Συνταγματική η διάταξη άρθρου 7 παρ. 2 ΝΔ 496/1974 που προβλέπει μειωμένο επιτόκιο επί οφειλών του Δημοσίου (ΣτΕ)

ΣτΕ (ΟΛ) 2125/2014: Έγκυρη η νομοθετική πρόβλεψη μειωμένου επιτοκίου για τις οφειλές νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. "Με το άρθρο άρθρο 6Δ του ν. 2362/1995, που προστέθηκε με το άρθρο 9 του ν. 3871/2010, επιβάλλεται η συμμόρφωση των ετήσιων προϋπολογισμών προς το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής και ορίζεται, ειδικότερα, ότι «O ετήσιος Κρατικός Προϋπολογισμός, ο Κοινωνικός Προϋπολογισμός, ο ενοποιημένος ετήσιος προϋπολογισμός τοπικής αυτοδιοίκησης, οι προσαρτημένοι στον Κρατικό Προϋπολογισμό προϋπολογισμοί άλλων φορέων και κάθε άλλος ετήσιος προϋπολογισμός που αποτελεί μέρος του ετήσιου προϋπολογισμού της Γενικής Κυβέρνησης με τα προσαρτήματα του, καταρτίζεται, εγκρίνεται και εκτελείται σε απόλυτη συμμόρφωση προς τους δημοσιονομικούς στόχους και τις προβλέψεις που αναφέρονται στο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής και στις ενδεχόμενες επικαιροποιήσεις του …» (παρ. 1) και ότι «Στην έννοια της παραπάνω συμμόρφωσης περιλαμβάνεται και η υποχρέωση κάθε φορέα της Γενικής Κυβέρνησης να μην λαμβάνει ή υιοθετεί απόφαση ή ενέργεια που παραβιάζει αρχές και διαδικασίες που τίθενται με τον παρόντα νόμο αλλά και τις δημοσιονομικές επιδιώξεις, τα ανώτατα όρια και τους στόχους, που ορίζονται στο εφαρμοστέο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής …» (παρ. 2).
Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο του ν. 3845/2010, του ν. 4046/2012, του ν. 4093/2012, καθώς και από τις αιτιολογικές εκθέσεις των νόμων αυτών, αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία στην αντιμετώπιση των ελλειμμάτων των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης. Ειδικότερα, σύμφωνα με το Μνημόνιο Ι, καθώς οι μεγαλύτερες υπερβάσεις ετησίως στον προϋπολογισμό προέρχονται συστηματικά από τα ταμεία κοινωνικής ασφάλισης, πρέπει να ληφθούν συγκεκριμένα μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος (σελ. 1337 του ΦΕΚ). Στο Μνημόνιο ΙΙ αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι θα εισαχθούν μεταρρυθμίσεις, προκειμένου να εξαλειφθούν οι ληξιπρόθεσμες οφειλές και τα ελλείμματα στα ταμεία εφάπαξ (σελ. 699 του ΦΕΚ). Τέλος, κατά την αιτιολογική έκθεση του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου για το διάστημα 2013-2016, η αντιμετώπιση της δυσμενούς οικονομικής κατάστασης της χώρας και, περαιτέρω, η δημοσιονομική εξυγίανση αυτής στηρίζεται και στη μείωση των δαπανών των Κοινωνικοασφαλιστικών Οργανισμών (σελ. 35). Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι οι φορείς Γενικής Κυβέρνησης, στους οποίους ανήκουν οι Οργανισμοί Κοινωνικής Ασφάλισης, συνιστούν ενιαίο σύνολο για τον υπολογισμό της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος και ήδη αντιμετωπίζονται με κοινούς κανόνες από το ν. 2362/1995 περί Δημοσίου Λογιστικού, όπως τροποποιήθηκε με το ν. 3871/2010· συνεπώς, η διατήρηση για τα εν λόγω νομικά πρόσωπα, επιτοκίου μικρότερου από εκείνο που ισχύει για τις οφειλές των ιδιωτών δικαιολογείται από λόγους επιτακτικού δημόσιου συμφέροντος και, ειδικότερα, είναι αναγκαία προς αποφυγή περαιτέρω διατάραξης της δημοσιονομικής ισορροπίας της χώρας, δεδομένου ότι η επιβάρυνση του προϋπολογισμού των εν λόγω νομικών προσώπων με μεγαλύτερο επιτόκιο θα έχει ως συνέπεια την αύξηση του ύψους του δημόσιου χρέους. Ως προς δε τα νομικά πρόσωπα που ανήκουν στην κατηγορία των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης, όπως είναι το Ταμείο Αλληλοβοηθείας Στρατού και ο διάδοχός του Ειδικός Λογαριασμός Αλληλοβοηθείας Στρατού, συντρέχει και ειδικότερος λόγος δημόσιου συμφέροντος που δικαιολογεί την ανωτέρω ρύθμιση, συνδεόμενος με τη διαφύλαξη του υπάρχοντος ασφαλιστικού κεφαλαίου, προκειμένου να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα των οργανισμών αυτών και η εξασφάλιση της μελλοντικής συνέχισης της καταβολής παροχών στους δικαιούχους. Υπό τις ανωτέρω συνθήκες, η ρύθμιση που εισάγει το άρθρο 7 παρ. 2 του ν.δ. 496/1974, σύμφωνα με την οποία «ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος πάσης του νομικού προσώπου [δημοσίου δικαίου] οφειλής ορίζεται εις 6% ετησίως, πλην εάν άλλως ορίζεται δια συμβάσεως ή ειδικού νόμου …» συνιστά επιτρεπτή υπέρ των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, φορέων της Γενικής Κυβέρνησης, ειδικότερα δε των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης, προνομιακή μεταχείριση, αποβλέπουσα στην ορθή άσκηση της δημόσιας εξουσίας μέσω της διαφύλαξης της δημοσιονομικής ισορροπίας και της περιουσίας του Κράτους υπό ευρεία έννοια και, ειδικότερα, των ως άνω οργανισμών· ως εκ τούτου, η ρύθμιση αυτή δεν αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, εφόσον, υπό τις ως άνω συνθήκες, η συνταγματική αυτή διάταξη δεν έχει πεδίο εφαρμογής, όπως, άλλωστε, και η όμοιου περιεχομένου ρύθμιση του άρθρου 21 του Κώδικα νόμων περί δικών του Δημοσίου, κατά τα κριθέντα με την 25/2012 απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου. Για τους ίδιους λόγους, η ρύθμιση αυτή δεν αντίκειται στο άρθρο 26 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2462/1997 – Α΄ 25), με το οποίο καθιερώνεται η ισότητα ενώπιον του νόμου. Τέλος, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην όγδοη σκέψη, η ένδικη νομοθετική ρύθμιση δεν αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 5 και 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος, δεδομένου μάλιστα, όσον αφορά τη δεύτερη διάταξη, ότι το επιτόκιο για τις οφειλές των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου περιορίζεται μεν σε 6% αλλά δεν μηδενίζεται. Εξάλλου, και δεδομένου ότι η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ν.δ. 496/1974 δεν αποτελεί δικονομική αλλά ουσιαστική διάταξη, από τη διαφοροποίηση του οριζόμενου με αυτήν επιτοκίου, σε σχέση με το εκάστοτε γενικώς ισχύον επιτόκιο για τις οφειλές των ιδιωτών, δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. και 2 παρ. 3 περ. α΄, β΄ και 14 παρ. 1 του ως άνω Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, τα οποία κατοχυρώνουν το δικαίωμα δικαστικής προστασίας και δίκαιης δίκης, αφού με την ανωτέρω διάταξη τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου δεν εξοπλίζονται, έναντι των ιδιωτών, με προνόμια δικονομικού περιεχομένου (πρβλ. Α.Ε.Δ. 25/2012, Σ.τ.Ε.1663/2009 Ολομ., Ε.Δ.Δ.Α. Μεϊδάνης κατά Ελλάδος 22.5.2008 σκέψεις 34 έως 36). Τέλος, το άρθρο 7 παρ. 2 του ν.δ. 496/1974 δεν αντίκειται στα άρθρα 17 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., το οποίο επιτρέπει στον εθνικό νομοθέτη να αξιολογήσει τους λόγους δημόσιας ωφέλειας που μπορούν να δικαιολογήσουν επέμβαση στην περιουσία, ύστερα από στάθμιση ζητημάτων πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής φύσεως, αρκεί η εν λόγω εκτίμηση να μη στερείται προδήλως λογικής βάσης (Ε.Δ.Δ.Α. Sud Parisienne de Construction κατά Γαλλίας σκ. 36)· η προστασία δε της εθνικής οικονομίας της χώρας με τη νομοθετική επέμβαση σε ζητήματα παροχών κοινωνικής ασφάλισης αποτελεί, κατ’ αρχήν, νόμιμο σκοπό, συμβατό με τους γενικούς στόχους της Ε.Σ.Δ.Α. (βλ. σχετ. Ε.Δ.Δ.Α. Andrejeva κατά Λεττονίας 18.2.2009 σκ. 86). Τούτο, διότι, από τις μνημονευθείσες διατάξεις και τα πραγματικά δεδομένα, ενόψει των οποίων τέθηκαν σε ισχύ, προκύπτει ότι η νομοθετική αυτή ρύθμιση αποβλέπει, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, στην εξυπηρέτηση σκοπού επιτακτικού δημόσιου συμφέροντος, συνισταμένου στην προστασία της δημοσιονομικής ισορροπίας και της περιουσίας του Κράτους υπό ευρεία έννοια, ειδικότερα δε των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης· η ζημία δε που υφίστανται οι ιδιώτες από την καταβολή των υποχρεώσεων των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, και ειδικότερα των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης, με επιτόκιο 6%, αντί του καταρχήν γενικώς ισχύοντος μεγαλύτερου επιτοκίου, δεν είναι τέτοιας έκτασης, ώστε να θίγει τον πυρήνα της αξίωσης". (ste.gr)

Σχόλια