Πότε η καταχρηστική συμπεριφορά της τράπεζας οδηγεί στην ακύρωση της διαταγής πληρωμής

Γράφει η δικηγόρος Αναστασία Χρ. Μήλιου
Είναι πραγματικά ενθαρρυντικό και πολύ θετικό που υπάρχουν δικαστές που λαμβάνουν υπόψη τους την γενική κατάσταση της υπό εξέταση περίπτωσης και τις ειδικές περιστάσεις που τυχόν υπάρχουν.
Στην συγκεκριμένη περίπτωση  η τράπεζα ως συνήθως μετά από ρυθμίσεις που αύξανε το οφειλόμενο σε αυτήν κεφάλαιο και τμηματικές καταβολές, εξέδωσε διαταγη πληρωμής κατά του οφειλέτη. Ο οφειλέτης ευτυχώς δεν τα παράτησε αλλά αντέδρασε και άσκησε ανακοπή κατά της διαταγης πληρωμής με σκοπό να την ακυρώσει.
Έτσι όταν υπόθεση έφτασε στο δικαστήριο, ο δικαστής έκρινε ότι σε περίπτωση δυσχέρειας του οφειλέτη της Τράπεζας να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του από την δανειακή σύμβαση λόγω πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας του, που όμως υπερβαίνει τα όρια της αντοχής του, η καλόπιστη, από την πλευρά της Τράπεζας, συμπεριφορά, επιβάλλει σ’ αυτή την υποχρέωση να ανεχθεί μια εύλογη καθυστέρηση στην εκπλήρωση της παροχής του οφειλέτη, ιδίως όταν η επιδίωξη της άμεσης εκπλήρωσης της παροχής του πρόκειται να οδηγήσει σε πλήρη οικονομική καταστροφή του, χωρίς ουσιαστικό κέρδος για την ίδια.
Κατά την έννοια αυτή η Τράπεζα θα πρέπει, σε περίπτωση πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας του πελάτη της, να αποφύγει την εσπευσμένη καταγγελία της μεταξύ τους δανειακής σύμβασης, προπάντων όταν οι απαιτήσεις της είναι ασφαλισμένες με εμπράγματες ή προσωπικές ασφάλειες, ο δε πελάτης της βρίσκεται σε άμεση οικονομική εξάρτηση απ’ αυτή και δεν οφείλει σε τρίτους, αφού τότε οι παραπάνω ενέργειές της προσλαμβάνουν καταχρηστικό χαρακτήρα.
Κρίθηκε  ότι η συμπεριφορά της τράπεζας να πετύχει την έκδοση διαταγής πληρωμής είναι καταχρηστική. Και αυτό, διότι από τη συμπεριφορά της Τράπεζας, δημιουργήθηκε στον οφειλέτη-δανειολήπτη η εντύπωση ότι αυτή δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά της, εφόσον η τράπεζα διά μέσω των προστηθέντων από αυτήν υπαλλήλων αρχικά κατανόησε το οικονομικό πρόβλημα του οφειλέτη και ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις μεταξύ των διαδίκων μερών προς ρύθμιση της ένδικης οφειλής, με παράλληλη καταβολή από τον οφειλέτη προς την τράπεζα συγκεκριμένων ποσών κάθε μήνα.
Η δε μεταγενέστερη έκδοση της ανακοπτόμενης καθιστά για τους ως άνω λόγους, ενόψει της οικονομικής αδυναμίας του οφειλέτη, μη ανεκτή την άσκησή της κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου συνετού κοινωνικού  ανθρώπου και αντιτιθέμενη στις αρχές του άρθρου 281 ΑΚ. Και ναι μεν η τράπεζα ασκώντας συμβατικό δικαίωμά της επιδιώκει την είσπραξη της απαίτησής της και ενεργεί ασφαλώς προς ικανοποίηση θεμιτού συμφέροντός της, συνυφασμένου με  τη διαχείριση της περιουσίας της, πλην όμως κρίνεται ότι ενόψει της κάλυψης μεγάλου μέρους εκ του οφειλόμενου από οφειλέτη  ποσού σε συνδυασμό με τις συστηματικές προσπάθειές του προς ρύθμιση της οφειλής του, εν προκειμένω υπάρχει προφανής υπέρβαση των διαγραφομένων κατά τα άνω ορίων από το νόμο. Κατά συνέπεια προκύπτει ότι η τράπεζα καταχρηστικά προέβη στην έκδοση της ανακοπτόμενης και πρέπει γι’ αυτό το λόγο να γίνει δεκτή η κρινομένη ανακοπή και να ακυρωθεί η εκδοθείσα διαταγής πληρωμής.

Σχόλια