Αντισυνταγματικό το παράβολο των 200 ευρώ της έφεσης που προβλέπει το άρθρο 495 παρ.4 ΚΠολΔ (νομολογία)

Μον.Εφ.Ιωαν. 108/2014: Κρίθηκε ότι δεν έχει κατατεθεί, κατά την άσκηση της έφεσης, το παράβολο που προβλέπεται από το άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του νόμου 4055/2012 και εν συνεχεία με το άρθρο 93 παρ. 1 του νόμου 4139/2013, η παράλειψη όμως αυτή δεν καθιστά απαράδεκτη την έφεση, όπως απειλείται από τις παραπάνω διατάξεις, καθόσον οι εν λόγω διατάξεις τυγχάνουν ανεφάρμοστες, επειδή θίγουν τον πυρήνα του ατομικού δικαιώματος προσφυγής στη δικαιοσύνη και, συνεπώς, είναι ανίσχυρες ως αντίθετες προς τις αυξημένης ισχύος διατάξεις που θεσπίζουν το εν λόγω δικαίωμα, ήτοι τις διατάξεις του άρθρου 6 παρ, 1 της ΕΣΔΑ, η οποία κυρώθηκε (για δεύτερη φορά) με το ν.δ. 53/1974 και έχει, μαζί με τα Πρωτοκολλά της, υπερνομοθετική, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, ισχύ και εκείνες του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος.
".. Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Λάμπρο Καρέλο, Εφέτη...Πρέπει να σημειωθεί, ότι, ναι μεν δεν έχει κατατεθεί, κατά την άσκηση της έφεσης, το παράβολο που προβλέπεται από το άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του νόμου 4055/2012 και εν συνεχεία με το άρθρο 93 παρ. 1 του του νόμου 4139/2013, η παράλειψη όμως αυτή δεν καθιστά απαράδεκτη την έφεση, όπως απειλείται από τις παραπάνω διατάξεις, καθόσον οι εν λόγω διατάξεις τυγχάνουν ανεφάρμοστες, επειδή θίγουν τον πυρήνα του ατομικού δικαιώματος προσφυγής στη δικαιοσύνη και, συνεπώς, είναι ανίσχυρες ως αντίθετες προς τις αυξημένης ισχύος διατάξεις που θεσπίζουν το εν λόγω δικαίωμα, ήτοι τις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, η οποία κυρώθηκε (για δεύτερη φορά) με το νδ 53/1974 και έχει, μαζί με τα Πρωτοκολλά της, υπερνομοθετική, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, ισχύ και εκείνες του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος. Είναι αλήθεια, ότι οι παραπάνω διατάξεις δεν στερούν από τον κοινό νομοθέτη την ευχέρεια να θεσπίζει δικονομικές προϋποθέσεις για την άσκηση ενδίκων μέσων και γενικότερα διατυπώσεις για την πρόοδο της δίκης. Για να είναι όμως ανεκτές οι δικονομικές αυτές προϋποθέσεις και διατυπώσεις πρέπει να είναι συναφείς με τη λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης και περαιτέρω να μη υπερβαίνουν τα όρια εκείνα πέραν των οποίων επάγονται την άμεση ή έμμεση κατάλυση του ατομικού δικαιώματος που προστατεύεται από τις παραπάνω διατάξεις (ΑΕΔ 33/95 ΕλΔικ 36-571). Η διάταξη του άρθρου 12 παρ. 2 του νόμου 4055/2012 ουδεμία των προϋποθέσεων αυτών πληροί, όπως, ενόψει του οικονομικού βάρους που επιβάλλει, θα έπρεπε, για να είναι ανεκτή. Ειδικότερα:  Το ποσό των διακοσίων (200) (σήμερα) ευρώ της αξίας του παραβόλου, που αξιώνει, για να μην απορριφθεί ως απαράδεκτη η έφεση, συνιστά, με τις σημερινές οικονομικές συνθήκες της Χώρας, οικονομικό βάρος, στο οποίο αδυνατεί αντικειμενικά να ανταποκριθεί σημαντικό μέρος των Ελλήνων πολιτών, με συνέπεια να αποκλείονται αυτοί από τη δυνατότητα προσφυγής στη δικαιοσύνη. Ο αριθμός αυτός βαίνει συνεχώς αυξανόμενος, λόγω της συνεχώς επιδεινούμενης οικονομικής κατάστασης της Χώρας. Σε κάθε περίπτωση, ενόψει της ιερότητας του θεσμού της απονομής της δικαιοσύνης, της κεφαλαιώδους σημασίας της για την ειρηνική κοινωνική συμβίωση και της πρωταρχικής υποχρέωσης της πολιτείας για την απονομή της, το μέτρο θα έπρεπε να είχε αποφευχθεί, έστω και ενός μόνο πολίτη την παραπάνω δυνατότητα να στερούσε και, όχι, όπως εν προκειμένω, που τη στερεί από σημαντικό και συνεχώς αυξανόμενο τμήμα του πληθυσμού.
 Εκτός τούτων, πρόκειται για καθαρά εισπρακτικό μέτρο, με το οποίο επιδιώκεται, μέσω του θεσμού της απονομής της δικαιοσύνης, αύξηση των δημοσίων εσόδων και, συνεπώς, για μέτρο, το οποίο ούτε στην εύρυθμη λειτουργία των δικαστηρίων αποσκοπεί, ούτε την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης υπηρετεί, καθόσον: α) η ανάγκη «αποτροπής άσκησης αβασίμων ενδίκων μέσων», με την οποία επιχειρείται η δικαιολόγηση του με την αιτιολογική έκθεση (ΚΝοΒ 60-561), επαρκώς, αλλά και δικαιότερα, σύμφωνα με όσα εκτίθενται ειδικότερα παρακάτω, θεραπεύεται με τις από ετών υφιστάμενες διατάξεις του άρθρου 205 ΚΠολΔ, έτσι ώστε να παρίστανται η νέα ρύθμιση περιττή ως προς την απονομή της δικαιοσύνης τουλάχιστον και η ανωτέρω δικαιολόγηση της μη πειστική, β) Με την υπόψη νομοθετική ρύθμιση προβλέπεται επιστροφή του παραβόλου μόνο «σε περίπτωση ολικής ή μερικής νίκης» του διαδίκου που το κατέθεσε και όχι, όπως στην αιτιολογική έκθεση αναφέρεται και, όπως, για λόγους συνέπειας και προς αυτή, αλλά και προς τον ανωτέρω προβαλλόμενο σκοπό, θα έπρεπε, αν πρόκειται για μη αβάσιμο ένδικο μέσο. Βέβαια και αν ακόμη προβλεπόταν η επιστροφή του παραβόλου στην περίπτωση του μη αβασίμου ενδίκου μέσου και πάλι θα επρόκειτο για μέτρο που δεν συνάδει με την αποτελεσματική λειτουργία της δικαιοσύνης και των δικαστηρίων, αφενός μεν διότι δεν αποκλείεται το σφάλμα της δικαστικής κρίσης που θα το χαρακτήριζε ως αβάσιμο και αφετέρου διότι το αβάσιμο ένδικο μέσο δεν ταυτίζεται και δεν συμπίπτει με το προδήλως απερίσκεπτο ή αστήρικτο. Αν, συνεπώς, πρόθεση του νομοθέτη του παραπάνω νόμου δεν ήταν αυτή που προαναφέρθηκε, αλλά η υποβοήθηση της αποτελεσματικής λειτουργίας και απονομής της δικαιοσύνης, οπωσδήποτε θα έκανε λόγο, όχι, όπως πράττει, για αβάσιμο, αλλά για προδήλως απερίσκεπτο ή αστήρικτο ένδικο μέσο, παράλληλα δε, θα προέβλεπε την επιστροφή του παραβόλου, όχι σε περίπτωση ολικής ή μερικής νίκης, αλλά σε κάθε περίπτωση που, σύμφωνα με τη δικαστική κρίση, η έφεση,, έστω και αν απορρίφθηκε και, συνεπώς, ηττήθηκε ο εκκαλών, δεν υπήρξε προδήλως απερίσκεπτη ή αστήρικτη, γ) Πέραν των ανωτέρω, αν ο πραγματικός σκοπός της υπόψη νομοθετικής ρύθμισης δεν ήταν εκείνος που προαναφέρθηκε, η επιστροφή του παραβόλου θα προβλεπόταν, όχι μόνο σε περίπτωση μερικής ή ολικής νίκης εκείνου που το κατέθεσε, αλλά σε κάθε περίπτωση που το δικαστήριο θα έκρινε ότι η άσκηση του ενδίκου μέσου δεν ήταν αβάσιμη, αφού άλλο απόρριψη της έφεσης, η οποία απόρριψη επάγεται με την υπόψη νομοθετική ρύθμιση, ανεξάρτητα από την αιτία απόρριψης, εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο και άλλο δικαστική κρίση για το ότι η έφεση που ασκήθηκε ήταν αβάσιμη, περίπτωση, η καταπολέμηση της οποίας, εφόσον συνέτρεχαν και οι ανωτέρω λοιπές νόμιμες προϋποθέσεις, θα συνέβαλε στην αποτελεσματικότερη απονομή της δικαιοσύνης, δ) Δεν προβλέπεται δυνατότητα επιστροφής του παραβόλου ακόμη και στην περίπτωση που το Δικαστήριο, απορρίψει μεν την έφεση, κρίνει, όμως, δικαιολογημένη την άσκηση αυτής στη συγκεκριμένη περίπτωση και όπως, για τη συμφωνία της υπόψη νομοθετικής ρύθμισης με τις παραπάνω αυξημένης ισχύος διατάξεις, θα έπρεπε, ε) Ο φορολογικός σκοπός της ανωτέρω νομοθετικής ρύθμισης, αλλά και η προς τις παραπάνω διατάξεις αντίθεση της συνάγεται και από το ότι δεν απαλλάσσονται της σχετικής υποχρέωσης ακόμη και οι διάδικοι που αδυνατούν να καταβάλουν την οικεία δαπάνη, λόγω ένδειας, με συνέπεια να στερούνται αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, στ) Συναρτώντας η ανωτέρω ρύθμιση τη δυνατότητα άσκησης έφεσης από την οικονομική κατάσταση του εκκαλούντος, παραβιάζει ευθέως τις παραπάνω αυξημένης ισχύος διατάξεις και το ατομικό δικαίωμα που προαναφέρθηκε και το οποίο κατοχυρώνεται μ' αυτές, ζ) Αν πραγματική πρόθεση του νομοθέτη της ανωτέρω ρύθμισης ήταν η εύρυθμη λειτουργία των δικαστηρίων και της δικαιοσύνης και όχι ταμειακός σκοπός που προαναφέρθηκε, τότε δεν θα απαλλασσόταν της σχετικής υποχρέωσης το Δημόσιο, αφενός μεν διότι με τον τρόπο αυτό εισάγεται αδικαιολόγητο προνόμιο υπέρ του Δημοσίου έναντι των ιδιωτών διαδίκων και έτσι παραβιάζεται η αρχή της δικονομικής ισότητας που κατοχυρώνεται με τις παραπάνω διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ (σχετ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 27.11.2012 στην υπόθεση Bayar & Gubruz Κατά Τουρκίας, ΝοΒ 61-1370) και 4 παρ. 1 του Συντάγματος και αφετέρου διότι σημαντικό μέρος της επιβάρυνσης των δικαστηρίων οφείλεται σε ένδικα μέσα που ασκεί το Δημόσιο, αφού, με ελάχιστες, για προφανείς λόγους, εξαιρέσεις, το σύνολο των υποθέσεων, στις οποίες είναι διάδικο, διέρχεται, ακριβώς λόγω του ότι ουδεμία δικαστική δαπάνη συνεπάγεται γι' αυτό, απ' όλους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, ακόμη και εκείνες που η δικονομική τους τύχη είναι γνωστή και αναμενόμενη ή πρόκειται για υποθέσεις ήσσονος σημασίας. (Σημ. Μ. Μαργαρίτη υπό την ΑΠ 1739/12 ΝοΒ 61-998). η) Δεδομένου ότι το παράβολο θεσπίζεται ως προϋπόθεση του παραδεκτού της έφεσης, η μη προκαταβολή του, επαγόμενη απόρριψη της έφεσης, δεν επιτρέπει στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο να κρίνει, βάσει των συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης, μεταξύ των οποίων ιδιαίτερα η οικονομική δυνατότητα του εκκαλούντος, για το αν η επιβολή του συνιστά δυσανάλογο περιορισμό του κατοχυρωμένου από τις παραπάνω διατάξεις δικαιώματος πρόσβασης στο δικαστήριο, κάτι που θα μπορούσε να συμβεί, με την πρόβλεψη καταλογισμού του από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την απόφαση του για την ουσία της υπόθεσης, αφού μόνο τότε θα μπορούσε να κρίνει ειδικά για όλες τις παραμέτρους σχετικά με το δικαιολογημένο ή μη της επιβολής του. θ) Αφού, τέλος, το παράβολο αποτελεί προκαταβολική κύρωση σε βάρος του εκκαλούντος, για την περίπτωση που αυτός δεν ήθελε εξέλθει ολικά ή μερικά νικητής του δικαστικού αγώνα, με τη θέσπιση του ως προϋπόθεσης παραδεκτού της έφεσης, πριν δηλαδή την κρίση για τη νίκη ή ήττα του εκκαλούντος, δεν εξυπηρετείται ο προβαλλόμενος σκοπός της αποτροπής αβάσιμων εφέσεων, αφού η έφεση, βάσιμη ή αβάσιμη, έχει ήδη ασκηθεί, πέραν του ότι με την υπόψη ρύθμιση η κρίση για το βάσιμο ή μη αυτής μεταφέρεται σε διάφορο από το κατά το Σύνταγμα αρμόδιο όργανο και μάλιστα πριν τη διεξαγωγή του δικαστικού αγώνα, ενώ, παράλληλα, το βάσιμο ή μη της έφεσης, ως θέμα που συναρτάται αποκλειστικά και μόνο με το κατά πόσο ο εκκαλών έχει δίκιο στη συγκεκριμένη περίπτωση ή όχι, είναι, αλλά και θα πρέπει να παραμείνει ανεξάρτητο από παράβολα ή και την προκαταβολή τους. Θα αποτραπεί έτσι και το παράδοξο να διαβλέπει το Εφετείο, ότι η έφεση είναι και στην ουσία βάσιμη και ότι, για, προφανείς ακόμη, λόγους δικαιοσύνης, επιβάλλεται η παραδοχή της, πλην να την απορρίπτει, λόγω μη (προ)καταβολής του οικείου παραβόλου από τον εκκαλούντα.
Τα ανωτέρω δεν παραλλάσσουν από τη διαπίστωση ότι οι αυξημένης   ισχύος   διατάξεις που προαναφέρθηκαν, δεν κατοχυρώνουν τα ένδικα μέσα και το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας που ενδιαφέρει εν προκειμένω. Και τούτο, διότι, το δικαίωμα ενδίκου μέσου, ήτοι το δικαίωμα επανεξέτασης της υπόθεσης από ανώτερο δικαστήριο, προβλέπεται από το άρθρο 2 του Εβδόμου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε με το νόμο 1705/1987 και το οποίο, αφορά μεν ποινικές καταδίκες, πλην, όμως, επειδή απηχεί γενικότερη άποψη του διεθνούς νομοθέτη για δικαίωμα ολοκληρωμένης προσφυγής του ατόμου στη δικαιοσύνη, εφαρμόζεται αναλογικά και εν προκειμένω (Κ. Χιώλου, Αντισυνταγματικοί περιορισμοί ασκήσεως αναιρέσεων κατά αποφάσεων διοικητικών δικαστηρίων, ΝοΒ 44-328 επ.) και το οποίο άρθρο ευθέως παραβιάζεται με το παραπάνω παράβολο ως προϋπόθεση παραδεκτού της έφεσης και, μάλιστα, αδιακρίτως, για κάθε υπόθεση, αφού εξαρτά το παραδεκτό του ενδίκου αυτού μέσου από την παραπάνω οικονομική προϋπόθεση, η οποία είναι άσχετη με τους περιορισμούς της παραγράφου 2 του ανωτέρω άρθρου του Εβδόμου Πρωτοκόλλου, των οποίων θα μπορούσε να γίνει αναλογική μεταφορά με την υπόψη νομοθετική ρύθμιση, ενώ η επιστροφή του παραβόλου με τις παραπάνω προϋποθέσεις, δεν θεραπεύει την παραβίαση (και την αδικία), αφού δεν αίρει τον αποκλεισμό όσων δεν μπορούν να το προκαταβάλουν. Εκτός τούτων, όταν, παρά την, κατά τα ανωτέρω, έλλειψη σχετικής υποχρέωσης, προβλέπεται νομοθετικά η δυνατότητα άσκησης έφεσης, οι προϋποθέσεις που θεσπίζονται για την παραδεκτή άσκηση της, δεν πρέπει να είναι δυσανάλογα αυστηρές σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό και, πολύ περισσότερο, να καθιστούν αδύνατη την πρόσβαση στο ένδικο αυτό μέσο, όπως, σύμφωνα με όσα προεξετέθησαν, συμβαίνει με το παράβολο για το οποίο γίνεται λόγος.
 Τέλος, οι παραπάνω διατάξεις είναι ανεφάρμοστες, επειδή παραβιάζουν και τη συνταγματική αρχή της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 Συντ.), καθόσον, προβλέποντας, αδιακρίτως, το παράβολο ως προϋπόθεση παραδεκτού της έφεσης, προβαίνουν σε διάκριση των πολιτών σ' αυτούς που έχουν την οικονομική δυνατότητα προκαταβολής του, η οποία τους επιτρέπει την πρόσβαση στη δικαιοσύνη και σ' αυτούς, που, μη έχοντας τη σχετική δυνατότητα, στερούνται το έννομο αυτό αγαθό, διάκριση, όμως και στέρηση μη ανεκτές σε κάθε ευνομούμενη πολιτεία. Τα ίδια ισχύουν και ως προς το ενιαίο, ανεξάρτητα δηλαδή από το αντικείμενο της διαφοράς, ύψος του παραβόλου.
 Το παραπάνω ύψος του παραβόλου δεν αναιρεί όλα όσα ανωτέρω εκτέθηκαν, πρωτίστως, διότι ή το ύψος του είναι χαμηλό και, συνεπώς, δυνατή η προκαταβολή του, από όλους, οπότε δεν επιτυγχάνεται ο προβαλλόμενος σκοπός της αποτροπής αβασίμων εφέσεων ή το ύψος του είναι πρόσφορο για την αποτροπή αβασίμων εφέσεων, οπότε, όμως, αδύνατη η προκαταβολή του από τους μη έχοντες τη σχετική δυνατότητα…" (dsanet.gr)

Σχόλια