Την παροχή των 176 ευρώ δικαιούται, βάσει της αρχής της ισότητας, κάθε υπάλληλος αμειβόμενος με τις διατάξεις του μισθολογίου της δημοσίας διοίκησης

ΑΠ 140/2014:  Την παροχή των 176 ευρώ δικαιούται, βάσει της αρχής της ισότητας, κάθε υπάλληλος αμειβόμενος με τις διατάξεις του μισθολογίου της δημοσίας διοίκησης, εφόσον δεν λαμβάνει κάποια πρόσθετη μισθολογική παροχή ή του χορηγήθηκε κάποια νέα παροχή ή αυξήθηκε το κίνητρο αποδόσεως. «(…) Η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος, η οποία ορίζει ότι οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου και καθιερώνει όχι μόνο την ισότητα των Ελλήνων έναντι του νόμου, αλλά και την ισότητα του νόμου έναντι αυτών, δεσμεύει και τον κοινό νομοθέτη και τον υποχρεώνει, όταν πρόκειται να ρυθμίσει ουσιωδώς όμοια πράγματα, να μη μεταχειρίζεται κατά τρόπο ανόμοιο τις περιπτώσεις αυτές, εισάγοντας εξαιρέσεις και κάνοντας διακρίσεις, εκτός αν αυτό επιβάλλουν λόγοι κοινωνικού η δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή των οποίων υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων. Επομένως, αν γίνει από το νόμο ειδική ρύθμιση για ορισμένη κατηγορία προσώπων και αποκλείεται από την ρύθμιση αυτή, κατ` αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση, άλλη κατηγορία προσώπων, για την οποία συντρέχει ο ίδιος λόγος που επιβάλλει την ειδική μεταχείριση, η διάταξη αυτή που εισάγει την αδικαιολόγητη δυσμενή μεταχείριση, είναι ανίσχυρη ως αντισυνταγματική.
Τα ίδια ισχύουν και όταν η ειδική ρύθμιση αφορά μισθό, σύνταξη ή άλλη παροχή προς δημόσιο λειτουργό ή υπάλληλο και γενικώς μισθωτό, οπότε, στην περίπτωση κατά την οποία γίνεται αδικαιολόγητη διάκριση, τα δικαστήρια επιδικάζουν την παροχή αυτή και σε εκείνους που αδικαιολόγητα εξαιρούνται, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι παραβιάζεται από την δικαστική εξουσία η αρχή της διακρίσεως των εξουσιών, που θεσπίζεται από τα άρθρα 1, 26, 73 επ. και 87 επ. του Συντάγματος, αφού τα δικαστήρια στην περίπτωση αυτή υποχρεούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 87 παρ. 1 και 2, 93 παρ. 4 και 120 παρ. 2 του Συντάγματος, να ασκήσουν έλεγχο στο έργο της νομοθετικής εξουσίας και να εφαρμόσουν σε όλη την έκταση την αρχή της ισότητας και με βάση την αρχή αυτή να καταλήξουν στην εφαρμογή του νόμου που περιέχει την ευμενή ρύθμιση. Πρέπει, όμως, η παροχή να είναι νόμιμη, δηλαδή να έχει χορηγηθεί με νόμιμο τρόπο, διαφορετικά δεν παραβιάζεται η αρχή της ισότητας, διότι δεν νοείται ισότητα στην παρανομία. Περαιτέρω, με τις διατάξεις του Κεφαλαίου Α` του Ν. 2738/1999 εισήχθη ο θεσμός των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τη σύναψη συλλογικών συμβάσεων εργασίας στη Δημόσια Διοίκηση. Σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 του ανωτέρω νόμου, η συλλογική σύμβαση εργασίας ρυθμίζει τους όρους και τις συνθήκες απασχολήσεως των υπαλλήλων για τα θέματα που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, μεταξύ των οποίων δεν περιλαμβάνονται και θέματα μισθών. Με το άρθρο 13 παρ. 1 του ως άνω Ν. 2738/1999, με τίτλο "Συλλογικές συμφωνίες", προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 τα εξής: "1. Συλλογική διαπραγμάτευση για ρύθμιση ζητημάτων των όρων και συνθηκών απασχολήσεως των υπαλλήλων, που δεν ρυθμίζονται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 3 του παρόντος, λόγω συνταγματικών περιορισμών (όπως ιδίως είναι ζητήματα μισθών, συντάξεων, συστάσεως οργανικών θέσεων, προσόντων, τρόπου διορισμού κ.λπ.), μπορεί να καταλήγει σε συλλογική συμφωνία. 2. Η συμφωνία αυτή δεν αποτελεί συλλογική σύμβαση εργασίας, συνεπάγεται όμως για το Δημόσιο ή Ν.Π.Δ.Δ. ή Ο.Τ.Α. α) είτε την έκδοση κανονιστικών πράξεων, εφόσον τα θέματα της συμφωνίας μπορεί να ρυθμισθούν κανονιστικώς βάσει υπάρχουσας σχετικής εξουσιοδοτήσεως νόμου, β) είτε την προώθηση σχετικής νομοθετικής ρυθμίσεως των θεμάτων της συμφωνίας. Αντικείμενο του περιεχομένου της συμφωνίας μπορεί να αποτελεί και ο χρόνος υλοποιήσεως της δεσμεύσεως για έκδοση κανονιστικών πράξεων ή προώθησης νομοθετικών ρυθμίσεων, κατά περίπτωση". Ακολούθως, με το άρθρο 14, το οποίο έχει ως τίτλο "Υλοποίηση συλλογικών συμφωνιών", του Ν. 3016/2002 "για την εταιρική διακυβέρνηση, θέματα μισθολογίου και άλλες διατάξεις" ορίσθηκαν, μεταξύ άλλων, τα εξής: "1. Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του κατά περίπτωση αρμόδιου υπουργού ρυθμίζονται τα θέματα των συλλογικών συμφωνιών που συνάπτονται κατ` εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 13 του Ν. 2738/1999 και αφορούν θέματα μισθών και αμοιβών, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που υπογράφηκαν κατά το έτος 2001. 2. Με όμοιες αποφάσεις οι ρυθμίσεις της προηγούμενης παραγράφου είναι δυνατόν να επεκτείνονται, εν όλω ή εν μέρει, και στο λοιπό προσωπικό του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) και λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.), που δεν συμμετείχε στη σύναψη των συλλογικών συμφωνιών του άρθρου 13 του Ν. 2738/1999 και μέχρι του ποσού των εκατόν εβδομήντα έξι (176) ευρώ. 3. Αν καταβάλλονται οποιουδήποτε είδους πρόσθετες μισθολογικές παροχές, που υπολείπονται του ποσού των εκατόν εβδομήντα έξι (176) ευρώ, επιτρέπεται να χορηγείται μόνο η διαφορά μέχρι του ποσού αυτού. Οι ρυθμίσεις αυτές, όσον αφορά το προσωπικό των Ο.Τ.Α. και το προσωπικό των λοιπών Ν.Π.Δ.Δ, περιορίζονται στις υφιστάμενες από τον προϋπολογισμό τους δυνατότητες. 4. Με τις προβλεπόμενες από τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού κοινές υπουργικές αποφάσεις καθορίζονται ειδικότερα: α) οι δικαιούχοι των παροχών και το ύψος τους, λαμβάνοντας υπόψη για την χορήγηση ή μη των παροχών αυτών το συνολικό ποσό των καταβαλλόμενων μηνιαίων αποδοχών και λοιπών παροχών, επιδομάτων και αποζημιώσεων από οποιαδήποτε πηγή, β) οι όροι, οι προϋποθέσεις και οι περιορισμοί για τη χορήγηση των ανωτέρω παροχών, η διαδικασία και ο χρόνος καταβολής, καθώς και ο τρόπος αντιμετωπίσεως της σχετικής δαπάνης, γ) κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την χορήγησή τους. ... 5. ... 6. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού ισχύουν από 1-1-2002". Δυνάμει της προαναφερθείσας εξουσιοδοτικής διατάξεως και αφού είχαν προηγηθεί ειδικές συλλογικές συμφωνίες του Ελληνικού Δημοσίου με τους αντίστοιχους κλάδους υπαλλήλων (όπως προαναφέρθηκε, με την ως άνω εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 του Ν. 3016/2002, η ρύθμιση της παρ. 1, δηλαδή της χορηγήσεως της ειδικής παροχής, μπορούσε να επεκτείνεται και στο προσωπικό της Δημόσιας Διοίκησης, που δεν συμμετείχε στη σύναψη των συλλογικών συμφωνιών του άρθρου 13 του Ν. 2738/1999), εκδόθηκαν πολλές κοινές Υπουργικές Αποφάσεις (ΚΥΑ), σε σύντομο χρονικό διάστημα (κυρίως εντός του έτους 2002), με τις οποίες η ως άνω χρηματική παροχή, ύψους 88 ευρώ μηνιαίως για το χρονικό διάστημα από 1-1-2002 και 176 ευρώ από 1-7-2002, χορηγήθηκε διαδοχικώς σε διάφορες κατηγορίες και ειδικότητες υπαλλήλων διαφόρων υπουργείων, Ο.Τ.Α. και ν.π.δ.δ., των οποίων οι αποδοχές διέπονται από τις διατάξεις του Ν. 2470/ 1997 "αναμόρφωση μισθολογίου προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης και άλλες συναφείς διατάξεις", χωρίς να γίνεται διάκριση ως προς τη φύση, το είδος και τις συνθήκες εργασίας τους. Στη συνέχεια, με το άρθρο 28 παρ. 4 του Ν. 3205/2003 καταργήθηκαν από την έναρξη της ισχύος του, δηλαδή από 1-1-2004, σύμφωνα με το άρθρο 56 αυτού, μεταξύ άλλων, το άρθρο 14 του Ν. 3016/2002 και όλες οι κοινές υπουργικές αποφάσεις που εκδόθηκαν κατ` εξουσιοδότησή του. Ορίσθηκε δε με το άρθρο 24 παρ. 3 του ίδιου Ν. 3205/2003 ότι τα θέματα που ρυθμίζονται με το νόμο αυτόν δεν αποτελούν αντικείμενο συλλογικών διαπραγματεύσεων και ότι η χορήγηση οποιωνδήποτε άλλων παροχών ή αποζημιώσεων εν γένει, πέραν των προβλεπομένων στο νόμο αυτόν, επιτρέπεται μόνο με τροποποίηση των διατάξεών του. Ενώ, με την παρ. 2 του ίδιου ως άνω άρθρου 24 ορίσθηκε, ότι ποσά που καταβάλλονται μέχρι την έναρξη της ισχύος του παρόντος νόμου, σύμφωνα με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, που εκδόθηκαν κατ` εξουσιοδότηση του άρθρου 14 του Ν. 3016/2002, ως ειδική παροχή, διατηρούνται ως προσωπική διαφορά, μειούμενη από οποιαδήποτε μελλοντική χορήγηση νέου επιδόματος, παροχής ή αποζημιώσεως ή από αύξηση του κινήτρου αποδόσεως του άρθρου 12 του παρόντος νόμου. Οι ανωτέρω κοινές υπουργικές αποφάσεις καταργούνται από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου. Μετά την 31- 12-2003 δεν καταβάλλεται σωρευτικά η ως άνω προσωπική διαφορά μαζί με οποιαδήποτε πρόσθετη μισθολογική παροχή, που συμψηφιζόταν με αυτή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 14 του Ν. 3016/2002 και τις κατ` εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσες κοινές υπουργικές αποφάσεις. Τέλος, με την παρ. 3 του άρθρου 2, υπό τον τίτλο "Εισοδηματική πολιτική έτους 2005", του Ν. 3336/2005 ορίζεται ότι "Οι υπάλληλοι του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α., οι οποίοι διορίσθηκαν ή μετατάχθηκαν μετά την 1-1-2004 σε Υπηρεσίες, στους υπαλλήλους των οποίων χορηγούνται τα ποσά που διατηρήθηκαν ως προσωπική διαφορά με τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 24 του Ν. 3205/2003, δικαιούνται την καταβολή της προσωπικής διαφοράς, με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις που τη λαμβάνουν και οι υπόλοιποι υπάλληλοι των Υπηρεσιών αυτών. Η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή από 1-1-2005". Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση, υπ` αρ. 2759/2009, του δικάσαντος ως Εφετείου Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, στην οποία, μετά την απόρριψη τη έφεσης, λόγω της ερημοδικίας του εκκαλούντος, ενσωματώθηκε η πρωτοβάθμια απόφαση του Ειρηνοδικείου Νέας Ιωνίας, δέχτηκε τα ακόλουθα: "ότι οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι υπάγονται στο ενιαίο μισθολογικό πλαίσιο που διέπει τον ευρύτερο τομέα του Δημοσίου, τους ΟΤΑ και τα ΝΠΔΔ, όπως καθιερώθηκε και ισχύει από 1.1.1984 και εντεύθεν με τον Ν. 1505/1984, από 1.1.1997 με τον Ν. 2470/1997 και από 1.1.2004 με τον Ν. 3205/2003 και δικαιούται όλων των παροχών που προβλέπονται και χορηγούνται με αυτούς ανεξάρτητα από το δικαίωμά τους στην απόληψη των ειδικών επιδομάτων και λοιπών αμοιβών ή παροχών που, λόγω των ειδικών και ιδιαζουσών συνθηκών εργασίας τους, δικαιολογημένα καταβάλλονται μόνο στους εργαζομένους των ΟΤΑ και στα υπαγόμενα σ` αυτούς νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και ιδιωτικού δικαίου. Το δικαίωμά τους δε αυτό καθίσταται εμφανέστερο για το λόγο ότι η επίδικη παροχή (των 176 ευρώ) έχει χορηγηθεί σε ευρείες και ετερόκλητες κατηγορίες μισθωτών επί σχέσει δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου, σε πλείστες κατηγορίες υπηρεσιών της Δημόσιας Διοίκησης και ΝΠΔΔ, χωρίς ειδικές προϋποθέσεις και χωρίς την οποιαδήποτε συνάρτηση με το είδος ή το εύρος της παρεχόμενης εργασίας, με αποτέλεσμα η χορήγησή της να έχει προσδώσει, λόγω και της εν γένει κανονιστικής αντιμετωπίσεώς της, εξαρχής χαρακτήρα επιμισθίου εργασίας, ήτοι γενικής προσαυξήσεως των τακτικών αποδοχών των εργαζομένων. Και ότι η μη χορήγηση της ως άνω μισθολογικής παροχής και στους αναιρεσιβλήτους συνιστά αδικαιολόγητα άνιση μεταχείριση αυτών έναντι άλλων δικαιούχων υπαλλήλων και οδηγεί σε ευθεία παραβίαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας σε συνδυασμό με την αρχή της ίσης αμοιβής για ίσης αξίας εργασία (άρθρα 4 παρ. 1 και 22 παρ. 1 περ. β` του Συντάγματος) για την αποκατάσταση των οποίων πρέπει να εφαρμοστεί και σε εκείνους σε βάρος των οποίων έγινε η δυσμενής διάκριση, η διάταξη που ισχύει για τις κατηγορίες των εργαζομένων υπέρ των οποίων θεσπίστηκε η ειδική ρύθμιση". Με βάση τις παραδοχές αυτές δέχθηκε την ένδικη αγωγή των αναιρεσιβλήτων και υποχρέωσε τον αναιρεσείοντα να καταβάλει στον καθένα από αυτούς τα αναφερόμενα χρηματικά ποσά. Ο Άρειος Πάγος με προηγούμενες αποφάσεις του (υπ` αριθμ. 93/2009, 574/2009, 946/2010, 1723/2010, 306/2011, 495/2011, 1557/2011 του Β1 Πολιτικού Τμήματος και 754/2010 του Β2 Πολιτικού Τμήματος) δέχθηκε ότι με την χορήγηση της επίμαχης παροχής σε μεγάλο αριθμό υπαλλήλων, που αφενός δεν πληρούσαν την προϋπόθεση της μη λήψεως πρόσθετων μισθολογικών παροχών και αφετέρου ευρίσκοντο σε τελείως διαφορετικές μεταξύ τους εργασιακές συνθήκες, η παροχή αυτή απέκτησε τον χαρακτήρα μισθολογικής παροχής, που προσαυξάνει, χωρίς άλλη προϋπόθεση, τον μισθό όλων ανεξαιρέτως των υπαλλήλων του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οι οποίοι αμείβονται σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις του μισθολογίου του προσωπικού της Δημόσιας Διοικήσεως. Ως εκ τούτου, κατά τις ανωτέρω αποφάσεις, κάθε υπάλληλος αμειβόμενος σύμφωνα με τις διατάξεις του μισθολογίου αυτού δικαιούται, κατ` εφαρμογή της αρχής της ισότητας, να λαμβάνει ως τμήμα του μισθού του την επίδικη παροχή, την οποία μόνον από 1-1-2004 (έναρξη ισχύος του Ν. 3205/2003) και εντεύθεν δεν δικαιούται να λαμβάνει ή λαμβάνει μειωμένη, εφόσον αποδειχθεί ότι ο συγκεκριμένος υπάλληλος λαμβάνει κάποια πρόσθετη μισθολογική παροχή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 14 του Ν. 3016/2002 ή του χορηγήθηκε κάποια νέα παροχή ή αυξήθηκε το κίνητρο αποδόσεως. Εξάλλου, με τις υπ` αριθμ. 38/2011 και 304/2011 αποφάσεις του Β1 Πολιτικού Τμήματος, ο Άρειος Πάγος δέχθηκε ότι με την παράγραφο 3 του άρθρου 14 του Ν. 3016/2002 ρητώς απαγορεύεται η χορήγηση της παροχής των 176 ευρώ σωρευτικώς με άλλες πρόσθετες μισθολογικές παροχές και ότι, ως εκ τούτου, υπουργική απόφαση, με την οποία είχε χορηγηθεί η επίδικη παροχή σε υπαλλήλους, υπό την προϋπόθεση ότι δεν λαμβάνουν προβλεπόμενη από άλλη διάταξη ειδική αμοιβή ή την λαμβάνουν μειωμένη, εκδόθηκε εντός των ορίων της εξουσιοδοτικής διατάξεως του ανωτέρω άρθρου 14 του Ν. 3016/ 2002, δεν αντίκειται δε στην αρχή της ισότητας για το λόγο ότι με άλλες υπουργικές αποφάσεις, που εκδόθηκαν με βάση την ίδια εξουσιοδότηση, χορηγήθηκε ολόκληρη η επίδικη παροχή σε άλλους υπαλλήλους του Δημοσίου, χωρίς να εξαρτάται η χορήγησή της από την μη χορήγηση άλλων πρόσθετων μισθολογικών παροχών, διότι δεν νοείται ισότητα στην παρανομία.(…) [Nomos]

Σχόλια