωτηρoπούλου, ασκ.δικηγόρου Καλαμάτας
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 368  ΚΠολΔ, «το Δικαστήριο μπορεί να διορίσει έναν ή περισσότερους πραγματογνώμονες, αν κρίνει πως πρόκειται για ζητήματα που απαιτούν για να γίνουν αντιληπτά ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης». Επίσης «το Δικαστήριο οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονες, αν το ζητήσει κάποιος διάδικος και κρίνει ότι χρειάζονται ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης».
Ακολούθως σύμφωνα με το άρθρο 370 παρ. 3 ΚΠολΔ, (ως ισχύει  μετά από την αντικατάσταση του από την παρ. 2 του άρθρου δεύτερου του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015) «τους πραγματογνώμονες μπορεί να τους αντικαταστήσει για εύλογη αιτία το Δικαστήριο που τους διόρισε με αίτηση των διαδίκων ή αυτεπαγγέλτως  κατά την διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων 686 επ ΚΠολΔ. (ΑΠ 1003/2015, ΕφΠειρ 61/2014 ΝΟΜΟΣ), για τις οποίες υποθέσεις (οι οποίες δηλαδή δικάζονται κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων) όπως ρητά ορίζεται στο άρθρο 690 παρ. 1 ΚΠολΔ  αρκεί η πιθανολόγηση των ισχυρισμών (ΑΠ 1352/2006).
Όπως συνάγεται δηλαδή από τη διάταξη του άρθρου 370 § 3 του ΚΠολΔ, για την αντικατάσταση πραγματογνώμονα απαιτείται εύλογη αιτία, η οποία υφίσταται όταν στο πρόσωπο του πραγματογνώμονα συντρέχουν ορισμένα περιστατικά, τα οποία δικαιολογούν την αντικατάσταση. Η ένταξη των περιστατικών στην έννοια της εύλογης αιτίας, όπως είναι αντιληπτό, απόκειται στην κρίση του δικαστηρίου, το οποίο ερευνά σε κάθε περίπτωση τα συγκεκριμένα περιστατικά που προβάλλονται. Τέτοια περιστατικά μπορεί να είναι ενδεικτικά, λόγοι ανειλημμένων εργασιακών υποχρεώσεων του πραγματογνώμονος, λόγοι ασθένειας, φόρτος εργασίας, η έλλειψη ειδικών γνώσεων κ.α. (Εφ Δωδ 223/2009, βλ. Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας ΕρμΚΠολΔ τόμος I υπ` άρθρο 370 αρ. 8, Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ τ. Β` σελ. 723), εύλογη αιτία μπορεί να αποτελέσει η άπρακτη  παρέλευση  της προθεσμίας  για διενέργεια πραγματογνωμοσύνης και εν συνεχεία  καθυστέρησης  περάτωσης  αυτής χωρίς  δικαιολογημένη αιτία. 
Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 376 του ΚΠολΔ οι πραγματογνώμονες μπορούν να ζητήσουν οι ίδιοι να εξαιρεθούν ή να εξαιρεθούν από διάδικο μεταξύ άλλων περιπτώσεων και όταν συντρέχει κάποιος από τους λόγους του άρθρου 52 παρ. 1 εδ. α έως γ` και στ`. Επομένως οι πραγματογνώμονες μπορούν να εξαιρεθούν από διάδικο αν έχουν προκαλέσει ή προκαλούν υπόνοια μεροληψίας, ιδίως αν έχουν με κάποιο διάδικο ιδιαίτερη φιλία, ιδιαίτερες σχέσεις καθηκόντων ή εξάρτησης, έριδα ή έχθρα. Σε παρεμφερείς διατάξεις των ευρωπαϊκών χωρών (πρβλ. παρ. 406 της γερμανικής ΖΡΟ) γίνεται δεκτό ότι είναι αρκετή για την εξαίρεση του πραγματογνώμονα και μια υποκειμενικά μόνο δικαιολογημένη δυσπιστία του διαδίκου για την αμεροληψία του. (βλ. και ΕφΑθ 164/1986). Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 377 § 1 ΚΠολΔ, την εξαίρεση την προτείνει ο πραγματογνώμονας ή ένας από τους διαδίκους με γραπτή αίτηση που υποβάλλεται στο δικαστήριο ή στον εντεταλμένο δικαστή που διόρισε τους πραγματογνώμονες. Η αίτηση κατατίθεται στην γραμματεία του δικαστηρίου μέσα σε πέντε ημέρες αφότου κοινοποιήθηκε η απόφαση που διορίζει τους πραγματογνώμονες. Αργότερα η αίτηση για εξαίρεση είναι απαράδεκτη, εκτός αν ο λόγος της εξαίρεσης προέκυψε κατόπιν. Η αίτηση παραδεκτώς ασκείται μετά την πάροδο της πενθήμερης προθεσμίας τόσο στην περίπτωση οψιγενούς, όσο και στην περίπτωση οψιφανούς λόγου, όταν ο διάδικος έλαβε γνώση του λόγου εξαίρεσης χωρίς υπαιτιότητα του μετά την προαναφερόμενη προθεσμία (βλ.Β. Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ, Τόμος Ζ`, 2001, άρθρο 377 αρ. 1, Ι, Τέντε, σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΚΠολΔ I (2000), 377 αριθ. 3). Πάντως, ο διάδικος οφείλει να ασκήσει αμέσως τη σχετική αίτηση μόλις εμφανισθεί ή γίνει γνωστός ο λόγος (βλ. Ι. Τέντε, ό.π.). Η άσκηση της αίτησης εξαίρεσης "αμέσως" έχει την έννοια της χωρίς καθυστέρηση σύνταξης και κατάθεσης της, σε κάθε δε περίπτωση όχι μετά την πάροδο πέντε ημερών από τα γεγονότα αυτά (εμφάνιση - γνώση), όπως συνάγεται από την τελολογική ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 377 § 1 ΚΠολΔ, η οποία στο εδ.α’  θέτει τέτοια πενθήμερη προθεσμία που εκκινεί από την κοινοποίηση της απόφασης διορισμού του πραγματογνώμονα. (ΠΠρΑΘ 40/2011)
Τέλος, ο πραγματογνώμονας δεν νομιμοποιείται να αιτηθεί την αντικατάσταση του, την οποία μπορούν να επιβάλλουν μόνο οι διάδικοι ή και το Δικαστήριο (που διόρισε τον πραγματογνώμονα) αυτεπαγγέλτως κατόπιν αιτήσεως αυτού. (ΕφΔωδ 160/2009), γιατί τούτο δεν έχει αποξενωθεί ακόμη της υποθέσεως, ώστε να μη μπορεί να επανέλθει επ` αυτής, όταν ανακύψει νόμιμη περίπτωση (Ε.Α. 2321/2000 Ελλ.Δ/νη 2000.1424, ΕΑ 9104/1978 ΝοΒ 27.598).
Όταν η σχετική αίτηση επισπεύδεται από διάδικο πρέπει κατά την εκδίκαση της (της αίτησης) να καλούνται από τον αιτούντα όλοι οι διάδικοι και αντίδικοι του, ενώ και στην περίπτωση που επιλαμβάνεται της υποθέσεως το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως  πρέπει να καλούνται όλοι οι διάδικοι , αλλιώς η συζήτηση είναι απαράδεκτη  (ΕφΑθ 10872/1986).
Επίσης στην διάταξη του αρθρ. 370 παρ. 3 ΚΠολΔ δεν ορίζεται προθεσμία αντικατάστασης των πραγματογνωμόνων , είναι ωστόσο προφανές ότι η αντικατάσταση μπορεί να λάβει χώρα το αργότερο , μέχρι το χρόνο διενέργειας της πραγματογνωμοσύνης.
Τέλος το Δικαστήριο ταυτοχρόνως με την αντικατάσταση διορίζει άλλον ή άλλους πραγματογνώμονες για την διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης καταρχήν από τον κατάλογο των πραγματογνωμόνων. Αν δεν υπάρχει κατάλογος ή δεν έχει συμπεριληφθεί η σχετική ειδικότητα του  στον κατάλογο ή αν το δικαστήριο το κρίνει σκόπιμο, διορίζει το πρόσωπο που κρίνει κατάλληλο για το σκοπό αυτό. Η τυχόν δε εσφαλμένη κρίση του πραγματογνώμονα ή η μη λήψη από αυτόν υπόψη κρίσιμων αποδεικτικών στοιχείων, δεν καθιστά άκυρη την έκθεσή του, αφού στο δικαστήριο εναπόκειται να της αποδώσει την προσήκουσα αποδεικτική βαρύτητα ή να διατάξει επανάληψη ή συμπλήρωσή της ή νέα πραγματογνωμοσύνη. (372 ΚΠολΔ, ΑΠ 1795/2005, ΑΠ 1493/2003).

Σχόλια