Το "δικαίωμα στη λήθη" καταδικασθέντων προσώπων: Το στίγμα από τα ηλεκτρονικά ίχνη μιας καταδίκης


Γράφει ο Γιώργος Καζολέας, δικηγόρος
Ψάχνοντας στις μηχανές αναζήτησης και πληκτρολογώντας σχετικές λέξεις και ονόματα εκατομμύρια χρήστες του διαδικτύου «πέφτουν» καθημερινά μπροστά σε πληροφορίες σε διαδικτυακούς τόπους που αφορούν μεταξύ άλλων καταδίκες ανθρώπων για διάφορα αδικήματα, από τα πιο ελαφρά έως και πολύ σοβαρά. Οι πληροφορίες καταγράφονται στις ιστοσελίδες ως ειδήσεις της επικαιρότητας, σε πολλές περιπτώσεις όμως οι καταδίκες αναιρούνται καθώς ακυρώνονται σε δεύτερο ή τρίτο βαθμό, χωρίς η είδηση αυτή να καταγράφεται και τα χρόνια περνούν, ωστόσο η πρώτη είδηση της καταδίκης παραμένει σταθερά στο διαδίκτυο να στιγματίζει τον καταδικασμένο.
Σε άλλες περιπτώσεις, η καταδίκη αφορά αδίκημα ήσσονος απαξίας και η διατήρηση της αναφοράς του επί μακρόν στις μηχανές αναζήτησης του διαδικτύου συνιστά δυσανάλογο στίγμα και αχρείαστο ίχνος που πλήττει την φήμη του προσώπου.
Το δικαίωμα στη λήθη των καταδικασμένων από την δικαιοσύνη παραμένει ανοιχτό ζήτημα που εδράζεται στο ζήτημα σύγκρουσης συμφερόντων, αφενός του ατομικού δικαιώματος του υποκειμένου να διαγράφονται αρνητικές, δικαστικές εν προκειμένω, πληροφορίες για αυτόν από το διαδίκτυο και αφετέρου του δημοσίου συμφέροντος ενημέρωσης, του δικαιώματος της κοινής γνώμης να πληροφορείται για το τι συμβαίνει σε τοπικό και διεθνές επίπεδο.
Η απόφαση του High Court of Justice
Σε μια πρόσφατη απόφαση- ορόσημο του Ανωτάτου Αγγλικού Δικαστηρίου (NT 1 and NT 2 v Google LLC, 13/4/2018), η Google διατάχθηκε να διαγράψει τους συνδέσμους στα αποτελέσματα αναζήτησης σχετικά με ποινικές καταδίκες ενός επιχειρηματία ενώ για άλλον ενάγοντα αποφάσισε τη διατήρησή τους, διακρίνοντας με βάση τη φύση της ποινικής καταδίκης και το κατά πόσο η δημοσίευση των εν λόγω πληροφοριών σχετιζόταν με την ιδιωτική ζωή του ενάγοντος.
Σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης, ο πρώτος ενάγων είχε καταδικαστεί στα τέλη της δεκαετίας του ’90 σε τέσσερα χρόνια φυλάκιση για εγκληματική συνομωσία σε σχέση με μια αμφιλεγόμενη εταιρία ακινήτων. Ο δεύτερος ενάγων είχε καταδικαστεί σε μια μικρή στερητική της ελευθερίας ποινή και είχε ομολογήσει την ενοχή του για αδικήματα σχετικά με εταιρία που κατηγορήθηκε για τις περιβαλλοντικές πρακτικές της πριν από 10 περίπου χρόνια.
Και οι δύο καταδίκες αναφέρθηκαν στον Τύπο την εποχή εκείνη μαζί, δεδομένου ότι τα περιστατικά των δύο υποθέσεων ήταν παρεμφερή. Οι δύο επιχειρηματίες ζήτησαν τη διαγραφή των συνδέσμων από τη Google, ισχυριζόμενοι ότι είχε παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα άνω των 10 ετών, επικαλούμενοι το νόμο περί προστασίας προσωπικών δεδομένων και το νόμο περί αδικοπραξίας για κατάχρηση ιδιωτικών πληροφοριών.
Ο Άγγλος Δικαστής υποστήριξε ότι τα εν λόγω ζητήματα αφορούσαν στο αν η αναρτημένη λίστα συνδέσμων στο διαδίκτυο συνιστούσε αδικαιολόγητη παραβίαση του δικαιώματος της ιδιωτικής ζωής των εναγόντων και σε καταφατική περίπτωση, αν οφειλόταν αποζημίωση, σημειώνοντας επίσης ότι το θέμα τίθεται για πρώτη φορά στο Δικαστήριο καθώς η νομοθεσία προϋπήρξε του Διαδικτύου.
Είναι αξιοσημείωτο, ότι το Δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς της Google ότι η μηχανή αναζήτησης διέθετε δημοσιογραφική εξαίρεση από τον νόμο περί προστασίας δεδομένων και ότι οι εν λόγω αναρτήσεις ήταν συγκεκαλυμμένοι ισχυρισμοί δυσφήμησης.
Ωστόσο ο Δικαστής απέρριψε την αγωγή του πρώτου ενάγοντος, καθώς έκρινε ότι οι πληροφορίες σχετικά με την καταδίκη του ήταν «ουσιαστικά δημόσιες εκ φύσεως» και αφορούσαν στην επιχείρηση του και όχι στην προσωπική του ζωή. Σημείωσε μάλιστα ότι ο ενάγων «παραμένει ενεργός επιχειρηματίας και οι συγκεκριμένες πληροφορίες εξυπηρετούν το σκοπό της ελαχιστοποίησης του κινδύνου ότι θα συνεχίσει να παραπλανεί, όπως έκανε στο παρελθόν».
Όσον αφορά όμως στον δεύτερο ενάγοντα, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα  ότι η παράβαση θα επαναληφθεί. Επίσης λήφθηκε υπόψη το γεγονός ότι ο ενάγων είχε δημιουργήσει πρόσφατα οικογένεια κάνοντας αναφορά στο δικαίωμα του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή. Ενόψει αυτού εξέδωσε διάταγμα διαγραφής της επίμαχης ανάρτησης από το διαδίκτυο, αλλά χωρίς δικαίωμα αποζημίωσης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το Δικαστήριο στη σημαντική αυτή απόφαση, επικαλέστηκε μεταξύ άλλων, πέρα από το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ και την απόφαση του ΔΕΕ του 2014 -Google Spain SL και Google Inc. κατά της Αρχής Προστασίας Δεδομένων της Ισπανίας, καθώς και το νέο Ευρωπαϊκό Κανονισμό 2016/679 για τα Προσωπικά Δεδομένα που τέθηκε σε ισχύ στις 25 Μαϊου 2018, ο οποίος ρητά προνοεί για το δικαίωμα στη λήθη (άρθρο 17), για τα οποία θα γίνει λόγος παρακάτω.
Η απόφαση του Δικαστηρίου του Αμβούργου
Στη Γερμανία το Επαρχιακό Δικαστήριο του Αμβούργου (Landgericht Hamburg Urteil v. 31.07.2009 - Az.: 324 O 33/09) δικαίωσε τον ενάγοντα που διαμαρτυρήθηκε για την ανάρτηση ηλεκτρονικού άρθρου στο οποίο αναφερόταν ότι αυτός είχε καταδικαστεί σε φυλάκιση τριών μηνών για σεξουαλικό αδίκημα κατά ανήλικου (13χρονου) αγοριού. Το αδίκημα είχε συμβεί πριν από 12 χρόνια. Ο ενάγων υποστήριξε ότι η ανάρτηση που αναφερόταν στην καταδίκη του δεν καλυπτόταν από το δημόσιο συμφέρον για πληροφόρηση και ζητούσε την διαγραφή της. Το Γερμανικό Δικαστήριο έκρινε ότι η στάθμιση μεταξύ του ενδιαφέροντος του κοινού για ενημέρωση και του ατομικού δικαιώματος της ιδιωτικής ζωής είναι πάντοτε απαραίτητη. Αναφέρει μάλιστα στην απόφασή του το Δικαστήριο ότι ακόμη και η αναφορά αληθινών γεγονότων θα παραβίαζε το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή, αν η δημοσίευσή τους απειλούσε να προκαλέσει προσβολή της προσωπικότητας που ήταν δυσανάλογη προς το δημόσιο συμφέρον για την αποκάλυψη της αλήθειας.
Αυτό συνέβη στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου, δεδομένου ότι η επίμαχη δημοσίευση αναφέρεται σε ένα γεγονός που συνέβη πριν από 12 χρόνια. Επιπλέον, το δικαστήριο χαρακτηρίζει «μη σοβαρό» το  έγκλημα και σημειώνει ότι η ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε ήταν μικρή . Και καταλήγει η απόφαση του Γερμανικού Δικαστηρίου ότι η αναφορά του ονόματος του ενάγοντος οδηγεί σε συγκεκριμένο στιγματισμό, που θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα τον κοινωνικό αποκλεισμό και απομόνωση του, αναγνωρίζοντας εν κατακλείδι υπεροχή της προστασίας της ιδιωτικής ζωής.
Η απόφαση του ΔΕΕ κατά της Google (C‑131/12)
Στην υπόθεση αυτή που αποτελεί νομολογιακό οδηγό σε ευρωπαϊκό επίπεδο για το Δικαίωμα στην Ψηφιακή Λήθη, το υποκείμενο του δικαιώματος δεν είχε καταδικασθεί από δικαστήριο, εμφανιζόταν ωστόσο ως οφειλέτης του Δημοσίου, του οποίου η περιουσία είχε κατασχεθεί.
Σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης, το 1998, μια εφημερίδα ευρείας κυκλοφορίας στην Ισπανία δημοσίευσε στην έντυπη έκδοσή της δύο ανακοινώσεις για πλειστηριασμούς ακινήτων κατόπιν κατάσχεσης που επιβλήθηκε λόγω κοινωνικοασφαλιστικών οφειλών. Ως κύριος των ακινήτων κατονομαζόταν ορισμένο πρόσωπο. Η εφημερίδα αυτή κυκλοφόρησε αργότερα από τον εκδότη της και σε ηλεκτρονική μορφή με online πρόσβαση.
Το 2009, δηλαδή 11 χρόνια μετά, το πρόσωπο αυτό διαπίστωσε ότι, όταν το όνομα και το επώνυμό του εισάγονταν στη μηχανή αναζήτησης της Google, εμφανιζόταν παραπομπή στην ιστοσελίδα της εφημερίδας που περιλάμβανε τις παραπάνω ανακοινώσεις, όπου φαινόταν ως οφειλέτης με την περιουσία του κατασχεμένη. Όμως η διαδικασία αυτή είχε ολοκληρωθεί και διευθετηθεί και δεν δημιουργούσε πλέον κανένα ζήτημα.
Απευθυνόμενος στην Αρχή προστασίας δεδομένων στην Ισπανία ο θιγόμενος κατάφερε να υποχρεωθούν τόσο η αμερικάνικη Google όσο και η ισπανική, να αποσύρουν το όνομά του από τις δυσφημιστικές καταχωρήσεις. Οι εταιρίες από την πλευρά τους αρνήθηκαν να το πράξουν και άσκησαν προσφυγές στο ανώτερο ισπανικό δικαστήριο, το οποίο και απηύθυνε τα σχετικά προδικαστικά ερωτήματα στο Ευρωπαϊκό δικαστήριο.
Το τελευταίο με την απόφασή του αφενός δέχτηκε ότι ο φορέας εκμετάλλευσης μηχανής αναζήτησης υποχρεούται να απαλείφει από τον κατάλογο αποτελεσμάτων, ο οποίος εμφανίζεται κατόπιν αναζήτησης που έχει διενεργηθεί με βάση το ονοματεπώνυμο ενός προσώπου, συνδέσμους προς δημοσιευμένες από τρίτους ιστοσελίδες που περιέχουν πληροφορίες σχετικές με το πρόσωπο αυτό, και στην περίπτωση κατά την οποία το ονοματεπώνυμο αυτό ή οι πληροφορίες αυτές δεν έχουν διαγραφεί προηγουμένως ή ταυτοχρόνως από τις ως άνω ιστοσελίδες, η υποχρέωση δε αυτή ισχύει ακόμη και όταν αυτή καθαυτή η δημοσίευση των επίμαχων πληροφοριών στις εν λόγω ιστοσελίδες είναι νόμιμη. 
Επίσης το Δικαστήριο έκρινε ότι το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής καταρχήν υπερέχει όχι μόνο του οικονομικού συμφέροντος του φορέα εκμετάλλευσης της μηχανής αναζήτησης, αλλά και του συμφέροντος του κοινού να αποκτήσει πρόσβαση στην πληροφορία αυτή στο πλαίσιο αναζήτησης με βάση το ονοματεπώνυμο του εν λόγω υποκειμένου.
Εντούτοις, σύμφωνα με το Δικαστήριο, αυτό δεν ισχύει όταν, για ειδικούς λόγους, όπως ο ρόλος που διαδραματίζει το εν λόγω υποκείμενο στον δημόσιο βίο, προκύπτει ότι η επέμβαση στα θεμελιώδη δικαιώματα του υποκειμένου δικαιολογείται από το υπέρτερο συμφέρον του κοινού για πρόσβαση στην επίμαχη πληροφορία, συνεπεία της εμφάνισής της στον προαναφερθέντα κατάλογο.
O Νέος Ευρωπαϊκός Κανονισμός για την Προστασία των Προσωπικών Δεδομένων
Στο νέο Κανονισμό, που τέθηκε πρόσφατα σε ισχύ, καθιερώνεται για πρώτη φορά ρητώς το δικαίωμα στη λήθη (άρθρο 17). Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά το υποκείμενο «θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να ζητεί τη διόρθωση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, καθώς και το «δικαίωμα στη λήθη», εάν η διατήρηση των εν λόγω δεδομένων παραβιάζει τον κανονισμό ή το δίκαιο της Ένωσης ή κράτους μέλους στο οποίο υπόκειται ο υπεύθυνος επεξεργασίας.
Ιδίως, το υποκείμενο των δεδομένων θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να ζητεί τη διαγραφή και την παύση της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, εάν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν είναι πλέον απαραίτητα σε σχέση με τους σκοπούς για τους οποίους συλλέγονται ή υποβάλλονται κατ' άλλο τρόπο σε επεξεργασία, εάν το υποκείμενο των δεδομένων αποσύρει τη συγκατάθεσή του για την επεξεργασία ή εάν αντιτάσσεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν ή εάν η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν δεν είναι σύμφωνη προς τον παρόντα κανονισμό κατ' άλλο τρόπο…
Ωστόσο, η περαιτέρω διατήρηση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να είναι σύννομη όταν είναι αναγκαία για την άσκηση του δικαιώματος ελευθερίας της έκφρασης και ενημέρωσης, για τη συμμόρφωση με νομική υποχρέωση, για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο επεξεργασίας, για λόγους δημόσιου συμφέροντος στον τομέα της δημόσιας υγείας, για σκοπούς αρχειοθέτησης προς το δημόσιο συμφέρον, για σκοπούς επιστημονικής ή ιστορικής έρευνας ή στατιστικούς σκοπούς, ή για τη θεμελίωση, άσκηση ή υποστήριξη νομικών αξιώσεων…»
Σύμφωνα με το άρθρο 17 του Κανονισμού, το υποκείμενο των δεδομένων έχει το δικαίωμα να ζητήσει από τον υπεύθυνο επεξεργασίας τη διαγραφή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και ο υπεύθυνος επεξεργασίας υποχρεούται να διαγράψει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση όταν συντρέχει ένας από τους αναφερόμενους στην παρ.1 του άρθρου λόγους.
Επίλογος
Είναι σαφές ότι η νομιμότητα της ηλεκτρονικής ανάρτησης πληροφοριών και της δυνατότητας πρόσβασης σε αυτές μέσω των μηχανών αναζήτησης στο διαδίκτυο σχετικά με καταδικασθέντα πρόσωπα, αποτελεί αντικείμενο στάθμισης συμφερόντων και δικαιωμάτων. Η αναζήτηση του υπέρτερου συμφέροντος θα πρέπει να αποτελεί αποτέλεσμα συνάρτησης αντικειμενικών παραγόντων και δεδομένων, όπως το αν η καταδίκη προσώπου ήταν σε πρώτο βαθμό ή τελεσίδικη, αν υπήρξε κατηγορία και άσκηση δίωξης σε ποινική διαδικασία αλλά ακολούθησε απαλλαγή/αθώωση στο δικαστήριο, της σοβαρότητας, του είδους και της απαξίας του αδικήματος, του ύψους της επιβληθείσας ποινής, του χρονικού διαστήματος που μεσολάβησε από την καταδίκη, της μετέπειτα συμπεριφοράς του καταδικασθέντος και του βαθμού επανένταξης του στην κοινωνία, της ιδιότητας και επαγγέλματος του προσώπου (αν είναι δημόσιο πρόσωπο κλπ.) και βεβαίως του κατά πόσο πρόσφορη είναι η διατήρηση ενός τέτοιου δεδομένου στο διαδίκτυο και ποιες ρεαλιστικές ανάγκες εξυπηρετεί. Η στάθμιση των συμφερόντων θα πρέπει να στοχεύει στην αποτροπή του καινοφανούς αυτού και ιδιότυπου, διαδικτυακού, κοινωνικού στιγματισμού του καταδικασθέντος ή κατηγορηθέντος προσώπου χωρίς να θίγεται το δικαίωμα του κοινού στην ενημέρωση. (giorgos.kazoleas@gmail.com)
Σχετικοί Σύνδεσμοι:

Σχόλια