Δικαιούται χρηματική αποζημίωση ο εργαζόμενος που λύει ο ίδιος τη σύμβαση εργασίας του, εάν δεν μπόρεσε να εξαντλήσει την ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών (ΔΕΕ)

Απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-341/15 Hans Maschek κατά Magistratsdirektion der Stadt Wien - Personalstelle Wiener. Δικαιούται χρηματική αποζημίωση ο εργαζόμενος που λύει ο ίδιος τη σύμβαση εργασίας του, εάν δεν μπόρεσε να εξαντλήσει ολόκληρη ή μέρος της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει στην απόφασή του, ότι η οδηγία 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του
χρόνου εργασίας προβλέπει ότι κάθε εργαζόμενος δικαιούται ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων και ότι το δικαίωμα σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών αποτελεί αρχή του κοινωνικού δικαίου της Ένωσης με ιδιαίτερη σημασία. Παρέχεται σε κάθε εργαζόμενο, όποια και αν είναι η κατάσταση της υγείας του.
Όταν λύεται η σχέση εργασίας και η πραγματική λήψη της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών δεν είναι πλέον δυνατή, η οδηγία ορίζει ότι ο εργαζόμενος δικαιούται χρηματική αποζημίωση για να μην αποκλείεται, εξαιτίας της αδυναμίας αυτής, η απόλαυση του εν λόγω δικαιώματος, έστω και σε χρηματική μορφή.
Το Δικαστήριο διευκρινίζει συναφώς ότι ο λόγος για τον οποίο λύθηκε η σχέση εργασίας είναι άνευ σημασίας. Ως εκ τούτου, οι περιστάσεις υπό τις οποίες ο εργαζόμενος λύει, οικεία βουλήσει, τη σχέση εργασίας, δεν έχουν καμία επίπτωση στο δικαίωμά του να λάβει, ενδεχομένως, χρηματική αποζημίωση για την ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών την οποία δεν μπόρεσε να εξαντλήσει πριν από τη λύση της εργασιακής του σχέσης.
Το Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η οδηγία αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως ο κανονισμός περί μισθολογικού καθεστώτος του Δήμου Βιέννης, η οποία δεν αναγνωρίζει αξίωση αποζημιώσεως για μη ληφθείσα ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών σε εργαζόμενο του οποίου η σχέση εργασίας λύθηκε κατόπιν αιτήματος συνταξιοδοτήσεώς του και ο οποίος δεν ήταν σε θέση να εξαντλήσει την άδεια αυτή πριν από τη λύση της εργασιακής σχέσης. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει επίσης τη νομολογία του βάσει της οποίας ο εργαζόμενος δικαιούται, κατά τη συνταξιοδότησή του, χρηματική αποζημίωση, εφόσον δεν μπόρεσε να εξαντλήσει την ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών.[1]
Συνεπώς, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να παράσχουν στους εργαζομένους ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών μεγαλύτερη από την ελάχιστη ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών διάρκειας τεσσάρων εβδομάδων η οποία προβλέπεται από την οδηγία. Στην περίπτωση αυτή, τα κράτη μέλη μπορούν να παράσχουν σε εργαζόμενο, ο οποίος λόγω ασθένειας δεν μπόρεσε να εξαντλήσει το σύνολο της πρόσθετης ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών πριν από τη λύση της σχέσεως εργασίας του, χρηματική αποζημίωση που αντιστοιχεί στην πρόσθετη αυτή περίοδο. Στα κράτη μέλη απόκειται ο καθορισμός των προϋποθέσεων της παροχής αυτής.


[1] Αποφάσεις του Δικαστηρίου της 3ης Μαΐου 2012, Neidel (C-337/10), ΑΤ αριθ. 57/12: κατά τη συνταξιοδότησή του, ο εργαζόμενος δικαιούται χρηματική αποζημίωση εν δεν μπόρεσε να κάνει χρήση, λόγω ασθένειας, ολόκληρης ή μέρους της δικαιούμενης ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων, και της 20ης Ιανουαρίου 2009, Schultz-Hoff κ.λπ. (C-350/06 και C-520/06, ΑΤ αριθ. 4/09: ο εργαζόμενος δεν χάνει το δικαίωμά του σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών, αν δεν μπόρεσε να το ασκήσει λόγω ασθένειας).

Σχόλια