Αξίωση δικηγόρου να λάβει αμοιβή μεγαλύτερη της κατώτερης από τη νόμιμη που κατέβαλε η εντολέας του Τράπεζα στους συνεργαζόμενους δικηγόρους της

ΑΠ 198/2015 (πολ.) Αξίωση δικηγόρου να λάβει αμοιβή μεγαλύτερη της κατώτερης από τη νόμιμη που κατέβαλε η εντολέας του Τράπεζα στους συνεργαζόμενους δικηγόρους της. Η μη γνωστοποίηση της πρόθεσής του να ζητήσει τη νόμιμη αμοιβή δεν συνιστά καταχρηστική άσκηση δικαιώματος.
“Κατά το άρθρο 281 ΑΚ "Η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος". Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής καλή πίστη "θεωρείται η συμπεριφορά του χρηστού και συνετού ανθρώπου, που επιβάλλεται κατά τους συνηθισμένους τρόπους ενεργείας, ενώ ως κριτήριο των "χρηστών ηθών"
χρησιμεύουν οι ιδέες του κατά γενική αντίληψη χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου ανθρώπου. Για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής δεν αρκεί καταρχήν μόνη η επί μακρό χρόνο αδράνεια του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμα του, ούτε η καλόπιστη πεποίθηση του υπόχρεου ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα κατ" αυτού ή ότι δεν πρόκειται τούτο να ασκηθεί, ούτε κατ' ανάγκην από την άσκησή του να δημιουργούνται απλώς δυσμενείς ή και αφόρητες επιπτώσεις για τον υπόχρεο, αλλά απαιτείται κατά περίπτωση συνδυασμός των ανωτέρω και γενικώς η συνδρομή ιδιαίτερων περιστάσεων, αναγομένων στη συμπεριφορά τόσο του δικαιούχου όσο και του υπόχρεου, εφόσον όμως αυτή του τελευταίου τελεί σε αιτιώδη σχέση με εκείνη του δικαιούχου και δεν είναι άσχετη με αυτήν, ώστε η άσκηση του δικαιώματος να αποβαίνει αντίθετη στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου...
Από το γεγονός ότι ο ενάγων (δικηγόρος) δεν γνωστοποίησε την πρόθεσή του στην εναγομένη (Τράπεζα) να ζητήσει τη νόμιμη αμοιβή για τις υποθέσεις που του ανέθεσε, αν και γνώριζε ότι η τελευταία είχε καθιερώσει βάσει πίνακα κατώτερες των νομίμων αμοιβές για τους συνεργαζόμενους δικηγόρους, δεν μπορεί να συνταχθεί καταρχήν ότι αποδεχόταν τις αμοιβές αυτές και συμφωνούσε έτσι σιωπηρά να ενταχθεί στο καθιερωμένο από την εναγομένη σύστημα αμοιβών των συνεργαζομένων με αυτή δικηγόρων. 
Σε κάθε όμως περίπτωση, η παράλειψη του ενάγοντος να προβεί στην ανωτέρω γνωστοποίηση και αν ακόμη δημιούργησε στην εκκαλούσα την πεποίθηση ότι αυτός είχε αποδεχθεί τις μη νόμιμες αμοιβές του πίνακα που ήταν κατώτερες των καθοριζομένων από τον Κώδικα Δικηγόρων, δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος του να ζητήσει τη νόμιμη αμοιβή του, αφού η ως άνω παράλειψη και οι λοιπές περιστάσεις που επικαλείται η εκκαλούσα δεν δικαιολογούν τη δημιουργία τέτοιας πεποιθήσεως και μάλιστα σε σημείο που η μεταγενέστερη άσκηση των νόμιμων αξιώσεων του ενάγοντος και η απόκρουση των επιβαλλομένων από την εναγομένη μικρότερων των νόμιμων αμοιβών, αντικειμενικά εκτιμώμενη, να παρέχει την έντονη εντύπωση της αδικίας και να έρχεται σε προφανή αντίφαση προς τις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών ηθών. 
Τα όρια των αρχών αυτών, εξάλλου, δεν υπερβαίνει η εν λόγω παράλειψη, έστω και αν είχε την επικαλούμενη από την εναγομένη συνέπεια, δηλαδή ότι την απέτρεψε να προσφύγει στις υπηρεσίες άλλου δικηγόρου, που θα αμειβόταν με τις αμοιβές του πίνακα της εναγομένης ή σε δικηγόρο που θα απασχολεί με πάγια αμοιβή, αφού η δυνατότητα αυτής να καταβάλει σε άλλο δικηγόρο μικρότερη από την οριζόμενη στο νόμο αμοιβή δεν αποτελεί νόμιμο τρόπο αποφυγής της αμοιβής αυτής και μάλιστα τρόπο που όφειλε κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη να μην αποτρέψει ο ενάγων. Εξάλλου, από το ότι η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα διάφορα ποσά ως αμοιβή για τις ενέργειες που έκανε και ο τελευταίος εξέδιδε αποδείξεις χωρίς τη μνεία σε αυτές για οριστική εξόφληση καθίσταται σαφής η πρόθεσή του να αξιώσει την προβλεπόμενη νόμιμη αμοιβή του. 
Ενόψει των ανωτέρω, η άσκηση της ένδικης αξίωσης του ενάγοντος να αμειφθεί σύμφωνα με τα ελάχιστα όρια αμοιβής, όπως αυτά ορίζονται από τις διατάξεις των άρθρων 92 παρ. 1, 98,100 επ. του ΝΔ 3062/1954 "περί Κώδικος Δικηγόρων", δεν προσκρούει στη συγκεκριμένη περίπτωση στις περί δικαίου και ηθικές αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, ούτε υπερβαίνει κατ' αντικειμενική κρίση προφανώς τα οριζόμενα όρια από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και επομένως η ένσταση της εναγομένης περί καταχρηστικής άσκησης του αγωγικού δικαιώματος, την οποία η τελευταία προέβαλε πρωτοδίκως και επαναφέρει εν προκειμένω με λόγο έφεσης". Με βάση τις παραδοχές του αυτές, το Εφετείο απέρριψε την έφεση της αναιρεσείουσας, επικυρώνοντας την πρωτοβάθμια απόφαση που είχε αποφανθεί ομοίως. Με τις παραδοχές του αυτές το Εφετείο, διέλαβε σαφείς, πλήρεις και επαρκείς αιτιολογίες και δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, αφού από αιτιολογικό αυτής προκύπτουν όλα τα περιστατικά τα οποία ήταν αναγκαία για την κρίση του δικαστηρίου, στη συγκεκριμένη περίπτωση για τη μη εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 281 ΚΠολΔ. 
Τούτο διότι, με βάση τις ανέλεγκτες πιο πάνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, η επί τριετία παράλειψη του αναιρεσίβλητου να γνωστοποιήσει την πρόθεσή του και να απαιτήσει τα ελάχιστα όρια της αμοιβής του, χωρίς την εκ μέρους του απόκρουση των επιβαλλομένων από την εναγομένη-αναιρεσείουσα μικρότερων των νόμιμων αμοιβών, δεν είναι στοιχεία αρκετά για να θεωρηθεί ότι δημιουργήθηκε στις σχέσεις των διαδίκων κατάσταση τέτοια, έτσι ώστε η ανατροπή της να καθιστά προφανώς καταχρηστική την άσκηση από τον αναιρεσίβλητο του εν λόγω δικαιώματός του. Οι πιο πάνω αναφερόμενες παραλείψεις του αναιρεσίβλητου, συνεπικουρούν και ενισχύουν την κατάσταση αδράνειας του τελευταίου, δεν συνιστούν ωστόσο τη συμπεριφορά εκείνη που θα δημιουργούσε στην αναιρεσείουσα την πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει, ο αντίδικός της, το σχετικό δικαίωμά του». (areiospagos.gr)

Σχόλια