Ακυρότητα ενόρκων βεβαιώσεων που λήφθηκαν σε κατά τόπο αναρμόδιο ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφο – Μια περίπτωση αυστηρής τυπολατρίας

του Γιώργου Καζολέα, Δικηγόρου

Το άρθρο 421 ΚΠολΔ προβλέπει ότι οι ένορκες βεβαιώσεις που μπορούν να προσάγουν προαποδεικτικά οι διάδικοι, λαμβάνονται ενώπιον του ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου της έδρας του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί η δίκη στο πλαίσιο της οποίας λαμβάνονται ή της κατοικίας  ή της διαμονής του μάρτυρα.

Σύμφωνα με το άρθρο 424 ΚΠολΔ, ένορκη βεβαίωση που δίδεται κατά παράβαση της παραπάνω διάταξης, δηλαδή λαμβάνεται ενώπιον κατά τόπον αναρμόδιου ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη στο πλαίσιο της δίκης για την οποία δόθηκε, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων.

Σημειώνεται ότι υπό το προϊσχύσαν καθεστώς του ΚΠολΔ, δηλ. πριν το Νόμο 4335/2015, η ένορκη βεβαίωση μπορούσε να ληφθεί από κάθε ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφο ανά την επικράτεια.[1]

Ως δικαιολογητικός λόγος της τόσο αυστηρής κύρωσης προβάλλεται ο σκοπός αποτροπής παρελκυστικών ή στρεψόδικων συμπεριφορών συνιστάμενων στην προσχεδιασμένη λήψη ενόρκων βεβαιώσεων μακριά από τον τόπο διεξαγωγής της δίκης ή την κατοικία του αντιδίκου, ώστε να δυσχερανθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο η παρουσία του τελευταίου κατά την λήψη τους ή η έγκαιρη λήψη αντιγράφου τους.[2]

Ωστόσο η κύρωση της διάταξης του άρθρου 424 ΚΠολΔ έχει τεθεί πολύ γενικά και πρακτικά οδηγεί σε άδικα αποτελέσματα.

Η λήψη ένορκης βεβαίωσης σε ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφο τοπικά αναρμόδιο μεν , αλλά σε απόσταση κοντινή στην έδρα του δικαστηρίου ή στον τόπο κατοικίας του μάρτυρα ικανοποιεί τον σκοπό της διάταξης του άρθρου 421 ΚΠολΔ. Π.χ. εντός της εφετειακής περιφέρειας θα έπρεπε να είναι δυνατή η λήψη έγκυρης ένορκης βεβαίωσης ενώπιον οποιοδήποτε ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου.

Στη νομολογία ήδη εκφράστηκε εύλογη, κατά τη γνώμη μου, αμφισβήτηση της αυστηρής κύρωσης του άρθρου 424 σε περιπτώσεις ενόρκων βεβαιώσεων που λήφθηκαν ενώπιον τοπικά αναρμόδιας αρχής, με εισαγωγή του κριτηρίου της δικονομικής βλάβης.

Σε μία περίπτωση[3], οι ένορκες βεβαιώσεις ελήφθησαν σε συμβολαιογράφο του Αμυνταίου, ενώ η υπόθεση ήταν εκκρεμής σε δικαστήριο της Φλώρινας. Δηλαδή η απόσταση μεταξύ των δύο πόλεων είναι περίπου 30 χλμ..

Το Δικαστήριο εν προκειμένω, κάνοντας λόγο για συσταλτική ερμηνεία του άρθρου 424 KΠολΔ  ως προς το ελάττωμα, που να συνάδει τόσο με τη θεωρία περί ακυρότητας των διαδικαστικών πράξεων όσο και με την αιτιολογική έκθεση του ν. 4335/2015  που δεν περιλαμβάνει ρητά στις ουσιώδεις διατυπώσεις την τοπική αναρμοδιότητα, αναφέρει χαρακτηριστικά ότι δεν αποδεικνύεται ότι οι εναγόμενες υπέστησαν δικονομική βλάβη από τη λήψη των ενόρκων αυτών βεβαιώσεων ενώπιον τοπικά αναρμόδιας συμβολαιογράφου, όπως αβάσιμα επικαλούνται με την προσθήκη στις προτάσεις τους αυτές, διότι η απόσταση ανάμεσα στο Αμύνταιο (έδρα της συμβολαιογράφου) και τη Φλώρινα, Θεσσαλονίκη και Κατερίνη (τόπος κατοικίας μαρτύρων) δεν μπορεί να θεωρηθεί αποτρεπτική για τη μετάβαση των εναγομένων στο γραφείο της συμβολαιογράφου ενώπιον της οποίας λήφθηκαν.

Σε άλλη περίπτωση[4], το Δικαστήριο θεώρησε έγκυρη ένορκη βεβαίωση που λήφθηκε ενώπιον συμβολαιογράφου Αθηνών σε υπόθεση που εκκρεμούσε στο Ειρηνοδικείο Πατρών, καθώς το γεγονός της μη λήψης αυτής ενώπιον τοπικά αρμόδιου οργάνου δεν την καθιστά απαράδεκτο αποδεικτικό μέσο, ληφθέντος δε υπόψη ότι η ενάγουσα παραστάθηκε κατά τη σύνταξη αυτής δια πληρεξουσίου δικηγόρου της.

Το Δικαστήριο πολύ σωστά προκρίνει τη συσταλτική ερμηνεία του άρθ. 424 ΚΠολΔ αναφέροντας ότι «κατά την τελολογικά ορθότερη άποψη, τέτοιες ένορκες βεβαιώσεις δεν καθίστανται αυτοδικαίως άκυρες (ανυπόστατες), αλλά άκυρες με απόδειξη δικονομικής βλάβης (159 § 3 KΠολΔ ) από την πλευρά του κλητευόμενου αντιδίκου και με αντίστοιχη κήρυξή της ως άκυρων με δικαστική απόφαση.

Και τούτο, διότι στον σκληρό πυρήνα των απαραίτητων στοιχείων του υποστατού της ένορκης βεβαίωσης ανήκει η λήψη της ενώπιον λειτουργικά αρμόδιου οργάνου (π.χ. λήψη από συμβολαιογράφο και όχι από ληξίαρχο) και όχι η λήψη ενώπιον τοπικά αρμόδιου. Εξάλλου, η αναρμοδιότητα δεν αποτελεί ούτε στο πλαίσιο της δίκης προϋπόθεση που συνεπάγεται απαράδεκτο της αγωγής, κατά μείζονα δε λόγο δεν μπορεί να συνεπάγεται απαράδεκτο αποδεικτικού μέσου».

Αντιθέτως, σε άλλη περίπτωση, δεν ελήφθη υπόψη ένορκη βεβαίωση μάρτυρα, καθώς η έδρα του Δικαστηρίου, όσο και η κατοικία των μαρτύρων ήταν στα Γιαννιτσά, η δε ένορκη βεβαίωση δόθηκε σε συμβολαιογράφο Θεσσαλονίκης.

Κατά το σκεπτικό της απόφασης, «η λήψη ένορκης βεβαίωσης ενώπιον κατά τόπο αναρμόδιου ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή προξένου επισύρει τις κυρώσεις του άρθρου 424  KΠολΔ  λόγω της αδιάστικτης διατύπωσής του, προκαλώντας ακυρότητα της ληφθείσας ένορκης βεβαίωσης κατ’ άρθρο 159 αρ.1 KΠολΔ , χωρίς να είναι απαραίτητη η επίκληση και η απόδειξη βλάβης, η δε ακυρότητα αυτή λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 160 παρ. 1 KΠολΔ»[5] .

Επί του ζητήματος ο Συμβολαιογραφικός Σύλλογος με εγκύκλιο του επισημαίνει ότι για το αν επέρχεται αυτοδικαίως ακυρότητα βεβαιώσεων που έχουν ληφθεί σε κατά τόπο αναρμόδιο συμβολαιογράφο, αποφαίνεται αποκλειστικά το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου προσάγεται η εν λόγω ένορκη βεβαίωση και όχι ο συμβολαιογράφος.

Επομένως, πρωτίστως οι ένορκες βεβαιώσεις λαμβάνονται ενώπιον του αρμόδιου κατά τόπο συμβολαιογράφου, εάν όμως ο μάρτυρας έχει κληθεί να βεβαιώσει ενόρκως ενώπιον αναρμοδίου κατά τόπο συμβολαιογράφου, ο συμβολαιογράφος νομιμοποιείται να συντάξει την σχετική ένορκη βεβαίωση, περί του κύρους δε αυτής θα αποφανθεί το Δικαστήριο[6].

H αυστηρή ρύθμιση του άρθρου 424 ΚΠολΔ οδηγεί σε άδικα αποτελέσματα καθώς έχει ως συνέπεια τη μη λήψη υπόψη από το Δικαστήριο ένορκης μαρτυρίας με μόνο λόγο την τοπική αναρμοδιότητα του οργάνου ενώπιον του οποίου λαμβάνεται η ένορκη βεβαίωση, ιδίως δε σε περιπτώσεις που το αρμόδιο και το αναρμόδιο όργανο απέχουν μεταξύ τους μόνο λίγα χιλιόμετρα ή βρίσκονται εντός της ίδιας εφετειακής περιφέρειας και καμία δικονομική βλάβη δεν επέρχεται στους διαδίκους.

Αν αναλογισθούμε μάλιστα ότι η άσκηση αγωγής που κατατίθεται σε κατά τόπο αναρμόδιο δικαστήριο δεν συνεπάγεται απαράδεκτο, η αυτοδίκαιη ακυρότητα ένορκης βεβαίωσης που λήφθηκε σε κατά τόπο αναρμόδια αρχή αποτελεί υπερβολική κύρωση που παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας και παραπέμπει σε υπερβολική τυπολατρία του κανόνα δικαίου που οδηγεί σε κατ’ ουσία στέρηση του δικαιώματος πρόσβασης στη δικαιοσύνη. (αναδημοσίευση από dikastiko.gr)

O Γιώργος Καζολέας είναι δικηγόρος στην Ελλάδα και στην Κύπρο

Δείτε την αρθρογραφία του Γιώργου Καζολέα εδώ

______________

[1] Αρ.270 παρ.2 εδ.γ’ παλιού ΚΠολΔ: «Ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή προξένου λαμβάνονται υπόψη το πολύ τρεις για κάθε πλευρά και μόνον αν έχουν δοθεί ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση και, αν πρόκειται να δοθούν στην αλλοδαπή, οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από αυτή».

[2] ΜΠρΓιαννιτσών 265/2020 (τνπ Νόμος) και ΜΠρΠατρών 151/2020 (περιοδικό Δικαιοσύνη, τ.5 /2020)

[3] ΠΠρΦλώρινας 19/2019 (τνπ Νόμος)

[4] Ειρ.Πατρών 89/2019 (τνπ Νόμος)

[5] ΜΠρΓιαννιτσών 265/2020 (τνπ Νόμος)

[6] Εγκύκλιος 4/2019 δημοσιευμένη στο enotariat.gr

Σχόλια