Η Αρχή της αυτεπάγγελτης αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας στην ποινική δίκη

του Βαγγέλη Ζαφειριάδη, Δικηγόρου

Η αρχή της αυτεπάγγελτης αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας ως έκφανση της υποχρέωσης για δικονομική μέριμνα συνεπάγεται ότι το δικαστήριο υποχρεούται να πράξει καθετί απαραίτητο για την εξακρίβωση της αλήθειας, εξετάζοντας όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, προκειμένου να ξεκαθαρισθεί το ζήτημα της ενοχής και της ποινής του κατηγορουμένου. Θα πρέπει να υφίσταται εν προκειμένω πλήρης διερεύνηση της υπόθεσης προκειμένου να εκδοθεί μια ορθή και δίκαιη απόφαση.

Κατά τον Α. Καρρά, μάλιστα, η ως άνω αρχή διασπάται στην αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας, την αυτεπάγγελτη συγκέντρωση του αποδεικτικού υλικού, την ολόπλευρη διερεύνηση της υπόθεσης και την υποχρέωση διασαφήνισης της κατηγορούμενης πράξης. Εφόσον η ουσιαστική αλήθεια τείνει προς όφελος του κατηγορουμένου, επειδή οδηγεί σε απαλλαγή ή μείωση της ποινής του (άρθρα 83 και 84 ΠΚ), τότε η υποχρέωση για δικονομική μέριμνα απορρέει από την ουσιαστική δικαιοσύνη.

Η υποχρέωση για διαλεύκανση της υπόθεσης σημαίνει τα εξής: α) Το δικαστήριο οφείλει να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως την πραγματική κατάσταση, β) οι αρμόδιες αρχές οφείλουν να ερευνούν την ουσιαστική αλήθεια και να μη μένουν στην τυπική (πχ. σε περίπτωση ομολογίας ενοχής θα πρέπει να ερευνώνται και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και πραγματικά περιστατικά), γ) το δικαστήριο υποχρεούται να εξετάσει εξονυχιστικά όλα τα σημαντικά γεγονότα και αποδεικτικά μέσα, ακόμη κι αν αυτά δεν υπάρχουν στη δικογραφία ή δεν τα πρότειναν οι διάδικοι, προκειμένου να ανακαλυφθεί η αλήθεια (πχ. εξέταση μαρτύρων, αξιοποίηση εγγράφων αλλά και ενδείξεων, διενέργεια αυτοψίας, αίτημα για γνωμοδότηση πραγματογνώμονα κλπ.) και δ) οι δικαστικές αρχές έχουν υποχρέωση να προβούν σε εκτίμηση της αξίας των αποδεικτικών μέσων, χωρίς να δεσμεύονται εκ του νόμου.

Η υποχρέωση για ελεύθερη και αντικειμενική εκτίμηση των αποδείξεων περιλαμβάνει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της απόφασης ή του βουλεύματος, ούτως ώστε να διαγνωσθεί η αλήθεια και να μην εκδοθεί μια άδικη καταδικαστική απόφαση. Η αυτεπάγγελτη εξέταση των αποδεικτικών μέσων προβλέπεται στο άρθρο 178 παρ. 2 ΚΠΔ (βλ. και άρθρο 239 ΚΠΔ περί του σκοπού της ανακρίσεως).

Με επίκληση της νομολογίας του ΕΔΔΑ σε περιπτώσεις προσβολής του δικαιώματος στη ζωή, προσωπική ελευθερία και ασφάλεια, το δικαστήριο υποχρεούται σε αυτεπάγγελτη διεξαγωγή ερευνών, προκειμένου να διαλευκανθεί η υπόθεση, μέσω μιας ανεξάρτητης και αμερόληπτης διαδικασίας (βλ. Jordan κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 4.5.2001, Kelly κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 14.3.2002, Edwards κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 1.7.2003 Finucane κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 15.5.2007, Ramsahai και άλλοι κατά Ολλανδίας, 27.7.1998, Güleç κατά Τουρκίας, 20.5.1999, Ogur κατά Τουρκίας, 7.1.2010, Rantsev κατά Κύπρου και Ρωσίας, 26.10.2011, Anguelova κατά Βουλγαρίας, 27.11.2007, Brecknell κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 27.11.2007, Kurt κατά Τουρκίας, 25.5.1998, Κύπρος κατά Τουρκίας, 10.5.2001).

Σκοπός της αυτεπάγγελτης διερεύνησης της υπόθεσης είναι η γενική πρόληψη των εγκλημάτων μέσω της επιβολής ποινής και του εκφοβισμού, έτσι ώστε, αφενός να εξασφαλισθεί η τήρηση των νόμων και αφετέρου να ανακαλυφθούν οι δράστες (βλ. Ilhan κατά Τουρκίας, 27.6.2000, Budayeva και άλλοι κατά Ρωσίας, 20.3.2008, Öneryildiz  κατά Τουρκίας, 30.11.2004, Ergi κατά Τουρκίας, 28.7.1998, Kaya κατά Τουρκίας, 19.2.1998, M.C. κατά Βουλγαρίας, 4.12.2003, Arapkhanovy κατά Ρωσίας, 3.10.2013, Er και άλλοι κατά Τουρκίας, 31.7.2012, Mc Cann και άλλοι κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 27.9.1995, Oğur κατά Τουρκίας, 20.5.1999, Tanrikulu κατά Τουρκίας, 18.7.2017). Η υποχρέωση για αυτεπάγγελτη διερεύνηση της υπόθεσης ισχύει αναλογικά και σε περίπτωση προσβολής άλλων έννομων αγαθών (βλ. άρθρα 3 και 5 ΕΣΔΑ και άρθρο 1 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου ΕΣΔΑ).

Σε περίπτωση όπου διακυβεύεται η τιμή, η υπόληψη, η γαλήνη και η προσωπική ελευθερία του κατηγορουμένου με αρνητικές συνέπειες για την περιουσία, το επάγγελμα, την ατομική και οικογενειακή του ζωή (βλ. άρθρα 5 και 8 ΕΣΔΑ), η αυτεπάγγελτη διερεύνηση της αλήθειας αποτελεί στοιχείο της δίκαιης δίκης, ενώ για τα λοιπά έννομα αγαθά έρεισμα θεωρείται η αρχή του κράτους δικαίου (άρθρο 25 παρ.1 Συντ.). Εάν παραβιασθεί η ανωτέρω υποχρέωση, συνεπάγεται αρνητική υπέρβαση εξουσίας, παράγεται απόλυτη ακυρότητα και ιδρύεται λόγος αναίρεσης (άρθρα 171 παρ.1δ και 510 παρ.1 Α,Θ ΚΠΔ). Στις ως άνω περιπτώσεις, το δικαστήριο έχει θετική υποχρέωση να διαλευκάνει την υπόθεση υπέρ του κατηγορουμένου, ούτως ώστε να αποτραπεί η καταδίκη ενός αθώου είτε η επιβολή μεγαλύτερης ποινής από την προσήκουσα.

Εντούτοις, στον Άρειο Πάγο δεν υπάρχει απόφαση που να αναιρείται ένεκα παραβίασης της υποχρέωσης για αυτεπάγγελτη έρευνα της υπόθεσης (πχ. με την εξέταση και αξιοποίηση ουσιωδών αποδεικτικών στοιχείων).

Το καθήκον για διαλεύκανση της υπόθεσης υπέρ του κατηγορουμένου συνάγεται και από την υποχρέωση του δικαστηρίου για δικονομική μέριμνα, ιδίως όταν η υπερασπιστική γραμμή αποδεικνύεται ελλιπής. Μέσω της αυτεπάγγελτης αναζήτησης της αλήθειας εξασφαλίζεται μια δικαιοκρατική ποινική δίκη κατ’άρθρον 6 ΕΣΔΑ.  Σε περίπτωση παραβίασης της υποχρέωσης για δικονομική βοήθεια, παράγεται απόλυτη ακυρότητα και ιδρύεται λόγος αναίρεσης, εφόσον όμως το περιεχόμενο της απόφασης ή του βουλεύματος έβλαψε τα συμφέροντα του κατηγορουμένου (άρθρα 171 παρ.1δ, 484 παρ.1α και 510 παρ.1Α ΚΠΔ).


Σχόλια