Βασική εκλογική νομολογία

AEΔ 11/2011- Περίληψη:  Ένσταση και αντενστάσεις κατά του κύρους βουλευτικής εκλογής - Συνεκδίκαση - Προβολή από υποψήφιο εκλογικών παραβάσεων άλλης εκλογικής περιφέρειας - Παράβαση του νόμου για τη διεξαγωγή της εκλογής - Λάθος στην αρίθμηση των ψήφων - Αλλοιώσεις και ακυρότητες ψηφοδελτίων - Θέση μονογραφής του προέδρου της εφορευτικής επιτροπής δίπλα σε κάθε σταυρό προτίμησης και αναγραφή ολογράφως του αριθμού των σταυρών -. Συνεκδίκαση ένστασης και αντενστάσεων κατά του κύρους βουλευτικής εκλογής. Ένσταση κατά του κύρους βουλευτικής εκλογής σε ορισμένη
εκλογική περιφέρεια έχει το δικαίωμα να ασκήσει για οποιοδήποτε λόγο ο καθένας που ανακηρύχθηκε υποψήφιος βουλευτής κατ’’ αυτή την εκλογή στην ίδια εκλογική περιφέρεια, αλλά δεν έχει ανακηρυχθεί βουλευτής, ο υποψήφιος δε αυτός νομιμοποιείται να προβάλλει και εκλογικές παραβάσεις άλλης εκλογικής περιφέρειας, εφόσον στοιχειοθετείται νομικός και πραγματικός δεσμός της αξιουμένης εκλογής στην περιφέρειά του προς το αποτέλεσμα της εκλογής της άλλης περιφέρειας, έτσι ώστε οι καταλογιζόμενες παραβάσεις στην άλλη εκλογική περιφέρεια να ασκούν επιρροή στην εκλογή της πρώτης. Οι λόγοι της ενστάσεως που αναφέρονται σε παράβαση του νόμου κατά τη διεξαγωγή της εκλογής ή/και σε λάθος στην αρίθμηση των ψήφων πρέπει να προσδιορίζουν ειδικώς και τους λόγους για τους οποίους η προβαλλομένη παράβαση ή το λάθος επάγεται διαφορετικά αποτελέσματα ως προς την εκλογή σε σχέση με τα πριν την παραδοχή των προκύψαντα. Θεωρούνται κατ’ αρχήν διακριτικά γνωρίσματα που παραβιάζουν το απόρρητο της ψηφοφορίας, διακριτικοί σταυροί μέσα σε κύκλο, αγκυλωτοί σταυροί, σταυροί σε σχήμα αστερίσκου (σαφώς διακρινόμενοι από κακοτέχνως σημειουμένους σταυρούς), σταυροί σε άλλη θέση του ψηφοδελτίου και όχι δίπλα στο όνομα του υποψηφίου, γράμματα αντί σταυρού, η σημείωση του σχήματος V αντί σταυρού, σταυροί άλλης, εκτός μαύρης ή γαλάζιας, αποχρώσεως. Θέση μονογραφής του προέδρου της εφορευτικής επιτροπής δίπλα σε κάθε σταυρό προτίμησης και αναγραφή ολογράφως του αριθμού των σταυρών.
ΣτΕ 244/2004 – Περίληψη: Εκλογές ΟΤΑ -Ακυρότητα διαδικασίας -Παράδοση εκλογικού υλικού - Παράδοση εκλογικών φακέλων -. Η παράβαση της υποχρέωσης των προέδρων των εφορευτικών επιτροπών ή άλλων μελών των επιτροπών παράδοσης στους αρμόδιους προέδρους πρωτοδικών ή ειρηνοδίκες μαζί με το λοιπό εκλογικό υλικό και όλων των έγκυρων και άκυρων εκλογικών φακέλων που χρησιμοποιήθηκαν κατά την ψηφοφορία μπορεί να θεωρηθεί παράβαση νόμου ή πλημμέλεια της εκλογής και να οδηγήσει σε ακύρωση της εκλογής, μόνον όταν ο ενιστάμενος προβάλλει ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας ότι φάκελοι από αυτούς που δεν παραδόθηκαν είχαν συγκεκριμένα διακριτικά γνωρίσματα που παραβιάζουν κατά τρόπο προφανή το απόρρητο της ψηφοφορίας. Το αρμόδιο δικαστήριο μπορεί να ακυρώσει με αιτιολογημένη απόφασή του την εκλογή όταν πείθεται ότι όντως οι φάκελοι αυτοί έφεραν διακριτικά γνωρίσματα και ο αριθμός των άκυρων ψηφοδελτίων σε συσχετισμό με τη διαφορά των ψήφων που υπάρχει μεταξύ των υποψήφιων συνδυασμών δημιουργούν αμφιβολίες για το ότι το συνολικό αποτέλεσμα της ψηφοφορίας θα ήταν διαφορετικό αν δε συνέβαινε η παράβαση αυτή.
ΑΕΔ 12/2005 – Περίληψη: Η εκλογική νομοθεσία διακρίνει τρεις κατηγορίες ψήφων, τα έγκυρα ψηφοδέλτια (έντυπα και ιδιόγραφα) που εκφράζουν προτίμηση υπέρ συγκεκριμένου συνδυασμού ή μεμονωμένου υποψηφίου, τα έγκυρα λευκά ψηφοδέλτια που αποδοκιμάζουν όλους τους πολιτικούς σχηματισμούς της εκλογικής αναμετρήσεως και τα άκυρα ψηφοδέλτια. Ο εκλογικός νόμος δεν εξομοιώνει τα λευκά με τα άκυρα ψηφοδέλτια, αλλά επιβάλλει τη χωριστή καταγραφή των τριών κατηγοριών ψήφων στον συντασσόμενο, αρχικά από την εφορευτική επιτροπή και τελικά από το αρμόδιο πρωτοδικείο, πίνακα αποτελεσμάτων των βουλευτικών εκλογών. Για την εξεύρεση όμως του εκλογικού μέτρου, προκειμένου να γίνει η κατανομή των εδρών, υπολογίζει μόνον τα ψηφοδέλτια που εκφράζουν έγκυρη προτίμηση υπέρ συνδυασμού ή μεμονωμένου υποψηφίου. Εκλογική παράβαση είναι, πέραν όσων παραβάσεων του εκλογικού νόμου διαπράττονται κατά την ψηφοφορία, και η εσφαλμένη εφαρμογή του εκλογικού νόμου από την ίδια την Ανώτατη Εφορευτική Επιτροπή κατά το ενώπιόν της στάδιο της εκλογικής διαδικασίας για την κατανομή των βουλευτικών εδρών. Οι διατάξεις των άρθρων 98 παρ. 4 και 99 παρ. 3 και 4 του εκλογικού νόμου (π.δ. 351/2003), καθόσον δεν επιβάλλουν τον υπολογισμό και των λευκών ψηφοδελτίων στην εξαγωγή του εκλογικού μέτρου παρά το ότι αυτά γίνονται με άλλες διατάξεις ίδιου νόμου δεκτά ως έγκυρες ψήφοι, θίγουν τον πυρήνα της λαϊκής κυριαρχίας και την ισότητα της ψήφου και είναι αντίθετες προς το Σύνταγμα. (Αντίθετη μειοψηφία: θεμιτώς, από συνταγματικής απόψεως, οι διατάξεις των άρθρων 98  παρ. 4 και 99 παρ. 3 και 4 του εκλογικού νόμου δεν συνυπολογίζουν για την εξεύρευση του εκλογικού μέτρου στην πρώτη και δεύτερη κατανομή τις λευκές ψήφους, εφόσον η εκλογική νομοθεσία διασφαλίζει τη δυνατότητα του εκλογέα να εκφράσει την αποδοκιμασία των υποψηφίων με λευκή ψήφο, καθώς και τη χωριστή καταγραφή των λευκών ψήφων στους πίνακες των αποτελεσμάτων). Το πότε τα διακριτικά γνωρίσματα παραβιάζουν το απόρρητο της ψηφοφορίας είναι ζήτημα πραγματικό, επαφιέμενο στη συγκεκριμένη περίπτωση στην κρίση του Δικαστηρίου, αυτό δε συμβαίνει όταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της λογικής και της εμπειρίας, το διακριτικό γνώρισμα μπορεί να προσδιορίσει αμέσως ή εμμέσως τον εκλογέα που ψήφισε με το συγκεκριμένο ψηφοδέλτιο. Η θέση όμως του σταυρού προτίμησης δίπλα στο όνομα του υποψηφίου, αριστερά ή δεξιά, ή η σημείωση δύο συνεχόμενων σταυρών από τη μία ή από την άλλη πλευρά, ο τρόπος γραφής του σταυρού, που μπορεί να οφείλεται στη σπουδή, την ηλικία, την ελαττωμένη όραση του ψηφοφόρου ή το μέσο που χρησιμοποίησε, οι έντονοι, άτονοι, ακανόνιστοι, κακότεχνοι, διπλοεγγεγραμμένοι, με παράλληλες γραμμές, μεγαλύτεροι ή μικρότεροι του συνήθους, κεκλιμένοι ή σε σχήμα Χ σταυροί, που οφείλονται στις πιο πάνω αιτίες ή και σε αδεξιότητα του ψηφοφόρου, δεν συνεπάγονται κατ’ αρχήν ακυρότητα της ψήφου, εκτός εάν, κατά την εκτίμηση του Δικαστηρίου, προκύπτει ότι τέθηκαν σκοπίμως ως διακριτικό γνώρισμα για να παραβιασθεί το απόρρητο της ψηφοφορίας. Θεωρούνται πάντως, κατ' αρχήν, ως διακριτικά γνωρίσματα οι έντονα διακριτικοί σταυροί, οι τιθέμενοι εντός κύκλου, οι ενδείξεις σε σχήμα αστερίσκου ή «V», οι σημειούμενοι σε άλλη θέση αντί στο όνομα του υποψηφίου. (Αντίθετη μειοψηφία: δεν είναι άκυρα όσα ψηφοδέλτια προσβάλλονται με την ένσταση ή την αντένσταση ως άκυρα, με την αιτίαση ότι φέρουν τελεία (σημείο στίξεως) ως διακριτικό γνώρισμα, καθόσον άλλα από αυτά έχουν τελεία στη μονογραφή του δικαστικού αντιπροσώπου, που έχει τεθεί από τον ίδιο, όπως συνηθίζεται, άλλα έχουν ανεπαίσθητες τελείες και άλλα έχουν τελεία που έχει τεθεί τυχαία ιδίως από τη γραφίδα του δικαστικού αντιπροσώπου κατά τη διαλογή του ψηφοδελτίου). Η έλλειψη μονογραφής του προέδρου της εφορευτικής επιτροπής δίπλα στον αριθμό των ψηφοδελτίων ή δίπλα στον αριθμό των σταυρών προτίμησης, δεν επιφέρει την ακυρότητά τους, εφόσον δεν αμφισβητείται η ταυτότητα ή γνησιότητα των ψηφοδελτίων. Ψηφοδέλτιο χωρίς κανένα σταυρό προτίμηση προσμετράται υπέρ του συνδυασμού ή του κόμματος στο οποίο ανήκει. Αν μετά την κατανομή των εδρών σε κάθε εκλογική περιφέρεια παραμείνανε αδιάθετες έδρες ενεργείται κατανομή των αδιάθετων εδρών κατά μείζονες εκλογικές περιφέρειες. Με την παρ. 3 του άρθρου 99 του εκλογικού νόμου ορίζονται οι έδρες που θα παραχωρηθούν σε κάθε κόμμα από τη Β' κατανομή στη μείζονα περιφέρεια, ενώ με τις παρ. 4 και 5 ορίζονται οι έδρες που θα παραχωρηθούν σε κάθε κόμμα από τη Β' κατανομή στις ελάσσονες περιφέρειες. Η τελευταία αυτή παραχώρηση των εδρών που δικαιούται κάθε κόμμα (ή συνασπισμός) διενεργείται σε δύο φάσεις.
ΑΕΔ 10/2009 : «Επειδή, κατά το άρθρο 91 παρ. 1 περ. β΄ του π.δ. 96/2007, κάθε έγκυρο ψηφοδέλτιο αριθμείται κατά τη σειρά εξαγωγής του από την κάλπη και μονογράφεται από τον πρόεδρο της εφορευτικής επιτροπής ή από εκείνον που διευθύνει τις εργασίες της, ο οποίος θέτει τη μονογραφή του και δίπλα από κάθε σταυρό προτίμησης που υπάρχει στο ψηφοδέλτιο. Ακολούθως, συμπληρώνει ολογράφως το συνολικό αριθμό σταυρών προτίμησης του ψηφοδελτίου. Εξάλλου, κατά το άρθρο 72 παρ. 10 του ίδιου π.δ/τος 96/2007, δεν λαμβάνεται υπόψη σταυρός προτίμησης, εάν ο πρόεδρος της εφορευτικής επιτροπής ή ο διευθύνων τις εργασίες της δεν έχει μονογράψει στο ψηφοδέλτιο παραπλεύρως του σταυρού και δεν έχει αναγράψει στο ψηφοδέλτιο ολογράφως το συνολικό αριθμό σταυρών προτίμησης, που σημειώθηκαν σ΄ αυτό. Στην περίπτωση αυτή, το ψηφοδέλτιο προσμετράται υπέρ του συνδυασμού: Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι ο σταυρός προτιμήσεως που υπάρχει δίπλα στο όνομα του υποψηφίου είναι απολύτως άκυρος και δεν προσμετράται υπέρ αυτού, εφόσον δεν πληρούνται σωρευτικά και οι δύο ανωτέρω προϋποθέσεις, της μονογραφής του δικαστικού αντιπροσώπου (προέδρου της εφορευτικής επιτροπής), και της αναγραφής του συνολικού αριθμού των σταυρών προτιμήσεως που διαπιστώθηκαν. Ειδικότερα, από τη διατύπωση της σχετικής διατάξεως, κατά τον σκοπό της και την πρόθεση του νομοθέτη, όπως αυτή προκύπτει από τα πρακτικά των συζητήσεων στη Βουλή, είναι άκυρος και δεν λαμβάνεται υπόψη ο σταυρός προτιμήσεως, αν ελλείπει, έστω και ο ένας από τους αναφερόμενους στη διάταξη όρους, δηλαδή αν δεν έχει τεθεί δίπλα από τον σταυρό η μονογραφή του δικαστικού αντιπροσώπου προέδρου της εφορευτικής επιτροπής ή αν δεν έχει αναγραφεί στο ψηφοδέλτιο ο συνολικός αριθμός των σταυρών. Αρκεί όμως για το κύρος του σταυρού προτιμήσεως όχι μόνον η ολόγραφη αναγραφή, αλλά και η συγκεκομμένη ή αριθμητική αναγραφή του συνολικού αριθμού των σταυρών προτιμήσεως, η οποία εκπληρώνει τον σκοπό του νόμου. Η μονογραφή μπορεί να μην είναι ακριβώς δίπλα από τον σταυρό ή να είναι από την άλλη πλευρά του ονόματος, αρκεί να προκύπτει ότι καλύπτει και αφορά αυτόν τον σταυρό. Η έλλειψη, όμως, μονογραφής του δικαστικού αντιπροσώπου (προέδρου της εφορευτικής επιτροπής) δίπλα στον αριθμό του ψηφοδελτίου ή δίπλα στον συνολικό αριθμό των σταυρών προτιμήσεως, δεν επιφέρει ακυρότητα των σταυρών. Τέτοιες παραλείψεις ή η παράλειψη αριθμήσεως ή υπογραφής του ψηφοδελτίου δεν επάγονται ακυρότητα του ψηφοδελτίου, εφόσον δεν αμφισβητείται η ταυτότητα ή η γνησιότητά του. Εξάλλου, η από προφανή παραδρομή αναγραφή συνολικού αριθμού σταυρών προτιμήσεως μεγαλύτερου ή μικρότερου αυτών που πράγματι έχουν σημειωθεί, δεν επάγεται ακυρότητα των σταυρών όταν η παραδρομή προκύπτει από τις μονογραφές δίπλα στους σταυρούς. Η προαναφερόμενη διάταξη θεσπίζει εγγυήσεις, για να αποτραπεί η προσθήκη σταυρών προτιμήσεως στα ψηφοδέλτια εκ των υστέρων, μετά το άνοιγμα των φακέλων, επέμβαση που είχε παρατηρηθεί στο παρελθόν, όπως αναφέρθηκε στις σχετικές συζητήσεις κατά την ψήφισή της στη Βουλή. Επομένως, η διάταξη αυτή δεν αντιβαίνει στα άρθρα 1 παρ. 2 και 52 εδαφ. α΄ του Συντάγματος. (βλ. Α.Ε.Δ. 37/2008, 13/2005, 25/2001, κ.α.). Κατά τη γνώμη όμως των μελών Χ. Ράμμου, Ι. Μαντζουράνη και Γ. Χρυσικού, η κατά την ως άνω διάταξη ακυρότητα των σταυρών προτιμήσεως δεν ισχύει, στην περίπτωση κατά την οποία οι σταυροί αυτοί, οι οποίοι υπάρχουν στο ψηφοδέλτιο (και τους οποίους ο εκπρόσωπος της δικαστικής αρχής δεν έχει μονογράψει ή στο οικείο ψηφοδέλτιο, στο οποίο αυτοί έχουν τεθεί, δεν έχει αναγραφεί αριθμητικώς ή ολογράφως ο συνολικός αριθμός των σταυρών προτίμησης) έχουν περιληφθεί χωρίς ξέσματα ή διαγραφές στο τηρούμενο από την εφορευτική επιτροπή του συγκεκριμένου εκλογικού τμήματος, βιβλίο διαλογής ψήφων υπέρ υποψηφίων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 61 του προαναφερθέντος π.δ/τος 96/2007, το οποίο μάλιστα έχει αποδεικτική αξία δημοσίου εγγράφου, σε ό,τι αφορά στο περιεχόμενό του. Η καταχώρηση των σταυρών προτιμήσεως στο εν λόγω βιβλίο εξασφαλίζει πλήρως την επίτευξη του επιδιωκόμενου από την διάταξη του άρθρου 72 παρ. 10 της εκλογικής νομοθεσίας σκοπού, ο οποίος είναι η αποφυγή της προσθήκης σταυρών προτιμήσεως στα ψηφοδέλτια μετά το άνοιγμα των φακέλων. Τούτο δε διότι, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 91 παρ. 1 περιπτ. γ’ του π.δ/τος 96/2007, η καταχώρηση, μεταξύ άλλων, των σταυρών προτιμήσεως, που έχουν δοθεί υπέρ συγκεκριμένων υποψηφίων αποτελεί από τις πρώτες χρονικά υποχρεώσεις του εκπροσώπου της δικαστικής αρχής, γίνεται δε παρουσία των υπολοίπων μελών της εφορευτικής επιτροπής και των εκπροσώπων των κομμάτων και των συνδυασμών. ’λλως, υπό την εκδοχή, δηλαδή, ότι οι επίμαχοι σταυροί προτιμήσεως είναι άκυροι, άνευ ετέρου, επί μόνη τη συνδρομή των προϋποθέσεων της διατάξεως του άρθρου 72 παρ. 10 του π.δ/τος 96/2007, θα καθίστατο άκυρος πολύ μεγάλος αριθμός σταυρών προτιμήσεως υπέρ των υποψηφίων βουλευτών των διαφόρων συνδυασμών (στην εκλογή δε βουλευτών αποβλέπουν πρωτίστως οι κοινοβουλευτικές εκλογές, σύμφωνα με το άρθρο 51 παρ. 3 του Συντάγματος), με περαιτέρω αποτέλεσμα την μη αποτύπωση της λαϊκής θελήσεως των συγκεκριμένων ψηφοφόρων, δηλαδή, την νόθευση, σε ένα βαθμό, της θελήσεως αυτής, τούτο δε, μάλιστα, εξ αιτίας σφαλμάτων ή αμελειών των δικαστικών αντιπροσώπων των οικείων εκλογικών τμημάτων. Υπό την εκδοχή αυτή, η διάταξη του άρθρου 72 παρ. 10 του π.δ/τος 96/2007 θα προσέκρουε στις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 2 και 52 παρ. 1 του Συντάγματος. Τέλος, κατά την γνώμη του μέλους Β. Γρατσία, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 72 παρ. 10 του π.δ/τος 96/2007, η ακυρότητα των σταυρών προτιμήσεως επέρχεται, μόνον όταν ο εκπρόσωπος της δικαστικής αρχής δεν έχει αναγράψει στο οικείο ψηφοδέλτιο ολογράφως ή αριθμητικώς τον συνολικό αριθμό των ψηφοδελτίων, τα οποία σημειώθηκαν σ’ αυτό. Τούτο δε διότι δια μόνης της αναγραφής του συνολικού αριθμού των σημειωθέντων σταυρών προτιμήσεως καθίσταται αδύνατη η εκ των υστέρων προσθήκη άλλου σταυρού προτιμήσεως στο ψηφοδέλτιο. Επομένως, μόνο δια της τηρήσεως του τύπου αυτού εξυπηρετείται ο επιδιωκόμενος από την διάταξη αυτή σκοπός. Συνεπώς, η παράλειψη της τηρήσεως της άλλης προϋποθέσεως, την οποία θεσπίζει η διάταξη αυτή, δηλαδή, της θέσεως της μονογραφής του εκπροσώπου της δικαστικής αρχής παραπλεύρως του σταυρού προτιμήσεως δεν καθιστά άκυρο τον συγκεκριμένο σταυρό.
Επειδή, κατά το άρθρο 73 παρ. 1 του π.δ. 96/2007, ο εκλογέας δεν έχει το δικαίωμα να αλλοιώσει το περιεχόμενο του ψηφοδελτίου περισσότερο από όσο επιτρέπεται σύμφωνα με το εκλογικό σύστημα που κάθε φορά εφαρμόζεται, διαφορετικά επέρχεται ακυρότητα του ψηφοδελτίου. Επίσης, κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου 73 του Π.Δ. 96/2007, λέξεις, φράσεις, υπογραμμίσεις, στίγματα ή άλλα σημεία, που σημειώνονται σε οποιαδήποτε πλευρά του ψηφοδελτίου, επάγονται ακυρότητα, εφόσον αποτελούν διακριτικά γνωρίσματα, που παραβιάζουν το απόρρητο της ψηφοφορίας. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι διακριτικό γνώρισμα, που παραβιάζει το επιβαλλόμενο από το άρθρο 51 παρ. 3 του Συντάγματος, απόρρητο της ψηφοφορίας, αποτελεί μόνο εκείνο το σημείο, το οποίο, κατά την ουσιαστική εκτίμηση του Α.Ε.Δ., μπορεί, σύμφωνα με τα διδάγματα της λογικής και της εμπειρίας, να προσδιορίσει άμεσα ή έμμεσα τον εκλογέα που ψήφισε με το συγκεκριμένο ψηφοδέλτιο. Σε περίπτωση δε αμφιβολίας, το ψηφοδέλτιο πρέπει να θεωρείται έγκυρο, ενόψει της συνταγματικής κατοχυρώσεως του εκλογικού δικαιώματος. (βλ. Α.Ε.Δ. 16/2005, 12/2005). Ειδικότερα, τα σημεία, στίγματα, σχισίματα, κηλίδες, γραμμές, τελείες κλπ. συνεπάγονται ακυρότητα του ψηφοδελτίου μόνο όταν, κατά την ουσιαστική εκτίμηση του Δικαστηρίου, έχουν τεθεί με σκοπό να αποκαλυφθεί η ψήφος υπέρ ορισμένου κομματικού συνδυασμού ή υποψηφίου και παραβιάζουν έτσι τη μυστικότητα της ψηφοφορίας. Η δε συνδρομή ή μη των σχετικών προϋποθέσεων είναι ζήτημα πραγματικό και κρίνεται ενόψει του είδους και της θέσεως των σημείων, του τρόπου χαράξεώς τους, του μεγέθους τους και των λοιπών στοιχείων, τα οποία μπορεί να αποτελέσουν βάση εκτιμήσεως για την τυχαία ή σκόπιμη ύπαρξη των αξιολογητέων σημείων (βλ. Α.Ε.Δ. 37/2008, 16/2005, 9/2001, κ.α.). Έτσι, θεωρούνται, κατ΄ αρχήν, ως διακριτικά γνωρίσματα που παραβιάζουν τη μυστικότητα της ψηφοφορίας σταυροί άλλης αποχρώσεως και όχι μαύρης ή μπλε, σταυροί μέσα σε κύκλο ή μέσα σε πλαίσιο ή σε σχήμα αστερίσκου (με σαφή διάκριση από κακότεχνο σταυρό) ή σε σχήμα V ή έντονα διακριτικοί σταυροί ή σταυροί με πολλαπλές (πλέον των δύο) κάθετες ή οριζόντιες γραμμές ή υπερμεγέθεις σταυροί ή σταυροί σε άλλη θέση και όχι στο όνομα του υποψηφίου ή γραφικά σχήματα που δεν μοιάζουν με σταυρό ή μουντζούρες ή υπογραμμίσεις ή διαγραφές σε ονόματα υποψηφίων (βλ. Α.Ε.Δ. 16, 12/2005, 29/2001 κ.α.). Αντίθετα, δεν θεωρείται διακριτικό γνώρισμα: Η σημείωση Χ αντί σταυρού. Ο τρόπος σημειώσεως του σταυρού (έντονος, άτονος, ακανόνιστος, αδέξιος, με κλίση, με διπλή, σχεδόν σε επαφή ή και λίγο μακρύτερα, κάθετη ή (και) οριζόντια γραμμή, με ελαφρώς κυματοειδή την οριζόντια ή (και) την κάθετη γραμμή, μεγαλύτερος ή μικρότερος του κανονικού, κυρτός κ.λ.π., διπλοπατημένος, διπλογραμμένος με παράλληλες γραμμές, ημιτελής, κακοσχηματισμένος, που δίνει την εντύπωση Ψ, Υ, γ, 4), που μπορεί να οφείλεται στη σπουδή, στην ηλικία (τρεμάμενο χέρι), στην ελαττωμένη όραση του ψηφοφόρου ή στο μέσο που χρησιμοποίησε (έγραψε έντονα ή έσταζε ή δεν έγραφε και χρειαζόταν διπλή προσπάθεια για να αποτυπωθεί ο σταυρός) ή στις περιορισμένες γραμματικές γνώσεις του ψηφοφόρου ή σε αδεξιότητά του, εκτός αν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ο ανώμαλος σχηματισμός του έγινε σκόπιμα για την άμεση ή έμμεση αποκάλυψη του ψηφοφόρου που τον έθεσε. Η σημείωση στο ψηφοδέλτιο σταυρών και με τα δύο επιτρεπόμενα μέσα (μολύβι ή μελάνι) ή και με τα δύο επιτρεπόμενα χρώματα (μαύρο ή μπλέ). Η ύπαρξη ενός κανονικού και ενός ακανόνιστου σταυρού ή ενός σταυρού και ενός Χ ή σταυρού και παύλας ή σταυρού και μικρής κάθετης γραμμής στο όνομα του υποψηφίου που οφείλεται σε ατελή προσπάθεια χαράξεως σταυρού. Η ύπαρξη σταυρού ή Χ δεξιά ή αριστερά ή δύο σταυρών (ή Χ) εκατέρωθεν του ονόματος (δηλαδή ενός δεξιά και ενός αριστερά) ή δίπλα στο όνομα του υποψηφίου (δηλαδή δύο συνεχόμενων σταυρών από τη μία ή την άλλη πλευρά του ονόματος). Η ύπαρξη σβησμένου Χ και σταυρού. Η ύπαρξη στο ψηφοδέλτιο στιγμάτων, τελειών, κουκίδων, γραμμών, μικρών οπών, ιχνών χρώματος, κοψιμάτων και σχισιμάτων, που εκτιμάται ότι προκλήθηκαν τυχαία ή από αμέλεια του ψηφοφόρου και όχι σκόπιμα για την άμεση ή έμμεση αποκάλυψή του (βλ. Α.Ε.Δ. 18/2008, 16/2005, 12/2005 κ.α.)»
Σχετικές επίσης: ΑΕΔ 37/2008, 16/2005, 9/2001, 18/2001, 26/2001, 84/1997, 54/1995, ΣτΕ 343/2004
(dsanet.gr)

Σχόλια