Επιτρεπτός ο αποκλεισμός από τη διαδικασία σύναψης σύμβασης προσφέροντος ο οποίος αρνείται να δεσμευθεί ότι θα καταβάλλει στο προσωπικό που απασχολεί τον κατώτατο μισθό (ΔΕΕ)

Απόφαση στην υπόθεση C-115/14 RegioPost GmbH & Co. KG κατά Stadt Landau in der Pfalz: Η σύναψη δημοσίων συμβάσεων μπορεί να εξαρτάται, εκ του νόμου, από την προϋπόθεση της αναλήψεως δεσμεύσεως περί καταβολής κατώτατου μισθού. Το δίκαιο της Ένωσης δεν απαγορεύει τον αποκλεισμό από τη διαδικασία συνάψεως συμβάσεως προσφέροντος ο οποίος αρνείται να δεσμευθεί ότι θα καταβάλλει στο οικείο προσωπικό που απασχολεί τον κατώτατο μισθό. Το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι η οδηγία 2004/18 περί συντονισμού των διαδικασιών συνάψεως δημόσιων συμβάσεων, έργων, προμηθειών και υπηρεσιών,
δεν αντιτίθεται σε νομοθετική ρύθμιση η οποία υποχρεώνει τους προσφέροντες και τους υπεργολάβους τους να δεσμευθούν, με γραπτή δήλωση επισυναπτόμενη στην προσφορά τους, ότι θα καταβάλλουν στο προσωπικό που θα απασχοληθεί στην εκτέλεση των παροχών προκαθορισμένο κατώτατο μισθό. Κατά το Δικαστήριο, η επίμαχη υποχρέωση συνιστά ειδικό όρο επιτρεπόμενο, καταρχήν, από την οδηγία, δεδομένου ότι αναφέρεται στην εκτέλεση της συμβάσεως και αφορά κοινωνικές παραμέτρους.
Το Δικαστήριο επισημαίνει περαιτέρω ότι η υποχρέωση αυτή πληροί, στην προκειμένη περίπτωση, την προϋπόθεση της διαφάνειας και δεν εισάγει διάκριση. Η εν λόγω υποχρέωση είναι, εξάλλου, συμβατή με μια άλλη οδηγία της Ένωσης και, συγκεκριμένα, την οδηγία 96/71 σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων , στο μέτρο που απορρέει από νομοθετική διάταξη θεσπίζουσα όριο κατώτατου μισθού κατά την έννοια της οδηγίας αυτής. Ως εκ τούτου, ο επίμαχος κατώτατος μισθός αποτελεί ένα από τα στοιχεία του βαθμού προστασίας που πρέπει να διασφαλίζεται, από επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη, στους αποσπασμένους εργαζομένους για την εκτέλεση της συμβάσεως. Αφού επισημαίνει ότι ο επίμαχος ελάχιστος μισθός έχει εφαρμογή μόνο στις δημόσιες συμβάσεις και όχι στις συμβάσεις του ιδιωτικού τομέα, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι ο περιορισμός αυτός αποτελεί απλώς συνέπεια του γεγονότος ότι, για τον εν λόγω τομέα, υφίστανται ειδικές ρυθμίσεις του δικαίου της Ένωσης (εν προκειμένω αυτές που θεσπίζει η οδηγία 2004/18). Το γεγονός αυτό δεν αποκλείει ο επίμαχος κατώτατος μισθός, καθόσον ενδέχεται να συνιστά περιορισμό στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, να μπορεί καταρχήν να δικαιολογηθεί με βάση τον σκοπό της προστασίας των εργαζομένων. Συναφώς το Δικαστήριο διακρίνει μεταξύ της παρούσας υποθέσεως και της υποθέσεως Rüffert .
Το Δικαστήριο αποφαίνεται περαιτέρω ότι η οδηγία 2004/18 δεν αντιτίθεται σε νομοθετική ρύθμιση η οποία προβλέπει τον αποκλεισμό από τη συμμετοχή στη διαδικασία συνάψεως δημόσιας συμβάσεως των προσφερόντων και των υπεργολάβων τους οι οποίοι αρνούνται να δεσμευθούν, με γραπτή δήλωση επισυναπτόμενη στην προσφορά τους, ότι θα καταβάλλουν στο προσωπικό που θα απασχοληθεί στην εκτέλεση των παροχών προκαθορισμένο κατώτατο μισθό. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι η οδηγία δεν αντιτίθεται στην απαίτηση έγγραφης δεσμεύσεως όσον αφορά την τήρηση του κατώτατου μισθού, επιτρέπει τον αποκλεισμό από τη συμμετοχή στη διαδικασία συνάψεως δημόσιας συμβάσεως προσφέροντος ο οποίος αρνείται να αναλάβει μια τέτοια δέσμευση. (curia.europa.eu). Δείτε το πλήρες κείμενο της απόφασης εδώ

Σχόλια