Πρόστιμο σε δικηγόρους για περιφρόνηση δικαστηρίου λόγω παύσης εκπροσώπησης των πελατών τους - Γιατί το ΕΔΔΑ απέρριψε την προσφυγή τους

Επί της προσφυγής δύο δικηγόρων εξέδωσε απόφαση στις 22.12.2020 η μείζων σύνθεση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. ( υπόθεση Gestur Jónsson and Ragnar Halldór Hall v. Iceland (προσφυγές 68273/14 & 68271/14)

Σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης οι δύο δικηγόροι είχαν αναλάβει την υπεράσπιση δύο κατηγορουμένων το 2012 σε ποινική δίκη, ωστόσο ένα χρόνο μετά, το 2013, ζήτησαν την ανάκληση της εκπροσώπησης για το λόγο ότι δεν είχαν πρόσβαση σε σημαντικά έγγραφα της υπόθεσης καθώς και ότι η κατηγορούσα αρχή δεν τους είχε αποστείλει αντίγραφο του υπομνήματός της ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Το δικαστήριο όμως κατά τη δικάσιμο αρνήθηκε την ανάκληση , υποστηρίζοντας ότι κάτι τέτοιο θα καθυστερούσε τη διαδικασία. Οι δύο δικηγόροι επέμειναν λέγοντας ότι δεν θα παρασταθούν εκ νέου προς υπεράσπιση των κατηγορουμένων και όντως στην επόμενη δικάσιμο εμφανίστηκαν νέοι δικηγόροι. Η κατηγορούσα αρχή έκανε λόγο για σκόπιμη καθυστέρηση της διαδικασίας και ζήτησε από το δικαστήριο να τιμωρήσει με πρόστιμο τους δύο δικηγόρους για περιφρόνηση του δικαστηρίου.

Το Δεκέμβριο του 2013, κατά τη δικάσιμο όπου εκδόθηκε η απόφαση για τους κατηγορούμενους, το δικαστήριο επέβαλλε επίσης πρόστιμο στους δύο δικηγόρους, εν τη απουσία τους, ύψους 6.200 ευρώ στον καθένα για περιφρόνηση δικαστηρίου και καθυστέρηση της διαδικασίας. Για την αποφαση του προστίμου, δεν πραγματοποιήθηκε καμία ακρόαση και ούτε οι εμπλεκόμενοι δικηγόροι είχαν ενημερωθεί σχετικά.

Το 2014 το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την απόφαση του πρωτόδικου σε σχέση με τα πρόστιμα, κρίνοντας μεταξύ άλλων ότι η συμπεριφορά των δύο δικηγόρων δεν ήταν σε συμφωνία με το νόμο και το συμφέρον των πελατών τους καθώς και ότι με το να αρνηθούν να υπερασπιστούν τους εντολείς τους, οι δύο δικηγόροι παρέβησαν τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

Οι δύο προσφεύγοντες δικηγόροι ισχυρίστηκαν ενώπιον του ΕΔΔΑ ότι παραβιάστηκαν οι παράγραφοι 1 και 3 του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) καθώς οι ίδιοι δικάστηκαν και καταδικάστηκαν στο πρόστιμο ερήμην  καθώς και το άρθρο 7 παρ.1 της ΕΣΔΑ (καμία τιμωρία χωρίς ποινή) καθώς καταδικάσθηκαν για αδίκημα το οποίο δεν συνιστά έγκλημα κατά τον ποινικό νόμο και η ποινή που τους επιβλήθηκε δεν προβλέπεται.

Μετά την απόρριψη της προσφυγής από το ΕΔΔΑ στις 30.10.2018 οι προσφεύγοντες ζήτησαν την παραπομπή της υπόθεσης στη μείζονα σύνθεση του Δικαστηρίου.

Η απόφαση της τελευταίας ήταν και πάλι απορριπτική. Ειδικότερα, ως προς το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, το δικαστήριο θεώρησε ότι  έπρεπε να εξεταστεί κατά πόσο η επίμαχη διαδικασία συνιστά «ποινική κατηγορία» εναντίον των δύο δικηγόρων υπό την έννοια του άρθρου 6. Επ’ αυτού εφαρμόζονται τρία κριτήρια:

Το πρώτο είναι η νομική υπαγωγή του αδικήματος στο εθνικό δίκαιο: Εν προκειμένω το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η συγκεκριμένη συμπεριφορά δεν συνιστούσε ποινικό αδίκημα σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

Το δεύτερο κριτήριο είναι η φύση του αδικήματος: Το Δικαστήριο συμπέρανε ότι παρά την σοβαρότητα της παράβασης του επαγγελματικού καθήκοντος των δύο δικηγόρων, δεν ήταν ξεκάθαρο κατά πόσο η παράβαση αυτή μπορούσε να θεωρηθεί ποινικό ή πειθαρχικό αδίκημα ως προς τη φύση της.

Το τρίτο κριτήριο είναι η φύση και ο βαθμός βαρύτητας της ποινής. Το ΕΔΔΑ σημείωσε, πρώτον, ότι δεν μπορούσε να επιβληθεί, ως κύρωση, φυλάκιση, για το είδος της παράβασης για την οποία ευθύνονταν οι δύο δικηγόροι. Τα επίμαχα πρόστιμα δεν μπορούσαν να μετατραπούν σε στέρηση της ελευθερίας σε περίπτωση μη πληρωμής και δεν καταχωρήθηκαν στα ποινικά μητρώα τους. Δεύτερον, αν και τα πρόστιμα ήταν υψηλά, το μέγεθος των προστίμων που επιβλήθηκαν και η απουσία ανώτερου νόμιμου ορίου δεν αρκούσαν για να θεωρηθεί η σοβαρότητα και η φύση της κύρωσης ως «ποινική» κατά την έννοια του άρθρου 6 της Σύμβασης. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο θεώρησε ότι η φύση και ο βαθμός της κύρωσης δεν είχε την έννοια της ποινής του εν λόγω άρθρου της ΕΣΔΑ.

Εν κατακλείδι, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η εν λόγω διαδικασία δεν περιλάμβανε τον ορισμό της «ποινικής κατηγορίας» κατά την έννοια του Άρθρου 6 της Σύμβασης και ότι αυτή η διάταξη δεν εφαρμόζεται σε αυτές τις διαδικασίες στο πλαίσιο του ποινικού της σκέλους. Επομένως η προσφυγή ήταν ασυμβίβαστη ratione materiae με τις διατάξεις της Σύμβασης και απαράδεκτη βάσει του άρθρου 35 §§ 3 (α) και 4.

Ως προς το άρθρο 7 της ΕΣΔΑ, το Δικαστήριο έκρινε ότι τα πρόστιμα δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως «Ποινή» για τους σκοπούς αυτής της διάταξης, η οποία συνεπώς δεν ήταν εφαρμοστέα. Επομένως και για το λόγο αυτό η προσφυγή κρίθηκε απαράδεκτη.

Σημειώνεται ότι στην απόφαση υπήρχε και αντίθετη μειοψηφία. 

(ECHR/Legalnews24.gr)

Σχόλια