Αγωγή αποζημίωσης για ηθική βλάβη από την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών (ΔΠρΑθ)

ΔΠρΑθ 5300/2021, Τμήμα 25ο Τριμελές: Aγωγή αποζημίωσης για ηθική βλάβη από την υπογραφή της συμφωνίας των Πρεσπών. Εν προκειμένω δεν συντρέχει παρανομία των οργάνων του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου και, επομένως, δεν στοιχειοθετείται, κατά τα άρθρα 105 του Εισ.Ν.Α.Κ. και 932 του Α.Κ., ευθύνη αυτού προς χρηματική ικανοποίηση του ενάγοντος λόγω ηθικής βλάβης, απορριπτομένης της αγωγής ως αβάσιμης.

"Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, ο ενάγων ζητεί να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα και 932 του Αστικού Κώδικα, να του καταβάλει, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής έως και την πλήρη εξόφληση, το ποσό των 100.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την προσβολή της εθνικής του συνείδησης και ταυτότητας ως στοιχείων της προσωπικότητάς του, από την παράνομη, κατά τους ισχυρισμούς του, σύναψη στις Πρέσπες της από 17.06.2018 «Τελική[ς] Συμφωνία[ς] για την επίλυση των διαφορών οι οποίες περιγράφονται στις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών 817 (1993) και 845 (1993), τη λήξη της Ενδιάμεσης Συμφωνίας του 1995 και την εδραίωση στρατηγικής εταιρικής σχέσης μεταξύ των μερών» από τους Υπουργούς Εξωτερικών της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (πΓΔΜ). Περαιτέρω, ο ενάγων ζητεί, κατ’ επίκληση του άρθρου 1 του ν. 3900/2010, να εισαχθεί, λόγω μείζονος ενδιαφέροντος, η παρούσα υπόθεση προς εκδίκαση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Επειδή, το αίτημα του ενάγοντος περί εισαγωγής της παρούσας υπόθεσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας απαραδέκτως προβάλλεται με την κρινόμενη αγωγή, διότι, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), σχετικά αιτήματα υποβάλλονται απευθείας ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και κρίνονται από την προβλεπόμενη στο ίδιο άρθρο Τριμελή Επιτροπή. Εξάλλου, ταυτόσημο αίτημα του ενάγοντος ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, που υποβλήθηκε σε χρόνο μεταγενέστερο του χρόνου άσκησης της κρινόμενης αγωγής, απορρίφθηκε με τη με αριθμό 29/2018 Πράξη της ως άνω Τριμελούς Επιτροπής. Περαιτέρω, η θεμελίωση του εννόμου συμφέροντος του ενάγοντος για την άσκηση της κρινόμενης αγωγής ερείδεται επαρκώς στην ιδιότητά του ως Έλληνα πολίτη και στο δικαιολογημένο ενδιαφέρον του, υπό την ιδιότητα αυτή, να αμφισβητήσει την, κατά τους ισχυρισμούς του, κατά παράβαση, όπως ισχυρίζεται, σειράς θεμελιωδών δικαιωμάτων, σύναψη από όργανο του εναγομένου της ένδικης Συμφωνίας, με την οποία επιλύθηκαν οι επί έτη εκκρεμείς διαφορές με την πΓΔΜ και ήδη Βόρεια Μακεδονία σχετικά με ζητήματα μείζονος σημασίας, όπως, μεταξύ άλλων, το επίσημο όνομα, η ιθαγένεια και η επίσημη γλώσσα της τελευταίας, απορριπτομένου του αντίθετου ισχυρισμού του εναγομένου (πρβλ. ΣτΕ 350/2011 7μ., σκ. 5, 2399/2914 Ολ., σκ. 6, 3920/2010 Ολ., σκ. 4, με τις οποίες γίνεται δεκτή η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως από ευρύ κύκλο προσώπων, ενόψει της φύσεως των συγκεκριμένων υποθέσεων και των εκτεταμένων επιπτώσεων που έχουν οι προσβαλλόμενες σ’ αυτές πράξεις).

Επειδή, καταρχάς, όπως έχει κριθεί (βλ. ΣτΕ 2615-2616/2018 Ολ., 1046/2019, 2397/2019) η ένδικη «Τελική Συμφωνία», ως πράξη διαχείρισης της πολιτικής εξουσίας στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, συνδεόμενη ευθέως με τη διαχείριση των διεθνών σχέσεων της Χώρας, έχει κυβερνητικό χαρακτήρα και δεν υπόκειται σε ακυρωτικό έλεγχο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 45 παρ. 5 του π.δ/τος 18/1989 (Α΄ 8). Ωστόσο, η μη υπαγωγή της πράξης αυτής σε ευθύ ακυρωτικό έλεγχο δεν συνεπάγεται την αποδέσμευση του οργάνου που την υπογράφει από την υποχρέωση τήρησης των οικείων συνταγματικών διατάξεων ούτε αποκλείει την ανόρθωση ενδεχόμενων δυσμενών επιπτώσεών της σε ιδιώτες κατά τρόπους και διαδικασίες που, κατά περίπτωση, προβλέπονται από την έννομη τάξη (βλ. ΣτΕ 2615-2616/2018 Ολ., 22/2007 Ολ., 3669/2006 Ολ.). Ως εκ τούτου, ο ενάγων έχει, καταρχάς, το δικαίωμα, κατ’ επίκληση του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ, να ασκήσει την κρινόμενη αγωγή κατά του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου και να ζητήσει την αποκατάσταση της ζημίας που ισχυρίζεται πως υπέστη από την ένδικη Συμφωνία, απορριπτομένου ως αβάσιμου του αντίθετου ισχυρισμού του εναγομένου περί έλλειψης δυνατότητας παρεμπιπτόντως ελέγχου της εν λόγω Συμφωνίας στο πλαίσιο εξέτασης αγωγής αποζημίωσης. Εξάλλου, η ένδικη Συμφωνία, ακόμα και πριν από την κύρωσή της με νόμο, δύναται να έχει αντανακλαστικές συνέπειες σε συνταγματικώς προστατευόμενα δικαιώματα, διότι με μόνη την υπογραφή της η Ελληνική Δημοκρατία ανέλαβε τη διεθνή δέσμευση ότι, μετά τη γνωστοποίηση της ολοκλήρωσης των σχετικών με την κύρωση εσωτερικών διαδικασιών στο έτερο Μέρος, θα την κυρώσει χωρίς καθυστέρηση, όπως άλλωστε και έγινε με το ν. 4588/2019 (βλ. άρθρο 1 παρ. 4 περ. ζ΄ της «Τελική Συμφωνίας» σε συνδυασμό με το άρθρο 17 παρ. 1 της Συμβάσεως της από 23.05.1969 Βιέννης περί του Δικαίου των Συνθηκών του 1969, κυρωθείσας με το ν.δ. 402/1974, Α΄ 141). Ωστόσο, ως παρανομία κυβερνητικής πράξης με την οποία συνήφθη διεθνής συμφωνία ικανή να θεμελιώσει ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση κατ’ άρθρο 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., δεν μπορεί να θεωρηθεί η παράλειψη συμπερίληψης συγκεκριμένης ρύθμισης και γενικότερα τυχόν ανεπάρκεια του ρυθμιστικού πλαισίου της. Τούτο δε διότι, ενώ οι ρυθμίσεις τέτοιων συμφωνιών δεν μπορούν να έρχονται σε αντίθεση με το Σύνταγμα και τους νόμους που προβλέπουν τη σύναψή τους, καμιά διάταξη νόμου ή του Συντάγματος δεν ιδρύει δεσμία αρμοδιότητα των αρμοδίων κυβερνητικών οργάνων κατά την κατάρτιση διεθνών συμφωνιών να περιλαμβάνουν σ’ αυτές συγκεκριμένες ρυθμίσεις, ανεξάρτητα από τον επιδιωκόμενο με αυτές σκοπό (βλ. ΔΕφΑθ 2373/2006). Ενόψει τούτων, η επικαλούμενη από τον ενάγοντα παράλειψη των οργάνων του εναγομένου να συμπεριλάβουν στην ένδικη Συμφωνία ρητή δήλωση συγγνώμης εκ μέρους της πΓΔΜ για τη χρήση ανθελληνικής προπαγάνδας, καθώς και ρυθμίσεις που να διασφαλίζουν την τύχη της ελληνικής μειονότητας που ζει στην πΓΔΜ και νυν Βόρεια Μακεδονία και συγκεκριμένα στις πόλεις του Μοναστηρίου, της Αχρίδος, της Γευγελής και της Στρωμνίτσης, δεν μπορεί να θεμελιώσει αστική ευθύνη του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 7 της «Τελικής Συμφωνίας» προκύπτει πως τα συμβαλλόμενα Μέρη αναγνωρίζουν ότι η εκατέρωθεν αντίληψή τους ως προς τους όρους «Μακεδονία» και «Μακεδόνας» αναφέρεται σε διαφορετικό ιστορικό πλαίσιο και πολιτιστική κληρονομιά. Συγκεκριμένα, ως προς το Πρώτο Μέρος, με αυτούς τους όρους νοούνται η περιοχή και ο πληθυσμός της βόρειας περιοχής της Ελλάδας, τα χαρακτηριστικά τους, καθώς και ο Ελληνικός πολιτισμός, η ιστορία, η κουλτούρα και η κληρονομιά αυτής της περιοχής από την αρχαιότητα έως σήμερα, ενώ ως προς το Δεύτερο Μέρος, με αυτούς τους όρους νοούνται η επικράτεια, η γλώσσα, ο πληθυσμός και τα χαρακτηριστικά τους, με τη δική τους ιστορία, πολιτισμό και κληρονομιά, διακριτώς διαφορετικά από τα προαναφερθέντα του Πρώτου Μέρους. Συναφώς, στην ίδια ως άνω διάταξη σημειώνεται πως η επίσημη γλώσσα του Δεύτερου Μέρους ανήκει στην ομάδα των Νότιων Σλαβικών γλωσσών, ενώ τόσο η επίσημη γλώσσα όσο και τα άλλα χαρακτηριστικά του Δεύτερου Μέρους δεν έχουν σχέση με τον αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό, την ιστορία, την κουλτούρα και την κληρονομιά της βόρειας περιοχής του Πρώτου Μέρους. Με το περιεχόμενο αυτό, το Δικαστήριο κρίνει ότι η διάταξη του άρθρου 7 της ένδικης Συμφωνίας δεν προσβάλλει την αξία του ανθρώπου (άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος) ούτε συνιστά παρέμβαση στο δικαίωμα του ενάγοντος στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του υπό την ειδικότερη έκφανση του προσδιορισμού της εθνικής του ταυτότητας, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος, εφόσον ο αρχαίος Ελληνικός πολιτισμός, η ιστορία, η κουλτούρα και η κληρονομιά της Μακεδονίας ως βόρειας περιοχής της Ελλάδας, που υπερασπίζεται ο ενάγων, διακρίνονται σαφώς από τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά της πΓΔΜ και νυν Βόρειας Μακεδονίας, τα οποία ορίζεται πως αναφέρονται σε διαφορετικό ιστορικό και πολιτιστικό πλαίσιο, ενώ σύμφωνα με σχετική πρόβλεψη της τελευταίας παραγράφου του άρθρου 7, η ένδικη Συμφωνία δεν αποσκοπεί στο να υποτιμήσει ή να αλλοιώσει τη χρήση των ως άνω εννοιών από τους Έλληνες πολίτες, μεταξύ των οποίων και ο ενάγων. Δεδομένης δε της ως άνω ρητής διασφάλισης του ότι η ένδικη Συμφωνία ουδεμία μεταβολή επιφέρει στη χρήση από τους Έλληνες πολίτες, των εννοιών του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού, της ιστορίας, της κουλτούρας και της κληρονομιάς της εν λόγω βόρειας περιοχής της Ελλάδας, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο ισχυρισμός του ενάγοντος περί προσβολής της ελευθερίας της συνείδησής του υπό την ειδικότερη έκφανση της εθνικής συνείδησης και ταυτότητας, ήτοι της αντίληψής του ότι ανήκει σε ένα έθνος με κοινή ιστορική προέλευση, γλώσσα, θρησκεία, ήθη, έθιμα και παραδόσεις, όπως αυτή προστατεύεται στο άρθρο 9 της ΕΣΔΑ (κυρωθείσα με το ν.δ. 53/1974, Α΄ 256), στο άρθρο 18 παρ. 1 του ΔΣΑΠΔ (κυρωθέν με το ν. 2462/1997, Α΄ 25) και, ανεξαρτήτως της νομικής φύσης και της δεσμευτικότητας αυτής (βλ. ΣτΕ 1180/2016, σκ. 16), στο άρθρο 18 της Οικουμενικής Διακήρυξης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, διότι οι διατάξεις της ένδικης Συμφωνίας δεν συνιστούν παρέμβαση στην ελευθερία του ενάγοντος να φέρει και να εκδηλώνει τις σχετικές με την Μακεδονία εθνικές και θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Επιπλέον, απορριπτέος τυγχάνει ο ισχυρισμός του ενάγοντος περί όμοιας ρύθμισης ανόμοιων περιπτώσεων κατά παράβαση της αρχής της ισότητας, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 7 της Οικουμενικής Διακήρυξης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ και στο άρθρο 26 του ΔΣΑΠΔ, διότι με το άρθρο 7 της ένδικης Συμφωνίας αναγνωρίζεται μεν η χρήση των όρων «Μακεδονία» και «Μακεδόνας» από τη πΓΔΜ και νυν Βόρεια Μακεδονία με αποκλειστική, ωστόσο, αναφορά στην επικράτεια, γλώσσα, πληθυσμό, χαρακτηριστικά, ιστορία, πολιτισμό και κληρονομιά του κράτους αυτού και με ρητή διευκρίνιση, ότι τα στοιχεία αυτά ουδεμία σχέση έχουν με τον αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό, την ιστορία, κουλτούρα και κληρονομιά της Μακεδονίας ως βόρειας περιοχής της Ελλάδας, με αποτέλεσμα να μην πρόκειται τελικώς για όμοια χρήση των ως άνω όρων από τα δύο συμβαλλόμενα Μέρη. Εξάλλου, ο ισχυρισμός του ενάγοντος περί ακυρότητας της ένδικης Συμφωνίας λόγω παραβίασης των άρθρων 53 και 64 της Συμβάσεως της Βιέννης για το Δίκαιο το Συνθηκών, καθώς και των άρθρων 24, 25 και 103 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ (κυρωθείς με τον α.ν. 585/1945, Α΄ 242), πρέπει, ανεξαρτήτως της αοριστίας του, να απορριφθεί, διότι ενόψει όσων αναφέρθηκαν ανωτέρω δεν τίθεται ζήτημα αντίθεσης των διατάξεων αυτής σε διεθνείς κανόνες προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 51 παρ. 1 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. ενοποιημένη απόδοση, EE C 202 της 7ης Ιουνίου 2016, σελ. 389 επ.), οι διατάξεις αυτού διέπουν τις δράσεις των κρατών μελών μόνον όταν εφαρμόζουν δίκαιο της Ένωσης (βλ. ΣτΕ 560/2019, σκ. 11, 1346/2017, σκ. 13, 1286/2012 Ολ., σκ. 21). Στην προκείμενη περίπτωση, ωστόσο, το προαναφερθέν άρθρο 7 της «Τελικής Συμφωνίας», δεν έλκει σε εφαρμογή τις διατάξεις του ΧΘΔΕΕ, καθώς αποτελεί διάταξη διεθνούς συμφωνίας μεταξύ ενός κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ελληνική Δημοκρατία) και μιας υποψήφιας προς ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση χώρας (πΓΔΜ), χωρίς να ακολουθεί οποιαδήποτε πράξη οργάνου της Ένωσης περί θέσης της σε εφαρμογή (πρβλ. ΔΕΚ C-402/05 P και C-415/05 P, Kadi και Al Barakaat International Foundation, απόφαση μειζ. συνθ. της 03ης.09.2008, σκ. 286), ενώ, σε κάθε περίπτωση, η διάταξη αυτή δεν εμφανίζει επαρκή σύνδεσμο με το δίκαιο της Ένωσης (βλ. ΣτΕ 180/2019, σκ. 4, 1438/2018 7μ., σκ. 4, 1173/2013, σκ. 10, ΔΕΕ C-617/10, Åkerberg Fransson, απόφασης μειζ. συνθ. της 26ης.02.2013, σκ. 19 επ., ΔΕΕ C 206/13, Siragusa, απόφαση της 6ης.03.2014, σκ. 24 επ.). Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός του ενάγοντος περί αντίθεσης του άρθρου 7 της ένδικης Συμφωνίας στα άρθρα 1, 10 παρ. 1 και 20 του ΧΘΔΕΕ και κατ’ επέκταση στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΣυνθΕΕ είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι ο ΧΘΔΕΕ δεν έχει πεδίο εφαρμογής στην κρινόμενη υπόθεση. Απαραδέκτως δε, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην έκτη σκέψη της παρούσας, προβάλλει ο ενάγων, το πρώτον με το κατατεθέν στις 11.02.2021 υπόμνημά του, την κύρωση της ένδικης Συμφωνίας με το ν. 4588/2019 που συνιστά, κατά τους ισχυρισμούς του, νέα παράνομη πράξη των οργάνων του εναγομένου, διότι συνεπάγεται τη μη νόμιμη διεύρυνση του αντικειμένου της αγωγής, με προσθήκη νέων πραγματικών γεγονότων που αφορούν το μεταγενέστερο της άσκησης αυτής χρονικό διάστημα. Ομοίως, απορριπτέο ως απαράδεκτο είναι το επιμέρους αίτημα του ενάγοντος περί κήρυξης του ανωτέρω κυρωτικού νόμου ως αντισυνταγματικού, αφενός, λόγω της το πρώτον προβολής του με το ίδιο ως άνω υπόμνημα και αφετέρου, διότι αίτημα αγωγής μπορεί να είναι μόνον η καταψήφιση ή η αναγνώριση γεννημένης χρηματικής αξίωσης κατά του Δημοσίου. Με τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο κρίνει ότι εν προκειμένω δεν συντρέχει παρανομία των οργάνων του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου και, επομένως, δεν στοιχειοθετείται, κατά τα άρθρα 105 του Εισ.Ν.Α.Κ. και 932 του Α.Κ., ευθύνη αυτού προς χρηματική ικανοποίηση του ενάγοντος λόγω ηθικής βλάβης, απορριπτομένης της αγωγής ως αβάσιμης". (πηγή:adjustice.gr)

 

 

Σχόλια

Legal Jobs

Legal Jobs
Θέσεις Εργασίας-Υποτροφίες- Μεταπτυχιακά