Eσφαλμένη ανάγνωση εγγράφου από το δικαστήριο ουσίας κατ' άρθρο 559 αρ.20 ΚΠολΔ

AΠ 49/2015: Παραμόρφωση εγγράφου κατ’ άρθρο 559 αριθ. 20 ΚΠολΔ: «Από τις διατάξεις των άρθ. 335, 338, 339 340 και 346 ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας για να σχηματίσει την κρίση του σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης υποχρεούται να λάβει υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι προς απόδειξη ή ανταπόδειξη αυτών, η παράβαση δε της υποχρέωσης αυτής ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθ. 559 αριθ. 11 περ. γ' ΚΠολΔ λόγο
αναίρεσης, για την στοιχειοθέτηση του οποίου αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών ως προς την λήψη υπόψη συγκεκριμένου αποδεικτικού μέσου. Ο λόγος αυτός ελέγχεται ουσιαστικά αβάσιμος, αν αποδεικνύεται από την προσβαλλομένη απόφαση ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη όλα τ' αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι προς απόδειξη των ισχυρισμών τους. Προς τούτο αρκεί η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου που έλαβε υπόψη το δικαστήριο, χωρίς την ανάγκη ειδικής μνείας και αξιολόγησης εκάστου, καθόσον καμία διάταξη δεν επιβάλλει αυτήν και μόνον αν από την γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, θεμελιώνεται ο αναιρετικός αυτός λόγος, ενώ από την αναφορά στην απόφαση των αποδεικτικών μέσων και δη εγγράφων που κατά την εκτίμηση του δικαστηρίου της ουσίας είχαν ιδιαίτερη αποδεικτική αξία και σημασία δεν συνάγεται κατ' ανάγκην ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα λοιπά (ΑΠ 137/2014).
(Β) Κατά την διάταξη του άρθ.559 αριθ. 20 ΚΠολΔ. αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου δεχόμενο πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής παραμόρφωση υπάρχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας υποπίπτει σε διαγνωστικό λάθος (εσφαλμένη ανάγνωση), αποδίδει δηλ. σε ορισμένο αποδεικτικό έγγραφο, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 επ. ΚΠολΔ, περιεχόμενο προφανώς διαφορετικό εκείνου που πραγματικά έχει, εξαιτίας του οποίου καταλήγει σε επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα πόρισμα ως προς πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκη, όχι, όμως, και όταν το δικαστήριο, εκτιμώντας το έγγραφο ως αποδεικτικό μέσο, προβαίνει σε εκτίμηση του αληθινού περιεχομένου του, που έχει διαγνωσθεί σωστά, δηλ. σε αποδεικτική αξιολόγησή του, και συνάγει, έστω και εσφαλμένα, αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που θεωρεί ορθό ο αναιρεσείων, διότι πράγματι στην τελευταία αυτή περίπτωση πρόκειται για αιτίαση αναφερομένη στην εκτίμηση πραγμάτων, η οποία δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (άρθ. 561§1 ΚΠολΔ), σε κάθε δε περίπτωση για την θεμελίωση του λόγου αυτού πρέπει το δικαστήριο να μόρφωσε την γνώμη του αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από το περιεχόμενο του εγγράφου, που κατά την σχετική αιτίαση του αναιρεσείοντος φέρεται ότι παραμόρφωσε, προϋπόθεση που δεν συντρέχει, όταν το έγγραφο αυτό εκτιμήθηκε μαζί με τα άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρεται η σημασία του σε σχέση με το αποδεικτικό πόρισμα του δικαστηρίου (ΑΠ 2236/2013, 2236/2013).
Στην προκειμένη περίπτωση το Μονομελές Εφετείο Λαμίας, κρίνοντας, ύστερ' από την άσκηση εφέσεων εκ μέρους αμφοτέρων των διαδίκων, επί αγωγής του ήδη αναιρεσιβλήτου με αντικείμενο την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης για την ηθική βλάβη που υπέστη από εργατικό ατύχημα, με την προσβαλλομένη 3/2014 απόφασή του και όπως απ' αυτήν προκύπτει δέχθηκε, μεταξύ άλλων, ότι, όπως αποδείχθηκε "από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης που εξετάστηκαν νομότυπα στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως αυτού και από όλα ανεξαιρέτως τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς και από τα έγγραφα της ποινικής δικογραφίας, που σχηματίσθηκε για το ένδικο ατύχημα", ο αναιρεσίβλητος ενάγων προσλήφθηκε στην Λαμία την 27-7-2006 από την αναιρεσείουσα εναγομένη ανώνυμη εταιρεία, που ασχολείται με την εκτέλεση δημόσιων και ιδιωτικών έργων και κατ' εκείνο τον χρόνο είχε αναλάβει την κατασκευή της νέας σιδηροδρομικής γραμμής του ΟΣΕ στο τμήμα από Ρεγκίνι έως Λιανοκλάδι Φθιώτιδας, με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου για να εργασθεί ως οδηγός φορτηγών αυτοκινήτων της εναγομένης για την μεταφορά αδρανών υλικών, ύδατος, προσωπικού κλπ., ότι περί ώρα 13.00' της 4-12-2006 στο εργοτάξιο της εναγομένης στην περιοχή Ανθήλης Φθιώτιδας, όπου εκτελούνταν χωματουργικές εργασίες, ο ενάγων οδηγούσε το με αριθ. .... φορτηγό αυτοκίνητο-υδροφόρα και κατάβρεχε το κατασκευασθέν επίχωμα από αμμοχάλικο, ότι σε κάποια στιγμή ο ενάγων θέλησε να εξέλθει από την καμπίνα του παραπάνω οχήματος, προκειμένου να κλείσει την στρόφιγγα της υδροφόρας και να αποκόψει την παροχή του ύδατος, ότι ανοίγοντας την πόρτα του οδηγού ο ενάγων έπιασε την χειρολαβή με το αριστερό του χέρι και ταυτόχρονα τοποθέτησε το δεξιό του πόδι στο τελευταίο σκαλοπάτι του οχήματος που οδηγούσε, ότι τότε εντελώς ξαφνικά, λόγω της παλαιότητας και της κακής συντήρησης του οχήματος, έφυγε από την θέση της η χειρολαβή της πόρτας και ταυτόχρονα έσπασε και έφυγε από την θέση του και το σκαλοπάτι, στο οποίο πατούσε, με αποτέλεσμα να πέσει στο έδαφος, διπλώνοντας το αριστερό πόδι του, και να υποστεί κάταγμα του έξω κνημιαίου κονδύλου του αριστερού γόνατος (για την αντιμετώπιση του οποίου ο ενάγων υποβλήθηκε στις χειρουργικές επεμβάσεις που αναφέρονται στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, στην οποία γίνεται και λεπτομερής έκθεση της εξέλιξης της κατάστασης της υγείας του ενάγοντος), ότι "το ότι το σκαλοπάτι έσπασε κατά την προσπάθεια του ενάγοντος να κατέβει από το φορτηγό αυτοκίνητο, προκύπτει από την κατάθεση της μάρτυρος συζύγου του ενάγοντος, ... κατάθεση την οποία το Δικαστήριο κρίνει καθόλα πειστική λόγω του ότι ενισχύεται και από την υπ' αριθ.810/20-11-2008 έκθεση έρευνας εργατικού ατυχήματος του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας..." και ότι ως εκ τούτου είναι αβάσιμος και απορριπτέος ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι "δε φέρει καμία ευθύνη για τον τραυματισμό του ενάγοντος, επειδή αυτός τραυματίστηκε κατά την κάθοδό του από το φορτηγό αυτοκίνητο, σκοντάφτοντας σε κάποια πέτρα", ότι "άλλωστε και η ίδια η εναγομένη στην δήλωσή της προς το ΙΚΑ του ένδικου ατυχήματος, ανέφερε ότι αυτός (ενάγων) έπεσε κατά την κάθοδό του από το φορτηγό, όχι όμως ότι παραπάτησε σε κάποια πέτρα και ότι η πτώση του οφείλεται στο γεγονός αυτό", ότι κατά συνέπεια ο τραυματισμός του ενάγοντος οφείλεται στην αμέλεια της εναγομένης εταιρείας, η οποία δεν έλαβε, διά των προστηθέντων της, τα απαιτούμενα μέτρα ασφαλείας για την σωματική ακεραιότητα και υγεία των εργαζομένων της και συγκεκριμένα (α) δεν προέβη στην τακτική συντήρηση του οδηγουμένου από τον ενάγοντα ως άνω αυτοκινήτου, ώστε να αντιληφθεί εγκαίρως ότι η χειρολαβή και το σκαλοπάτι αυτού χρειάζονταν επισκευή και να τα επισκευάσει (β) δεν προέβη στην επισκευή αυτήν, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις του ενάγοντος προς τούτο, ενώ αντιθέτως του επέτρεπε να χρησιμοποιεί καθημερινά το αυτοκίνητο αυτό, με βάση δε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τα αφορώντα στην αντιμετώπιση της σωματικής αυτής βλάβης του ενάγοντος και την εξέλιξη της υγείας του), εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση της εναγομένης, δέχθηκε κατ' ουσίαν την έφεση του ενάγοντος και κατά μερική παραδοχή της αγωγής του υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει σ' αυτόν ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από το ατύχημα το ποσό των 17.000€. Σε σχέση με την κρίση αυτή του Εφετείου η αναιρεσείουσα εναγομένη προβάλλει τις αιτιάσεις: (1) Με τον 1ο λόγο αναίρεσης από το άρθ.559 αριθ.11 περ.γ' ΚΠολΔ, ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τη νομίμως με επίκληση προσκομισθείσα ενώπιον αυτού με αριθ.πρωτ.98/5-12-2006 δήλωση αναγγελίας εργατικού ατυχήματος, στην οποία αυτή προέβη προς το ΣΕΠΕ Φθιώτιδας. Ο λόγος αυτός πρέπει ν' απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι από την περιεχομένη στην προσβαλλομένη απόφαση ως άνω βεβαίωση δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι το δικαστήριο της ουσίας για τον σχηματισμό του αποδεικτικού του πορίσματος έλαβε υπόψη και το έγγραφο αυτό, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι στην προσβαλλομένη απόφασή του δεν μνημονεύεται ειδικά και το έγγραφο αυτό. (2) Με τον 2ο (και τελευταίο) λόγο αναίρεσης από τον αριθ.20 του ίδιου άρθρου, ότι το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο της από 11-12-2006 δήλωσης ατυχήματος του ενάγοντος προς το ΙΚΑ, η οποία είναι αποκλειστικά δική του και στην οποία δηλώνει κατά λέξη "σταμάτησα την υδροφόρα... και όταν πήγα να κατέβω έπεσα", δεχθέν ότι στην δήλωση αυτή προέβη η ίδια η αναιρεσείουσα εναγομένη και ειδικότερα ότι δήλωσε ότι ο ενάγων "παραπάτησε και έπεσε". Ο λόγος αυτός πρέπει ν' απορριφθεί, ως ερειδόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, διότι από το προαναφερθέν περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλομένης προκύπτει ότι το δικαστήριο ουδόλως δέχθηκε ότι η εναγομένη στην δήλωση ατυχήματος προς το ΙΚΑ δήλωσε ότι ο ενάγων "παραπάτησε και έπεσε", αλλά το αντίθετο (ότι δηλ. η εναγομένη δεν δήλωσε αυτό), προεχόντως, όμως, διότι το Εφετείο, ορθά αναγιγνώσκοντας το έγγραφο αυτό, δεν μόρφωσε την γνώμη του (για τις συνθήκες του ατυχήματος και την υπαιτιότητα της αναιρεσείουσας) αποκλειστικά, αλλά ούτε και κυρίως από το έγγραφο αυτό, το οποίο απλά συνεκτίμησε με άλλα αποδεικτικά μέσα, όπως προκύπτει και από την διατύπωση της προσβαλλομένης "άλλωστε και η ίδια η εναγομένη στη δήλωσή της προς το ΙΚΑ...", με την οποία δηλώνεται συνδυασμός και σύνδεση του εγγράφου αυτού με τα άλλα αποδεικτικά μέσα, και μάλιστα κατά τρόπο επικουρικό. Επομένως, πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα» (areiospagos.gr)

Σχόλια