Η διακριτική ευχέρεια των οργάνων της ποινικής διαδικασίας και τα όριά της

του Βαγγέλη Ζαφειριάδη, Νομικού

Κατά πάγια νομολογία του Αρείου Πάγου, η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης είναι δυνητική και εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, το οποίο εκτιμά ελεύθερα αν είναι απαραίτητη η διαδικασία αυτή. Παράλληλα όμως αποτελεί και δικαίωμα του κατηγορουμένου κι έτσι το δικαστήριο υποχρεούται να αιτιολογεί την απόρριψη σχετικού αιτήματος ειδικώς και εμπεριστατωμένα, ειδάλλως παράγεται απόλυτη ακυρότητα (άρθρο 171 παρ.1δ) και ιδρύεται λόγος αναίρεσης κατ’άρθρον 510 παρ.1Α ΚΠΔ (βλ. ΑΠ 1053/2006, ΑΠ 1577/2006, ΑΠ 940/2002, ΑΠ 2028/2001, ΑΠ 2036/2005, ΑΠ 2464/2005).

Από τα ανωτέρω, επιβεβαιώνεται ότι το Ανώτατο Ακυρωτικό δεν έχει παγιώσει κριτήρια, με τα οποία θεωρείται ένα αποδεικτικό μέσο σημαντικό για την ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας και την έκδοση ορθοδίκαιης απόφασης. Εντούτοις, υφίσταται απόλυτη ακυρότητα σε περίπτωση όπου το δικαστήριο απορρίψει το αίτημα του κατηγορουμένου για διενέργεια πραγματογνωμοσύνης ή για εξέταση τεχνικού συμβούλου.

Μάλιστα, βάσει της αρχής της ισότητας των όπλων, η οποία απορρέει από τη δίκαιη δίκη, θα πρέπει να υπάρχει όμοια μεταχείριση κατηγορούσας αρχής και υπεράσπισης στο ζήτημα των πραγματογνωμόνων και των τεχνικών συμβούλων (βλ. Bönisch v. Austria, 6.5.1985).

Βάσει του άρθρου 6 παρ.3 εδ.δ’ ΕΣΔΑ, θεμελιώνεται υποχρέωση του δικαστηρίου για εξέταση των προτεινόμενων ουσιωδών μαρτύρων και αποδεικτικών μέσων, άλλως παράγεται απόλυτη ακυρότητα και ιδρύεται λόγος αναίρεσης (βλ. και άρθρο 333 παρ.2 εδ.β’ ΚΠΔ για το δικαίωμα υποβολής αιτήσεων διεξαγωγής αποδείξεων  και άρθρο 20 παρ.1 Συντ. περί του δικαιώματος ακρόασης).

Ο όρος διακριτική ευχέρεια απαντάται συχνά στα πλαίσια του διοικητικού δικαίου. Τα κριτήρια βάσει των οποίων αξιολογείται η τυχόν χρήση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου είναι αφενός ο σκοπός του νόμου και η αρχή της αναλογικότητας και αφετέρου οι συνταγματικές διατάξεις και οι γενικές αρχές του δικαίου.

Αξιοσημείωτες περιπτώσεις στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας όπου η διακριτική ευχέρεια χρησιμεύει για την ορθή ερμηνεία του νόμου είναι οι εξής:

  1. Η διάταξη του άρθρου 424 ΚΠΔ (αναβολή για ισχυρότερες αποδείξεις) που ορίζει ότι << Το δικαστήριο μπορεί να αναβάλλει μία μόνο φορά τη συζήτηση σε ρητή δικάσιμο, που δεν πρέπει να απέχει περισσότερο από δεκαπέντε ημέρες για ισχυρότερες αποδείξεις ή για να κλητευθούν και οι συναίτιοι εκείνου που έχει συλληφθεί, αν αυτοί παραπέμφθηκαν μαζί του στο ακροατήριο σύμφωνα με το άρθρο 420, αλλά δεν κλητεύθηκαν. Σε αυτήν την περίπτωση το δικαστήριο διατάσσει την άρση της κράτησης και αν το κρίνει απολύτως αναγκαίο επιβάλλει περιοριστικούς όρους στον κατηγορούμενο, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 283 >> (βλ. και άρθρο 6 παρ.3 εδ.β’ ΕΣΔΑ).
  2. Σύμφωνα με το άρθρο 103 ΚΠΔ, Ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα να ζητήσει προθεσμία τουλάχιστον σαράντα οκτώ ωρών και δεν έχει υποχρέωση να απολογηθεί πριν περάσει η προθεσμία (παρ.1), ενώ κατά την παρ.2 του ίδιου άρθρου << Ο ανακριτής μπορεί να παρατείνει την προθεσμία ύστερα από αίτηση του κατηγορουμένου >> (βλ. και άρθρο 6 παρ.3 εδ.β’ ΕΣΔΑ).
  3. Όπως ορίζει η παρ.7 του άρθρου 497 ΚΠΔ, << Σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε με απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου σε ποινή στερητική της ελευθερίας και άσκησε παραδεκτά έφεση, η οποία όμως δεν έχει ανασταλτική δύναμη, μπορεί να ζητηθεί με αίτηση του ίδιου ή του εισαγγελέα η αναστολή της εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης, μέχρις ότου εκδοθεί η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Η αίτηση, υποβαλλόμενη με συνημμένο αντίγραφο της πρωτοβάθμιας απόφασης ή απόσπασμά της συνοδευόμενο από το εισαγωγικό της κατηγορίας έγγραφο, απευθύνεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο και αν πρόκειται για το μικτό ορκωτό εφετείο και αυτό δεν συνεδριάζει, στο πενταμελές εφετείο...>>. Σύμφωνα με την παρ. 8 του εν λόγω άρθρου,  << Τότε μόνο δεν χορηγείται ανασταλτικό αποτέλεσμα κατά την παρ. 4 στην έφεση ή απορρίπτεται η αίτηση αναστολής εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης, όταν κρίνεται αιτιολογημένα ότι οι περιοριστικοί όροι δεν αρκούν και ότι ο κατηγορούμενος δεν έχει γνωστή και μόνιμη διαμονή στη χώρα ή έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνει τη φυγή του ή κατά το παρελθόν υπήρξε φυγόποινος ή φυγόδικος ή κρίθηκε ένοχος για απόδραση κρατουμένου ή παραβίαση περιορισμών διαμονής, εφόσον από τη συνδρομή των παραπάνω στοιχείων προκύπτει σκοπός φυγής ή κρίνεται αιτιολογημένα ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό, όπως προκύπτει από προηγούμενες καταδίκες του για αξιόποινες πράξεις ή από τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης, να διαπράξει και άλλα εγκλήματα. Το δικαστήριο σε κάθε περίπτωση χορηγεί ανασταλτικό αποτέλεσμα ή αναστολή εκτέλεσης, αν αιτιολογημένα κρίνει ότι η άμεση έκτιση ή συνέχιση έκτισης της ποινής θα έχει ως συνέπεια υπέρμετρη και ανεπανόρθωτη βλάβη για τον ίδιο ή για την οικογένεια του. Αν παραβιαστούν οι όροι που τέθηκαν το αρμόδιο δικαστήριο αποφαίνεται, ύστερα από αίτηση του εισαγγελέα, για την άρση ή όχι της χορηγηθείσας αναστολής εκτέλεσης.
  4. Στο άρθρο 183 ΚΠΔ ορίζεται ότι << Αν απαιτούνται ειδικές γνώσεις ορισμένης επιστήμης ή τέχνης για να γίνει ακριβής διάγνωση και κρίση κάποιου γεγονότος, οι ανακριτικοί υπάλληλοι ή το δικαστήριο μπορούν αυτεπαγγέλτως ή με αίτηση κάποιου διαδίκου ή του εισαγγελέα να διατάξουν πραγματογνωμοσύνη. Η πραγματογνωμοσύνη διατάσσεται υποχρεωτικά, αν ο νόμος ρητά επιβάλλει τη διεξαγωγή της >> (βλ. και άρθρα 239 και 178 παρ.2 ΚΠΔ).
  5. Κατά τη διάταξη του άρθρου 352 παρ.3 ΚΠΔ, << Αν το δικαστήριο κρίνει ότι χρειάζονται νέες αποδείξεις, μπορεί να αναβάλει τη συζήτηση της υπόθεσης, εφαρμόζοντας ανάλογα τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου αυτού >> (βλ. άρθρα 6 παρ.1 και 3 ΕΣΔΑ και υποθέσεις Pélissier and Sassi v France, 25.3.1999, Miraux c France, 26.9.2006, I.H. and others v Austria, 20.4.2006, Drassich v Italy, 11.12.2007).
  6. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 313 παρ.3 ΚΠΔ, << Το συμβούλιο διατάσσει περαιτέρω ανάκριση, αν θεωρηθεί απαραίτητο να γίνουν ορισμένες ανακριτικές πράξεις ή να απαγγελθεί κατηγορία εναντίον ορισμένου προσώπου που σε βάρος του υπάρχουν υπόνοιες ότι ενέχεται για την πράξη για την οποία διεξάγεται ανάκριση. Αν διατάχθηκε περαιτέρω ανάκριση, ενεργείται από τον ανακριτή, μπορεί όμως κατά την κρίση του συμβουλίου να γίνει και από ανακριτικό υπάλληλο, αν είχε προηγηθεί μόνο προανάκριση >> (βλ. ΑΠ 691/1997, ΑΠ 1158/2001, ΑΠ 874/2004, ΑΠ 512/2005, ΑΠ 1072/2005, ΑΠ 1421/2005, ΑΠ 1616/2008, ΑΠ 826/2009 και άρθρα 178 παρ.2, 239 ΚΠΔ και 6 παρ.1 και 3 ΕΣΔΑ).

 

Σχόλια