Eίναι τα εγκλήματα τρομοκρατίας πολιτικά εγκλήματα; Ένα επίκαιρο κείμενο του αείμνηστου καθηγητή Ι.Μανωλεδάκη (α' μέρος)

«Και ερχόμαστε ήδη σ’ ένα κρίσιμο ερώτημα: Τα εγκλήματα τρομοκρατίας αποτελούν πολιτικά αδικήματα; Από τον ίδιο τον ορισμό που προτείνεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την έκδοση Απόφασης-Πλαισίου σχετικά με την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, όπου ως σκοπός του δράστη τρομοκρατικών πράξεων ορίζεται διαζευκτικά και η αποστεθεροποίηση ή η καταστροφή των πολιτικών, συνταγματικών ή οικονομικών δομών μιας χώρας ή ενός διεθνούς οργανισμού, αλλά και ο αδικαιολόγητος εξαναγκασμός δημόσιων αρχών ή διεθνούς οργανισμού «να εκτελέσουν οποιαδήποτε πράξη ή να απόσχουν από την εκτέλεση αυτή» (ΕΕΚ 2001:1109, αρ.1) συνάγεται ότι τόσο κατά την αντικειμενική
εκτίμηση (καταστροφή, αλλοίωση, αποσταθεροποίηση των πολιτικό-συνταγματικών δομών) όσο και κατά την υποκειμενική θεώρηση του πολιτικού εγκλήματος (επιδίωξη-στόχοι του δράστη) ο χαρακτήρας των τρομοκρατικών πράξεων ως πολιτικών εγκλημάτων δεν μπορεί καταρχήν να αποκλειστεί.  Ο διαφορισμός μεταξύ «πολιτεύματος» και «δημόσιας τάξης» και το επιχείρημα ότι η προσβολή του πρώτου μόνο συνιστά αντικειμενικά πολιτικό έγκλημα, ενώ οι προσβολές κατά της δεύτερης (όπου εντάσσονται και οι τρομοκρατικές πράξεις) όχι, είναι εντελώς αβάσιμος, εννοιοκρατικά τυπολατρικός και εκτός πραγματικότητας. Όπως και άλλοτε είχα τονίσει προσβολή του πολιτεύματος με σκοπό τη βίαια μεταβολή, αλλοίωση ή ανατροπή του χωρίς προηγούμενη ή παράλληλη προσβολή της δημόσιας τάξης και της πολιτειακής εξουσίας ως αυτοτελώς προσβαλλόμενων μεγεθών στο ποινικό δίκαιο δεν νοείται στην ιστορική πραγματικότητα. Τα δύο αυτά μεγέθη αποτελούν τον «προθάλαμο» του εννόμου αγαθού «πολίτευμα» και τον προστατευτικό περίγυρό του. Για να προσβάλλει κανείς το «πολίτευμα», πρέπει να περάσει αναγκαία μέσα ή πάνω από αυτούς που το προστατεύουν και από το ειρηνικό status μέσα στο οποίο διασφαλίζεται τούτο. Στις μέρες μας ένα μεγάλο τουλάχιστον μέρος της τρομοκρατίας συνιστά αναμφίβολα ανορθόδοξη (εγκληματική με το ισχύον δίκαιο) πολιτική έκφραση, δηλαδή πολιτικό έγκλημα. Οι αποσχιστικές βλέψεις των ΕΤΑ και IRA, οι επαναστατικές της «Φράξιας Κόκκινος Στρατός» (της RAF) και των «Ερυθρών Ταξιαρχιών», αλλά και ο θρησκευτικός «Ισλαμικός Ιερός Πόλεμος» (Djihad) δεν είναι λογικό να κριθούν, καταρχήν τουλάχιστον, ως εγκληματικές οργανώσεις χωρίς πολιτικές επιδιώξεις και πολιτικό σκεπτικό και (αντικειμενικά) με δραστηριότητες που, αν πετύχαιναν το στόχο τους, δεν θα συνεπάγονταν πολιτειακές και συνταγματικές μεταβολές.
Κι όμως, εκ προοιμίου, η θέση του διεθνούς νομοθέτη είναι να αποκλείσει γενικά, εκ των προτέρων και χωρίς εξαίρεση το χαρακτηρισμό του πολιτικού εγκλήματος από οποιαδήποτε πράξη τρομοκρατικής δραστηριότητας. Ετσι, ορίζεται ότι τα (ως τρομοκρατικά) αναφερόμενα εγκλήματα «δεν θα θεωρούνται πολιτικά ή εγκλήματα που εμπνέονται από πολιτικά κίνητρα» (άρθρο 1 ν.1789/1988 «Κύρωση Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την καταστολή της τρομοκρατίας») – έστω και για τις ανάγκες απλώς του θεσμού της έκδοσης μεταξύ των συμβαλλόμενων κρατών-, ρήτρα που επαναλαμβάνεται στο προοίμιο της Απόφασης- Πλαισίου, όπως προτείνεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Είναι βέβαια σοβαρά υποστηρίξιμη η άποψη πως για τη θεμελίωση του χαρακτηρισμού του «πολιτικού εγκλήματος» (που συνεπάγεται την ευμενέστερη μεταχείριση του δράστη του σε σχέση μ’εκεινη του κοινού εγκληματία) θα πρέπει να μην ανατρέπεται η αναλογία μέσου προς σκοπό με τη συγκεκριμένη τρομοκρατική πράξη. Αν δηλαδή ο θάνατος, λ.χ. μεγάλου αριθμού πολιτών άσχετων με την πολιτική εξουσία είναι το αποτέλεσμα μιας τρομοκρατικής ενέργειας με διακηρυγμένο ή υπονοούμενο πολιτικό στόχο, δεν θα πρόκειται, ασφαλώς, για πολιτικό έγκλημα, γιατί τα έννομα αγαθά που προσβλήθηκαν με την  πράξη δεν στηρίζουν την πολιτική εξουσία- και συνεπώς αντικειμενικά δεν υπάρχει ο όρος μεταβολής του πολιτικού status-, ενώ και το αποτέλεσμα της κατατρομοκράτησης του πληθυσμού υπερακοντίζει στη συγκεκριμένη περίπτωση εκείνο της αποσταθεροποίησης (και πολύ περισσότερο της καταστροφής) της δεδομένης πολιτικής και συνταγματικής τάξης. Δεν αρκεί λοιπόν για τον χαρακτηρισμό μιας αξιόποινης ενέργειας ως «πολιτικού εγκλήματος» να συντρέχει το αντικειμενικό στοιχείο της αλλοίωσης ή καταστροφής του πολιτικού status ή (και) το υποκειμενικό στοιχείο του πολιτικού σκεπτικού του δράστη της συγκεκριμένης πράξης. Πρέπει το μεν αντικειμενικό αυτό στοιχείο να μην υπερφαλαγγίζεται από μιας μεγαλύτερης έκτασης κοινωνική βλάβη, το δε υποκειμενικό των προθέσεων να μην «ακυρώνεται» από μια άστοχη (ή υπέρ-στοχη) ενέργεια που δεν μπορεί πια να το δικαιολογήσει. Ωστόσο, άλλο είναι αυτός ο ορθός περιορισμός και προσδιορισμός της έννοιας του πολιτικού εγκλήματος και άλλο η εκ προοιμίου άρνηση της για κάθε τρομοκρατική ενέργεια. Επομένως ή θα πρέπει να συμβιβαστούμε με το ενδεχόμενο μερικής ταύτισης της τρομοκρατίας με το πολιτικό έγκλημα (κάποιες δηλαδή πράξεις της να έχουν αυτόν τον χαρακτήρα) ή θα πρέπει να εγκαταλείψουμε (και να τελειώσουμε με) την έννοια του «πολιτικού εγκλήματος» θέτοντάς τη (ως ιστορικά ξεπερασμένη έννοια) στο «χρονοντούλαπο της Ιστορίας».
Προσωπικά πιστεύω πως το «πολιτικό έγκλημα» εξακολουθεί να αποτελεί ζωντανή και χρήσιμη έννοια του ποινικού δικαίου. Όσο υπάρχουν πολιτικοί αγώνες θα υπάρχουν και πολιτικές πράξεις που θα υπερβαίνουν τα υφιστάμενα όρια νομιμότητας, χαρακτηριζόμενες ως εγκλήματα με τους όρους του θετικού δικαίου. Στους δράστες αυτών των πράξεων αρμόζει η ιδιότητα του «πολιτικού εγκληματία» και η αντίστοιχη, ευμενέστερη γι αυτόν, μεταχείριση που προβλέπει η συνταγματική και ποινική νομοθεσία των φιλελεύθερων έννομων τάξεων». 
[Ιωάννης Μανωλεδάκης «Ασφάλεια Κράτους ή Ελευθερία» σε «Τρομοκρατία και Δικαιώματα» των Αντώνη Μανιτάκη, Ανδρέα Τάκη, εκδόσεις Σαββάλας, 2004]
O Ιωάννης Μανωλεδάκης (1937- 26 Ιουνίου 2011) ήταν Έλληνας νομικός, εκ των κορυφαίων Ελλήνων ποινικολόγων, ομότιμος καθηγητής Ποινικού δικαίου του ΑΠΘ και αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών

Σχόλια