Στάθμιση μεταξύ δικαιώματος πληροφόρησης του κοινού και ιδιωτικής ζωής (νομολογία)

ΣτΕ 1337/2013: Η μετάδοση πληροφοριών σχετικά με δραστηριότητα που αφορά την ερωτική ζωή και τις ερωτικές προτιμήσεις προσώπου που κατέχει δημόσιο αξίωμα πρέπει να γίνεται με τρόπο λιτό και όχι δραματοποιημένο, με την απλή μετάδοση της σχετικής ειδήσεως ή πληροφορίας, να αποβλέπει δε στην ενημέρωση του κοινού και όχι στον σκανδαλισμό της κοινής γνώμης και στον εξευτελισμό και διασυρμό της προσωπικότητας και στην προσβολή της αξιοπρέπειας του προσώπου: "...Επειδή, η προβολή σε τηλεοπτική εκπομπή μαγνητοφωνημένης τηλεφωνικής συνδιάλεξης με αντικείμενο την ερωτική ζωή προσώπου τίνος και δή την επιλογή του γενετήσιου προσανατολισμού του συνιστά παραβίαση της ιδιωτικής ζωής, ο σεβασμός της οποίας κατοχυρώνεται από τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 του Συντάγματος (βλ. και άρθρο 8 παρ.1 της ΕΣΔΑ), και στην οποία εμπεριέχεται και το δικαίωμα του κάθε ατόμου να επιλέγει τον γενετήσιο προσανατολισμό του.
Εξ’ άλλου, όπως προναφέρθηκε, η ελευθερία του πληροφορείν και του πληροφορείσθαι δεν περιλαμβάνει και την ελευθερία μεταδόσεως πληροφοριών που ανάγονται στις ερωτικές προτιμήσεις των προσώπων, πεδίο το οποίο περιλαμβάνεται στον πυρήνα της προστατευόμενης και απαραβίαστης από τον οποιονδήποτε τρίτο, σφαίρας της ιδιωτικής τους ζωής. Τούτο δε εν όψει και του ότι, σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 2 του Συντάγματος, η λειτουργία των ραδιοτηλεοπτικών σταθμών υπάγονται στον άμεσο έλεγχο του Κράτους, ο οποίος σκοπεί, μεταξύ άλλων, στην εξασφάλιση ποιοτικής στάθμης των μεταδιδόμενων εκπομπών, προς την οποία είναι προδήλως ασυμβίβαστες εκπομπές με αντικείμενο τη μετάδοση πληροφοριών σχετικών με τον απαραβίαστο πυρήνα της ιδιωτικής ζωής των ανθρώπων και, ειδικότερα, των εκδηλώσεων της ερωτικής τους ζωής. Ζήτημα υποχωρήσεως της προστασίας της προσωπικότητος και της ιδιωτικής ζωής σε σχέση με την ελευθερία της έκφρασης και της πληροφόρησης του κοινού τίθεται μόνον στην περίπτωση που υφίσταται δικαιολογημένο δημόσιο συμφέρον το οποίο επιβάλλει τη δημοσιοποίηση των σχετικών πληροφοριών, εν όψει και της ρητώς προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου δευτέρου του π.δ/τος 77/2003 αρχής της σταθμίσεως, η οποία επιβάλλει την έρευνα από το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης και τελικώς, από τον ακυρωτικό δικαστή περί του εάν το αντικείμενο της δημοσιογραφικής έρευνας αφορούσε θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος το οποίο απασχόλησε σοβαρώς το ευρύ κοινό, η δε μετάδοση των συγκεκριμένων πληροφοριών συνέβαλε σημαντικά στη σχετική δημόσια συζήτηση. Τούτο δε διότι η προστασία του ιδιωτικού βίου των προσώπων που κατέχουν δημόσιο αξίωμα, όπως είναι οι Μητροπολίτες, δεν μπορεί να κατοχυρώνεται σε απόλυτο βαθμό, όπως ισχύει για τους ιδιώτες, τα δε όρια της κριτικής και, αντίστοιχα, η ανοχή που πρέπει να επιδεικνύουν τα ανωτέρω πρόσωπα στην κριτική αυτή πρέπει να είναι μεγαλύτερη από αυτή που πρέπει να απαιτείται από τους απλούς πολίτες. Όμως, και στην τελευταία αυτή περίπτωση, η μετάδοση πληροφοριών σχετικά με δραστηριότητα σχετιζόμενη με την ερωτική ζωή και τις ερωτικές προτιμήσεις προσώπου κατέχοντος δημόσιο αξίωμα πρέπει να γίνεται με τρόπο λιτό (και όχι δραματοποιημένο), με την απλή μετάδοση της σχετικής ειδήσεως ή πληροφορίας, να αποβλέπει δε στην ενημέρωση του κοινού και όχι στο σκανδαλισμό της κοινής γνώμης και στον εξευτελισμό και διασυρμό της προσωπικότητος, καθώς και στην προσβολή της αξιοπρέπειας του ανωτέρω προσώπου, η προστασία της οποίας αποτελεί υποχρέωση της Πολιτείας που υλοποιείται με την επιβολή από το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης των προβλεπομένων από το άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 2328/1995 διοικητικών κυρώσεων.

...Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενη σκέψη, κατά τη διάρκεια του κεντρικού δελτίου ειδήσεων της 1-2-2005 του τηλεοπτικού σταθμού “ALTER CHANNEL”, μετεδόθη μαγνητοταινία με περιεχόμενο διάλογο αισχρού περιεχομένου που διημείφθη μεταξύ του τότε Μητροπολίτη Αττικής και ενός εικοσάχρονου νεαρού άνδρα και ο οποίος είχε ως αντικείμενο τις ερωτικές προτιμήσεις του ανωτέρω Μητροπολίτη και την επιθυμία του να συνάψει σεξουαλικές σχέσεις με το νεαρό άνδρα. Η αυτούσια παρουσίαση της ως άνω αισχράς συνομιλίας καθώς και ο δραματοποιημένος τρόπος μεταδόσεως της, όπως αυτός περιγράφεται σε προηγούμενη σκέψη (ηχητική αναπαραγωγή και οπτική απεικόνιση), υπερέβη προδήλως το αναγκαίο για την ενημέρωση της κοινής γνώμης μέτρο σε ζητήματα δημοσίου ενδιαφέροντος όπως ενδεχομένως θα ήταν αφενός μεν η ανάδειξη της διαφθοράς που τυχόν επικρατεί στους κόλπους της Εκκλησίας, αφετέρου δε η αποκάλυψη του τρόπου με τον οποίο οι ανώτατοι κληρικοί εκμεταλλεύονται τα προνόμια που τους παρέχει η θέση τους προκειμένου να επιτύχουν την προαγωγή του ερωτικού τους βίου. Τούτο δε διότι η μετάδοση αυτούσιας της ως άνω αισχράς συνομιλίας δεν παρίστατο ως αναγκαία για την παρουσίαση της ειδήσεως περί της επιλογής του ανωτέρω Μητροπολίτη, ο ιδιωτικός βίος του οποίου, ως ερρέθη, δεν κατοχυρώνεται σε απόλυτο βαθμό, να ακολουθήσει τον συγκεκριμένο γενετήσιο προσανατολισμό, καθόσον προς τούτο θα αρκούσε η απλή μετάδοση της ως άνω πληροφορίας. Συνεπώς, η μετάδοση αυτή απέβλεπε πρωτίστως στον εξευτελισμό της προσωπικότητας του ανωτέρω Μητροπολίτη και στο σκανδαλισμό της κοινής γνώμης και, κατ’ ακολουθία, συνιστά αφενός μεν ευθεία προσβολή της αξιοπρέπειας του ατόμου της οποίας η προστασία αποτελεί σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος, πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας, αφετέρου δε παραβίαση της υποχρεώσεως σεβασμού της ιδιωτικής ζωής του ανωτέρω και ειδικότερα, της ερωτικής του ζωής στον πυρήνα της οποίας ουδείς επιτρέπεται να διεισδύσει, ενώ με τη μετάδοση αυτούσιου του ανωτέρω διαλόγου σε απογευματινή ώρα κατά τη διάρκεια του κεντρικού δελτίου ειδήσεων του σταθμού, υφίστατο σφοδρή πιθανότητα να προκληθεί σοβαρή βλάβη στην πνευματική και ηθική ανάπτυξη των ανηλίκων, οι οποίοι τυχόν θα παρακολουθούσαν την ένδικη εκπομπή. Επομένως, με σύννομη και επαρκή αιτιολογία το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης εδέχθη εν προκειμένω ότι η πρώτη εκ των αιτούντων υπέπεσε στις αποδοθείσες σε αυτή παραβάσεις της ραδιοτηλεοπτικής νομοθεσίας, οι δε λόγοι ακυρώσεως με τους οποίους προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι νομίμως αιτιολογημένη είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, ενώ, περαιτέρω, δεν είναι αναγκαία για την επάρκεια της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως η ειδική απάντηση σε καθένα από τους ισχυρισμούς που προέβαλε η πρώτη εκ των αιτούντων με το από 25-2-2005 υπόμνημά της ενώπιον του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, εφόσον όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, οι ισχυρισμοί αυτοί ελήφθησαν υπόψη και εκτιμήθηκαν συνολικά από το Συμβούλιο αυτό. Περαιτέρω, ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι στην προκειμένη περίπτωση το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης δεν προέβη σε ορθή στάθμιση των εκατέρωθεν διακυβευομένων αγαθών, όπως επιβάλλεται από το άρθρο δεύτερο του π.δ. 77/2003, καθόσον ο επίμαχος διάλογος μετεδόθη προκειμένου να εξυπηρετηθεί υπέρτερο της προστασίας της ιδιωτικής ζωής δημόσιο συμφέρον, πρέπει σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, να απορριφθεί ως αβάσιμος, δοθέντος ότι με την κρινόμενη αίτηση δεν προβάλλεται κατά τρόπο ειδικό και συγκεκριμένο ότι η μετάδοση της προαναφερθείσης ειδήσεως ήταν απολύτως αδύνατη ή ιδιαιτέρως δυσχερής χωρίς την ταυτόχρονη μετάδοση του κατά τα ανωτέρω αισχρού διαλόγου". (dsanet.gr)

Σχόλια