Δικαστική άδεια για παρένθετη μητρότητα (νομολογία)

Πολ.Πρωτ.Αθ. 431/2013: Αν, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, χορηγηθεί άδεια από το Δικαστήριο για κυοφορία τέκνου από άλλη γυναίκα, χωρίς να συντρέχουν οι όροι του νόμου και ως εκ τούτου η απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου εξαφανιστεί, κατόπιν άσκησης έφεσης, τότε αυτή δεν παράγει αποτελέσματα ως προς το εκ του νόμου τεκμήριο της μητρότητας της γυναίκας που αρχικά πήρε την άδεια. Στην προκειμένη περίπτωση, κρίθηκε ότι ο σύζυγος της αιτούσας δεν τεκμαίρεται πατέρας των προς υιοθεσία τέκνων, καθόσον κατόπιν της εξαφάνισης της πρωτόδικης απόφασης περί χορήγησης σʼ αυτόν δικαστικής αδείας για απόκτηση τέκνου με τη μέθοδο της παρένθετης κύησης, θεωρείται πλέον ότι η τεχνητή γονιμοποίηση έλαβε χώρα χωρίς την απαιτούμενη κατ' άρθρο 1458 ΑΚ δικαστική άδεια και ως εκ τούτου δεν παρήγαγε τα αποτελέσματά της ως προς το σκέλος της θεμελίωσης της πατρότητας κατ' αναλογική εφαρμογή του άρθρου 1464 ΑΚ στο πρόσωπο του συζύγου της αιτούσας. Απορρίπτεται η αίτηση ως μη νόμιμη.
"Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1455-1460, 1464 ΑΚ και 799 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η παρένθετη μητρότητα, η μεταφορά, δηλαδή, γονιμοποιημένων ωαρίων στο σώμα άλλης γυναίκας και η κυοφορία από αυτήν, επιτρέπεται με δικαστική άδεια ύστερα από αίτηση της γυναίκας που επιθυμεί το παιδί. Το Δικαστήριο, που δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, χορηγεί την άδεια μόνο εάν συντρέχουν οι όροι του άρθρου 1458 ΑΚ, αν, δηλαδή, η γυναίκα που ζητά την άδεια είναι ιατρικώς αδύνατο να κυοφορήσει, η γυναίκα που προσφέρεται να κυοφορήσει είναι, ενόψει της κατάστασης της υγείας της, κατάλληλη για κυοφορία, υπάρχει έγγραφη και χωρίς αντάλλαγμα συμφωνία των μερών και τα γονιμοποιημένα ωάρια δεν ανήκουν στην κυοφόρο. Η άδεια πρέπει να υφίσταται πριν τη μεταφορά των γονιμοποιημένων ωαρίων και από την έκδοση της οριστικής απόφασης που την χορηγεί δημιουργείται το τεκμήριο ότι μητέρα του τέκνου είναι η γυναίκα που ζήτησε και έλαβε την δικαστική άδεια. Το τεκμήριο ισχύει ακόμη και αν η δικαστική άδεια χορηγήθηκε παρά την έλλειψη των όρων του νόμου, η έλλειψη όμως αυτών μπορεί να οδηγήσει σε προσβολή της απόφασης, με την άσκηση ενδίκων μέσων και μόνο αν η απόφαση που χορήγησε την άδεια καταστεί αμετάκλητη, καλύπτεται το σφάλμα της και το τεκμήριο ισχύει (Έφη Κουνουγέρη - Μανωλεδάκη, Οικογενειακό Δίκαιο II, σελ. 55, Θ. Παπαχρίστου, Εγχειρίδιο Οικογενειακού Δικαίου, σελ. 252, σχετ. Δ. Παπαδοπούλου - Κλαμαρή, Η συγγένεια, σελ. 213). Το ζήτημα, δηλαδή, των συνεπειών της παραβίασης των όρων του άρθρου 1458 ΑΚ συναρτάται με τη διάταξη του άρθρου 1464 ΑΚ, η οποία ρυθμίζει την ίδρυση της συγγένειας και ρητά ορίζει ότι η συγγένεια με τη γυναίκα που επιθυμεί το παιδί ιδρύεται μόνο εφόσον έχουν τηρηθεί οι όροι του άρθρου 1458 ΑΚ, ενώ αν το τελευταίο δεν συμβαίνει, παραμένει σε ισχύ ο κανόνας ότι μητέρα γίνεται η κυοφόρος που γεννά (ΠΠΧανίων 122/2008, Έφη Κουνουγέρη - Μανωλεδάκη, Οικογενειακό Δίκαιο II, σελ. 55). Περαιτέρω, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 763 ΚΠολΔ η προθεσμία της έφεσης και η άσκησή της δεν αναστέλλουν την ισχύ και την εκτέλεση της απόφασης, η οριστική, δηλαδή, απόφαση της εκούσιας δικαιοδοσίας, έχει άμεση ισχύ και εκτελεστότητα και αναπτύσσει ενέργεια αμέσως με τη δημοσίευσή της, εκδηλώνοντας τις έννομες συνέπειές της από τη δημοσίευσή της (ΕφΑθ 6930/2002 δημοσιευμένη σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», Κεραμέας- Κονδύλης- Νίκας, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Τόμος II, σελ. 1516). Η δεσμευτική ισχύς των οριστικών αποφάσεων της εκούσιας δικαιοδοσίας εκδηλώνεται τόσο αρνητικά με την έννοια αδυναμίας επανόδου του διαδίκου με νέα αίτηση για το ίδιο αντικείμενο, όσο και θετικά με την έννοια της δέσμευσης κάθε τρίτου να δεχτεί τη βεβαίωση του γεγονότος ή τη διάπλαση που έγινε με την απόφαση. Εκτός από τη δεσμευτική ισχύ, όμως, οι αποφάσεις που εκδίδονται στις γνήσιες υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας, δεν αναπτύσσουν συγχρόνως δύναμη ουσιαστικού δεδικασμένου, γιατί δεν κρίνουν για την ύπαρξη ή ανυπαρξία δικαιώματος ή έννομης σχέσης του ουσιαστικού δικαίου, αλλά διατάζουν μόνο ρυθμιστικά μέτρα με διαπλαστικό ή διαπιστωτικό χαρακτήρα (ΑΠ 260/2008 δημοσιευμένη σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», Δ. Κονδύλης, Το Δεδικασμένο, σελ. 38). Επομένως, αν κατόπιν άσκησης έφεσης, εξαφανιστεί η πρωτόδικη απόφαση, ανατρέπονται τα αποτελέσματά της τελευταίας, ενώ οι καλόπιστοι τρίτοι προστατεύονται για τυχόν καταβολές ή για δικαιοπραξίες που ενήργησαν, κατά το διάστημα που αυτή ίσχυε και μέχρι την έκδοση της απόφασης που την εξαφανίζει, βάσει του άρθρου 779 ΚΠολΔ. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι αν, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, χορηγηθεί άδεια από το Δικαστήριο για κυοφορία τέκνου από άλλη γυναίκα, χωρίς να συντρέχουν οι όροι του νόμου και ως εκ τούτου η απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου εξαφανιστεί, κατόπιν άσκησης έφεσης, τότε αυτή δεν παράγει αποτελέσματα ως προς το εκ του νόμου τεκμήριο της μητρότητας της γυναίκας που αρχικά πήρε την άδεια (βλ. σχετ. Δ. Παπαδοπούλου - Κλαμαρή, Παρατηρήσεις σεΓνωμΝΣΚ 261/2010, ΕφΑΔ 2010, σελ. 1215)". (dsa.gr)

Σχόλια