Διαβίβαση δεδομένων οφειλέτη σε δικηγόρο χωρίς προηγούμενη ενημέρωση: Σκέψεις με αφορμή πρόσφατη απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών

του Γιώργου Καζολέα, δικηγόρου

Το γνωστό θέμα της πρακτικής των εισπρακτικών εταιρειών να καλύπτονται υπό τον δικηγορικό μανδύα στην προσπάθεια τους να εισπράττουν οφειλές, επαναφέρει η πρόσφατη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών[1], η οποία προκάλεσε διάφορες συζητήσεις.

Το δικαστήριο δέχθηκε την έφεση του ενάγοντος και εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση του Ειρηνοδικείου που είχε απορρίψει την αγωγή του κατά εταιρείας τηλεπικοινωνιών. Η τελευταία είχε διαβιβάσει τα δεδομένα του οφειλέτη ενάγοντος σε δικηγορική εταιρεία προκειμένου να εισπράξει την οφειλή με τηλεφωνικές οχλήσεις . Το Πρωτοδικείο αναγνώρισε την υποχρέωση της εναγόμενης εταιρείας να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 5.849 ευρώ με το νόμιμο τόκο, κρίνοντας ότι η διαβίβαση από την εναγόμενη των προσωπικών δεδομένων του ενάγοντος στη δικηγορική εταιρεία αποτελούσε παράνομη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, καθώς ο ενάγων δεν είχε ενημερωθεί σχετικά κατά τη σύναψη της σύμβασης και της συλλογής των δεδομένων του.

Η απόφαση είναι σημαντική γιατί εφαρμόζει την αρχή της αναλογικότητας στην διαβίβαση των προσωπικών δεδομένων του οφειλέτη σε δικηγορική εταιρεία. Αναφέρει χαρακτηριστικά : «Περαιτέρω, ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι η διαβίβαση των ως προσωπικών στοιχείων του ενάγοντος στη δικηγορική εταιρεία έγινε, προκειμένου η τελευταία να ασκήσει κατά του ενάγοντος τα δικαιώματα της εναγομένης, με αποτέλεσμα να μη απαιτείται η συγκατάθεση του ενάγοντος, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, διότι η ως άνω διαβίβαση δεν ήταν απολύτως αναγκαία για την άσκηση των δικαιωμάτων της εναγομένης και τούτο διότι η τηλεφωνική όχληση μπορούσε να πραγματοποιηθεί από υπάλληλο της ίδιας της εναγομένης προς τον ενάγοντα χωρίς τη διαβίβαση των προσωπικών δεδομένων του τελευταίου σε δικηγορική εταιρεία. Εξάλλου, η διαβίβαση των προσωπικών δεδομένων του ενάγοντος στη δικηγορική εταιρεία δεν ήταν απολύτως αναγκαία για την άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος της εναγομένης ενώπιον δικαστηρίου, όπως απαιτείται για να μην απαιτείται η συγκατάθεση του ενάγοντος (ΑΠ 1520/20170), διότι στην περίπτωση αυτή την τηλεφωνική όχληση θα είχε ακολουθήσει η αποστολή εξώδικης δήλωσης ή η δικαστική επιδίωξη της απαίτησης, γεγονός που δεν έλαβε χώρα εν προκειμένω».

Εν προκειμένω υπονοείται ότι δικηγορικές εταιρείες δεν ασκούν κατ'εξοχήν νομική εργασία, αλλά επιδίδονται σε επανειλημμένες τηλεφωνικές οχλήσεις στον οφειλέτη . Αυτό δηλαδή που ευθέως αναφέρει η Ειρ.Θεσ/νίκης 169/2018[2] (εναγόμενη τράπεζα σε αυτή την περίπτωση) , σύμφωνα με την οποία «για την ορθή και νόμιμη εφαρμογή των διατάξεων, που αφορούν στην ενημέρωση των εναγόντων από την εναγόμενη και την συγκατάθεση τους για την επεξεργασία και διαβίβαση σε τρίτους των προσωπικών τους στοιχείων, η εναγομένη ήταν υποχρεωμένη να τους ενημερώσει ειδικώς για τα φυσικά πρόσωπα, με τα οποία συνεργάζεται στα οποία είχαν διαβιβαστεί τα προσωπικά στοιχεία τους και οι οποίοι θα τους καλούσαν προς ενημέρωση και διευθέτηση της οφειλής, και παράλληλη επιδίωξη είσπραξης της . Η εναγομένη δεν απέδειξε ως όφειλε τα παραπάνω απορριπτομένου και του ισχυρισμού της ότι οι δικηγόροι ενήργησαν στα πλαίσια έμμισθης εντολής ως εντολοδόχοι της εναγομένης, αφού σε τέτοια περίπτωση κατ` αρθρ 37 Κδ όφειλαν να κινηθούν δικαστικά κατά του εναγομένου όπως με την κατ’ αρχήν επίδοση εξώδικης όχλησης και στη συνέχεια επιδιώκοντας την έκδοση πχ διαταγής πληρωμής κατά του εναγομένου, δηλ παρέχοντας τις νομικές υπηρεσίες τους στις οποίες δεν περιλαμβάνονται οι τηλεφωνικές κλήσεις σε αντισυμβαλλομένους της εναγομένης μάλιστα πριν την καταγγελία της σύμβασης από αυτή».

Με το νόμο 3758/2009 θεσπίστηκαν το νομικό πλαίσιο, οι κανόνες λειτουργίας και η κρατική εποπτεία των λεγόμενων εισπρακτικών εταιρειών. Σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ.1 του νόμου απαγορεύεται στις εταιρείες αυτές να προβαίνουν σε αθέμιτες και παραπλανητικές πρακτικές προς τους οφειλέτες, όπως η κατά την επικοινωνία με τον οφειλέτη, εμφάνιση των υπαλλήλων τους υπό ιδιότητες που δεν διαθέτουν όπως υπαλλήλων των δανειστών, δικηγόρων ή δικαστικών επιμελητών. Επίσης στο άρθρο 6 παρ.5 ορίζεται ότι απαγορεύεται στις εισπρακτικές να ενεργούν πράξεις, οι οποίες ασκούνται αποκλειστικά από δικηγόρους ή δικαστικούς επιμελητές. Ακόμα, σύμφωνα με την ίδια παράγραφο, απαγορεύεται στις εταιρείες να αναθέτουν τη δικαστική διεκδίκηση των οφειλών σε δικηγόρους και δικαστικούς επιμελητές της δικής τους επιλογής, έργο που ανήκει αποκλειστικά στους δανειστές.

Σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ.3 εδ.γ’ του ίδιου νόμου απαγορεύεται στους δανειστές, επί ποινή ακυρότητας, να συνάπτουν συμβάσεις με εταιρείες (ενν.για την ενημέρωση των οφειλετών για ληξιπρόθεσμα χρέη), οι οποίες δεν είναι εγγεγραμμένες στο Μητρώο του άρθρου 7 του παραπάνω Νόμου «ή σε άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα». Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους γνωμοδότησε[3] ότι στην έννοια των «άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων» της παραπάνω διάταξης, δεν μπορούν να υπαχθουν οι δικηγόροι/δικηγορικές εταιρείες «ενόψει της ιδιαίτερης φύσης του δικηγορικού λειτουργήματος, η άσκηση του οποίου διέπεται από ειδικούς θεσμικούς κανόνες, βάσει των οποίων, οι δικηγόροι/δικηγορικές εταιρείες, υποχρεούνται , στο πλαίσιο της νομικής επιμέλειας των υποθέσεων που τους έχουν ανατεθεί, να προβαίνουν ανεμπόδιστα σε κάθε αναγκαία δικαστική ή εξώδικη ενέργεια». Βεβαίως η απάντηση στο αν είναι δυνατή η ρητή νομοθετική πρόβλεψη για την υπαγωγή των Δικηγόρων/Δικηγορικών Εταιρειών στο σύστημα των διοικητικών κυρώσεων του ν.3758/2009 για τις εισπρακτικές εταιρείες ήταν αρνητική από το ΝΣΚ.

Επομένως αν και η διάκριση εισπρακτικών εταιρειών και δικηγόρων σε νομοθετικό επίπεδο επιτεύχθηκε, στην πράξη κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να ισχύει. Οι γνωστές παράνομες μέθοδοι των εισπρακτικών με τα επανειλημμένα , εκφοβιστικά και απειλητικά τηλεφωνήματα προς τους οφειλέτες , γίνεται προσπάθεια να περιβληθούν με το «δικηγορικό κύρος» και να αποφευχθούν οι κυρώσεις του νόμου 3758/2009. Ο δικηγόρος ή η δικηγορική εταιρεία όμως απαγορεύεται να οχλεί τηλεφωνικά τον οφειλέτη του εντολέα του πέραν της μίας φοράς για να τον ενημερώσει για την οφειλή του. Σε περίπτωση δε μη συμμόρφωσης, ο δικηγόρος πρέπει να προβεί σε έγγραφη εξώδικη όχληση ή να ασκήσει τα προβλεπόμενα ένδικα βοηθήματα για λογαριασμό του εντολέα του. Η μη τήρηση των υποχρεώσεων αυτών συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα.[4]

Υπό αυτές τις προϋποθέσεις και εφόσον ο οφειλέτης έχει ενημερωθεί στο αρχικό στάδιο σύναψης της σύμβασης με το δανειστή ότι σε περίπτωση οφειλής θα γίνει διαβίβαση των δεδομένων του στο δικηγόρο του δανειστή, αυτή η διαβίβαση δεν θα συνιστά παράνομη επεξεργασία των δεδομένων του. Υπό το πνεύμα αυτό είναι ορθή η απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών που εισάγει αφενός το στοιχείο της αναγκαιότητας ή της αναλογικότητας για την επεξεργασία των δεδομένων του οφειλέτη (η όχληση θα μπορούσε να γίνει από τον υπάλληλο της εταιρείας τηλεπικοινωνιών), αφετέρου διακρίνει τον τηλεφωνητή της εισπρακτικής εταιρείας από τον δικηγόρο, του οποίου αντικείμενο εργασίας δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι ο προφορικός εκφοβισμός του οφειλέτη.

Η αρθρογραφία του Γιώργου Καζολέα είναι διαθέσιμη εδώ


[1] ΜΠρΑθ 13205/2020 δημοσίευση Τ.Ν.Π.Νόμος

[2] Ειρ.Θεσσαλονίκης 169/2018 , δημοσίευση Τ.Ν.Π.Νόμος

[3] Γνωμοδότηση ΝΣΚ 598/2012

[4] Απόφαση Δ.Σ του Δ.Σ.Α για τις πρακτικές των δικηγορικών-«εισπρακτικών» εταιριών 14/11/2014

Σχόλια