Αοριστία παροχής - Προσδιορισμός της από το δικαστήριο (νομολογία)

AΠ 110/2015: Αοριστία παροχής- Προσδιορισμός της από το δικαστήριο: «Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 371 ΑΚ "αν ο προσδιορισμός της παροχής ανατέθηκε σε έναν από τους συμβαλλομένους ή σε τρίτον, σε περίπτωση αμφιβολίας θεωρείται ότι ο προσδιορισμός πρέπει να γίνει με δίκαιη κρίση. Αν δεν έγινε με δίκαιη κρίση ή βραδύνει γίνεται από το δικαστήριο". Με τη διάταξη του πρώτου εδαφίου του εν λόγω άρθρου, που αποτελεί ειδική έκφραση των αρχών της καλής πίστης, παρέχεται η δυνατότητα, η οποία απορρέει από την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361 ΑΚ), ανάθεσης του προσδιορισμού της παροχής σε κάποιον από τους συμβαλλομένους ή σε τρίτον, ο οποίος υποχρεούται να προβεί στον προσδιορισμό της παροχής εν αμφιβολία με δίκαιη κρίση.
Από τη διατύπωση του πρώτου εδαφίου του ως άνω άρθρου προκύπτει ότι η εφαρμογή του εκτείνεται στις συμβατικές ενοχές, ενώ επίσης είναι δυνατή η εφαρμογή του και στην περίπτωση που στη σύμβαση ορίζεται ότι η παροχή θα προσδιοριστεί από τα μέρη με μεταγενέστερη συμφωνία. Προϋποθέσεις εφαρμογής του ως άνω άρθρου είναι η ύπαρξη αοριστίας της παροχής, η οποία πρέπει να είναι ηθελημένη και υφίσταται υπό την έννοια ότι κατά την κατάρτιση της σύμβασης και μετά τη σύσταση της ενοχής, το περιεχόμενο της παροχής δεν προσδιορίστηκε πλήρως στη σύμβαση κατ` έκταση, χρόνο, τόπο και τρόπο καταβολής, είδος, βάρος ή κατ` άλλα στοιχεία και δεν είναι δυνατή η αναπλήρωση της αοριστίας αυτής με την ερμηνεία κατά τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ. Ορος εφαρμογής του πιο πάνω άρθρου είναι όχι μόνο η ύπαρξη της ως άνω αοριστίας της παροχής, αλλά και η ανάθεση με τη σύμβαση της συμπλήρωσής της δια του προσδιορισμού της παροχής σε έναν από τους συμβαλλόμενους ή σε τρίτο, σε έναν ή περισσότερους. Εξάλλου, ο προσδιορισμός της παροχής δύναται να συμφωνηθεί ότι αφήνεται στην κρίση και των δύο μερών και είναι δυνατόν να ανατέθηκε με τη συμφωνία από κοινού στους συμβαλλομένους Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το δεύτερο εδάφιο του ως άνω άρθρου 371 ΑΚ, αν ο προσδιορισμός της παροχής δεν έγινε (από συμβαλλόμενο ή τρίτο) κατά δίκαιη κρίση ή βραδύνει, ανεξάρτητα από υπαιτιότητα, γίνεται από το δικαστήριο. Το δικαστήριο επιλαμβάνεται μετά από αγωγή του ή των συμβαλλομένων, υποκαθιστά δε εκείνον, στον οποίο είχε ανατεθεί το δικαίωμα του προσδιορισμού της παροχής, όταν αυτός προέβη στον προσδιορισμό με κρίση άδικη ή αν βραδύνει ή αρνείται ή αδυνατεί προς τούτο. Επίσης το δικαστήριο επιλαμβάνεται μετά από αγωγή και όταν ο προσδιορισμός της παροχής ανατέθηκε στη δίκαιη κρίση και των δύο μερών και το ένα αρνείται ή βραδύνει να αποδεχθεί τις απόψεις του άλλου. Η απόφαση του δικαστηρίου, κατά το ως άνω εδ. 2 του άρθρου 371 ΑΚ, που είναι προσδιοριστική της παροχής, συμπληρώνει τη σύμβαση ως προς την αοριστία της παροχής, υποκαθιστώντας τη βούληση των συμβαλλομένων και είναι διαπλαστικού χαρακτήρα, με αναδρομική δύναμη. Πριν από τον προσδιορισμό αυτό δεν υπάρχει γεννημένη αξίωση προς παροχή και συνακόλουθα δεν δημιουργείται υπερημερία του οφειλέτη από τη μη πληρωμή, αφού δεν υφίσταται προσδιορισμένη εκπληρώσιμη παροχή και συνεπώς, δεν έχει εφαρμογή ούτε το άρθρο 345 ΑΚ...

...Ειδικότερα και σύμφωνα με το προεκτεθέν περιεχόμενο της αγωγής, η ενάγουσα εκθέτει σ` αυτήν ότι μεταξύ των διαδίκων καταρτίστηκε μία συμβατική ενοχή και πως οι διάδικοι συμφώνησαν ότι σε περίπτωση πλήρωσης μιας αναβλητικής αιρέσεως (ευνοϊκότερα για την ενάγουσα αποτελέσματα με βάση το διαγωνισμό, σε σχέση μ` αυτά με βάση τις συμβάσεις αγοράς δι` απευθείας ανάθεσης), η εναγομένη είχε την υποχρέωση να προβεί σε μία παροχή σε είδος, η οποία συνίστατο στην παράδοση τηλεπικοινωνιακού υλικού. Ότι η παροχή, την οποία ανέλαβε να εκπληρώσει η εναγομένη, ήταν αόριστη, καθόσον κατά την κατάρτιση εκάστης σύμβασης μεταξύ των διαδίκων το περιεχόμενο της παροχής αυτής δεν προσδιορίστηκε πλήρως στη σύμβαση κατ` είδος, ποσότητα και χρόνο παράδοσης, ηθελημένα δε οι διάδικοι δεν την προσδιόρισαν, καθόσον την εξήρτησαν από κριτήρια και στοιχεία μη υφιστάμενα κατά τον χρόνο κατάρτισης της συμφωνίας και από την επέλευση μελλοντικών και αβέβαιων γεγονότων. Ότι οι συμβαλλόμενες εταιρείες συμφώνησαν ότι η συμπλήρωση της μεταξύ τους σύμβασης, δηλαδή ο προσδιορισμός της οφειλόμενης από την εναγόμενη θα γινόταν από κοινού από τα συμβαλλόμενα μέρη. Ότι η ορισθείσα αναβλητική αίρεση πληρώθηκε καθόσον επήλθαν ευνοϊκότερα αποτελέσματα με βάση τον διενεργηθέντα στη συνέχεια μειοδοτικό διαγωνισμό σε σχέση με τα αποτελέσματα των επικαλουμένων συμβάσεων δι` απευθείας αναθέσεως και ότι η ενάγουσα κάλεσε την εναγομένη σε διαπραγματεύσεις για να προσδιορίσουν την παροχή που οφείλει η τελευταία κατ` είδος, ποσότητα και χρόνο παράδοσης του δωρεάν τηλεπικοινωνιακού υλικού, η δε εναγομένη βραδύνει και αρνείται να προβεί από κοινού με την ενάγουσα στην εξειδίκευση και τον προσδιορισμό της παροχής, μη αποδεχόμενη τις απόψεις της ενάγουσας. Κατά συνέπεια στην ιστορική βάση της αγωγής εκτίθενται τα στοιχεία του πραγματικού του άρθρου 371 ΑΚ,. Όμως, λόγω της αοριστίας της συμφωνηθείσης παροχής και του ότι η εναγομένη βραδύνει και αρνείται τον προσδιορισμό της παροχής αυτής από τους διαδίκους, η ενάγουσα δεν ζητά τον προσδιορισμό της παροχής αυτής από το δικαστήριο, κατά το δεύτερο εδάφιο της ίδιας διάταξης, αλλ` αντιθέτως ζητά να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη της οφείλει το αιτούμενο ποσό, το οποίο, κατά τους αγωγικούς της ισχυρισμούς, αφενός υπολαμβάνει ως ζημία της λόγω της μη εκπλήρωσης της αναληφθείσης υποχρέωσης προς προσδιορισμό της παροχής εκ μέρους της εναγομένης και λόγω της υπερημερίας αυτής, αφετέρου δε το ποσό αυτό, κατά τους ισχυρισμούς της, αντιστοιχεί στην αξία του τηλεπικοινωνιακού υλικού που οφείλει η εναγομένη να της παραδώσει δωρεάν, ήτοι αντιστοιχεί στην αξία της (κατ` αρχήν αόριστης) συμφωνηθείσης παροχής σε είδος. Σύμφωνα όμως με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγούμενη σκέψη, στην περίπτωση συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 371 ΑΚ, όπως στην προκειμένη περίπτωση, πριν από τον προσδιορισμό της παροχής από το δικαστήριο, κατόπιν ασκήσεως σχετικής αγωγής από τον ένα συμβαλλόμενο, δεν υπάρχει γεννημένη αξίωση προς παροχή και συνεπώς δεν δημιουργείται υπερημερία του οφειλέτη από τη μη πληρωμή, δεδομένου ότι δεν υφίσταται προσδιορισμένη εκπληρώσιμη παροχή. Άλλωστε, κατά το σχετικό όρο και τα εκτιθέμενα στην αγωγή, η συμφωνηθείσα αόριστη παροχή δεν συνομολογήθηκε μεταξύ των διαδίκων να είναι πραγματική, αλλά παροχή σε είδος (τηλεπικοινωνιακού υλικού). Δεδομένου λοιπόν ότι οι διάδικοι συμφώνησαν μία αόριστη παροχή σε είδος εκ μέρους της εναγόμενης προς την ενάγουσα, ότι η παροχή αυτή θα προσδιοριζόταν από κοινού από τις συμβαλλόμενες εταιρείες, ότι η εναγομένη αρνείτο και βράδυνε προς τούτο και ότι πριν από τον προσδιορισμό της παροχής από το δικαστήριο (κατόπιν ασκήσεως σχετικής αγωγής από την ενδιαφερόμενη συμβαλλόμενη), δεν υφίσταται προσδιορισμένη εκπληρώσιμη παροχή της εναγομένης και δεν δημιουργείται υπερημερία αυτής από τη εκπλήρωσή της, το αίτημα περί αναγνωρίσεως της αιτούμενης χρηματικής οφειλής της εναγομένης είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο. Δηλαδή, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, η πλήρωση της αιρέσεως δεν οδηγεί σε καθίδρυση χρηματικής υποχρέωσης της εναγομένης, δηλαδή προς καταβολή χρηματικού ποσού, όπως ζητά η ενάγουσα ν` αναγνωριστεί ότι οφείλει να της καταβάλει η εναγομένη, αλλά σε παροχή είδους, που δεν προσδιορίστηκε και έπρεπε να προηγηθεί δικαστικός της προσδιορισμός, ώστε ακολούθως, σε περίπτωση παθολογικής εξέλιξης της ενοχής, να ανακύψει περίπτωση αλλοίωσης της ενοχής σε χρηματική αξίωση αποζημίωσης. Σημειωτέον, ότι με την αγωγή δεν εισάγεται αίτημα αναγνώρισης της υποχρέωσης χορηγήσεως εκπτώσεως, αλλά σαφώς ζητείται η αναγνώριση της οφειλής προς καταβολή χρηματικού ποσού και μάλιστα ως αποζημίωσης, λόγω υπερημερίας της εναγομένης, ώστε η με την έφεση μεταβολή του αιτήματος (όπως εσφαλμένα εκτιμήθηκε από την 4674/1996 προδικαστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου) είναι απαράδεκτη. Να σημειωθεί ότι το αίτημα της αγωγής δεν μπορεί να εκτιμηθεί ως αίτημα προσδιορισμού από το δικαστήριο της παροχής κατά δίκαιη κρίση, αφού ρητά ζητείται η αναγνώριση οφειλής, ενώ, όπως προαναφέρθηκε, η συμφωνηθείσα αόριστη παροχή δεν ήταν χρηματική, αλλά συνίστατο στην παράδοση εκ μέρους της εναγομένης τηλεπικοινωνιακού υλικού (είδους). Σε κάθε περίπτωση δε, και αν ήθελε θεωρηθεί ότι η αγωγή μπορούσε να εκτιμηθεί ως αγωγή προσδιορισμού από το δικαστήριο αόριστης σε είδος παροχής, ουδόλως εκτίθενται σ` αυτήν προσδιοριστικά στοιχεία της οφειλόμενης σε είδος παροχής (περιγραφή του τηλεπικοινωνιακού υλικού κατ` είδος, ποσότητα και χρόνο παράδοσης)". Έτσι, που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή την προδιαληφθείσα ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 371 ΑΚ, δεδομένου ότι η ένδικη αγωγή, με το προεκτεθέν περιεχόμενο και αίτημα, το οποίο και το Εφετείο δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφασή του, είναι μη νόμιμη και απορριπτέα. Τούτο γιατί η επικαλούμενη ως άνω πλήρωση της αίρεσης, (ήτοι η ύπαρξη διαφοράς μεταξύ των τιμών για την αγορά των υλικών μεταξύ των συμβάσεων και του μειοδοτικού διαγωνισμού), δεν οδηγεί σε καθίδρυση χρηματικής υποχρέωσης της εναγομένης, δηλαδή προς καταβολή χρηματικού ποσού, αλλά σε παροχή εκ μέρους της εναγομένης δωρεάν τηλεπικοινωνιακού υλικού του συστήματος EWSD, το είδος, η ποσότητα και ο χρόνος παράδοσης του οποίου, θα καθορίζονταν (σύμφωνα με τη σύμβαση) από τους συμβαλλομένους. Κατά συνέπεια, εφόσον το υλικό αυτό δεν προσδιορίστηκε από τους συμβαλλομένους, ανεξάρτητα από την επικαλούμενη υπαιτιότητα της εναγομένης, έπρεπε να προηγηθεί, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην νομική σκέψη, δικαστικός προσδιορισμός της υποχρέωσης για παράδοση του συγκεκριμένου υλικού, ώστε ακολούθως, σε περίπτωση παθολογικής εξέλιξης της ενοχής, να ανακύψει περίπτωση αλλοίωσης της ενοχής σε αξίωση χρηματικής αποζημίωσης». (areiospagos.gr)

Σχόλια

Legal Jobs

Legal Jobs
Θέσεις Εργασίας-Υποτροφίες- Μεταπτυχιακά