Απόρριψη αίτησης ασφαλιστικών μέτρων αποβολής της πρώην συζύγου από οικογενειακή στέγη ανήκουσα κατά κυριότητα στον αιτούντα πρώην σύζυγο


Ειρηνοδικείο Πατρών 161/2018 -Ασφαλιστικά Μέτρα. (Αποτελούμενο από τον Ειρηνοδίκη Άγγελο Σιμιτζή και τη Γραμματέα Λαμπρινή Νιφόρα- δικηγόροι: Αλέκος Καρώκης, Σωτήριος Βαβαρούτας)
Ρύθμιση οικογενειακής στέγης- Συναινετική λύση γάμου, χωρίς υπαιτιότητα της πρώην συζύγου- Αίτηση του πρώην συζύγου να αναγνωρισθεί προσωρινά αποκλειστικός νομέας και κάτοχος του επιδίκου ακινήτου, να διαταχθεί η αποβολή της καθ’ ης πρώην συζύγου και να διαταχθεί η δική του εγκατάσταση στη νομή του σε αυτό. Πιθανολογήθηκε ότι δεν υφίσταται οποιαδήποτε παράνομη αποβολή του αιτούντος από τη νομή του, καθόσον η καθ’ ης είναι δικαιούχος του ως άνω επικαλούμενου απ’ αυτήν δικαιώματος περιορισμένης προσωπικής δουλείας συνοικήσεως, με βάση το οποίο (δικαίωμα) δικαιολογεί την άρνηση της ένδικης αιτήσεως ασφαλιστικών. Απορρίπτει την αίτηση ως ουσιαστικά αβάσιμη.

«Ι. Οικογενειακή στέγη κατά το άρθρο 1393 ΑΚ είναι το ακίνητο όπου οι σύζυγοι έχουν την κύρια διαμονή τους (βλ. Παπαζήση στον ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, άρθρο 1393, αριθ. 5, Ε. Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, «Οικογενειακό Δίκαιο» τόμος Ι, Β’ έκδ. [1998], σ. 326, Β. Βαθρακοκοίλη, «Το Νέο Οικογενειακό Δίκαιο –Κατ’ άρθρο Ερμηνεία Νομολογία» Β’ έκδ. [2000], άρθρο 1393, αριθ. 2, σ. 270, Κων. Παπαδόπουλου, «Αγωγές Οικογενειακού Δικαίου - Θεωρία-Νομολογία-Πράξη» τόμος Α’, έκδ. 2001, § 248, 2, σ. 331, Τζίφρα, «Ασφαλι­στικά Μέτρα», έκδ. 4η [1985], σ. 428, Ι. Χαμηλοθώρης, «Ασφαλιστικά Μέτρα-Ερμηνεία Νομολογία», έκδ. 2010, αρ. περιθ. 1853, σ. 438). Κατά τη διάταξη του άρθρου 1393 εδ. α` του ΑΚ σε περίπτωση διακοπής της συμβίω­σης, το δικαστήριο μπορεί, εφόσον το επιβάλλουν λόγοι επιείκειας ενόψει των ειδικών συνθηκών του καθενός από τους συζύγους και του συμφέροντος των τέκνων, να παραχωρήσει στον ένα σύζυγο την αποκλειστική χρήση ολόκληρου ή τμήματος του ακινήτου που χρησι­μεύει για κύρια διαμονή των ίδιων (οικογενειακή στέγη), ανεξάρτητα από το ποιος από αυτούς είναι κύριος ή έχει απέναντι στον κύριο το δικαίωμα της χρήσης του. Με τη διάταξη αυτή θεσπίζεται ενδοτικού δικαίου ρύθμιση που στηρίζεται στην αρχή της επιείκειας και αποκλίνει από τις γενικές διατάξεις του ενοχικού και εμπράγμα­του δικαίου. Η παραχώρηση της χρήσης του ακινήτου στον ένα σύζυγο, ενώ τούτο ανήκει αποκλειστικά ή κατά ποσοστό στον άλλο σύζυγο, δημιουργεί μια ιδιόρρυθμη σχέση, η οποία δεν μπορεί να υπαχθεί στις ειδικότερες ρυθμίσεις κατεστρωμένων στον Αστικό Κώδικα έννομων σχέσεων, σε σχέση με τη χρήση ακινήτου, διότι αυτές έχουν μορφή σύμβασης και στηρίζονται στην αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων (ΑΚ 361 ΑΠ 1880/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1630/2002 ΕλλΔνη 2003. 775, ΠΠρΘεσ 3324/2012 Αρμ 2013. 279). Μετά την παραχώρηση της χρήσης της οικογενειακής στέγης στον ένα σύζυγο δημιουργείται ένα πλέγμα έννομων σχέσεων μεταξύ των προσώπων που εμπλέκονται σε αυτήν. Έτσι σε περίπτωση που το ακίνητο ανήκει κατά κυριότητα στον ένα σύζυγο, αυτός και μετά την παραχώρηση της χρή­σης στον άλλο σύζυγο, εξακολουθεί να είναι κύριος και νομέας αυτού, αλλά ασκεί τη νομή του μέσω του συζύ­γου στον οποίον παραχωρήθηκε η χρήση, δηλαδή ο τελευταίος, ως κάτοχος, εκπροσωπεί το σύζυγο κύριο στην άσκηση της νομής (βλ. Ε. Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, ό.π., σ. 330). Η σχέση που δημιουργείται ανάμεσα στο σύζυγο στον οποίο έγινε η παραχώρηση της χρή­σης και στο σύζυγο που είναι κύριος του πράγματος ή έχει δικαίωμα πάνω σε αυτό, είναι αρρύθμιστη από το νόμο, οπωσδήποτε όμως είναι ιδιόρρυθμη οικογενειακού δικαίου σχέση, στην οποία αναλογικά πρέπει να εφαρ­μοστούν οι διατάξεις για το χρησιδάνειο (810 επ. ΑΚ) ή τη μίσθωση, όταν στην τελευταία περίπτωση, οφείλεται αντάλλαγμα (1574 επ. ΑΚ - βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, «Το Νέο Οικογενειακό Δίκαιο - Κατ` άρθρο Ερμηνεία- Νομολο­γία» Β` έκδ. [2000], υπό άρθρο 1393, αριθ. 15, σ. 278 και υποσημ. 27). Η ρύθμιση της ΑΚ 1393 είναι προσωρινή αφού συναρτάται με την ύπαρξη του γάμου και την υπο­χρέωση των συζύγων σε παροχή [συγ]χρήσης οικογε­νειακής στέγης με την έννοια της στέγασης, της οίκησης. Η προστασία αναφέρεται μόνο στη διάρκεια της διακο­πής της συμβίωσης και όχι μετά τη λύση του γάμου, με την οποία παύει αυτή η υποχρέωση. Η ρύθμιση της χρή­σης της οικογενειακής στέγης μπορεί να αφορά και προ­καθορισμένο χρόνο, που δεν εξαντλεί το διάστημα της διακοπής. Αν η διάσταση καταλήξει σε διαζύγιο, μόλις η σχετική απόφαση καταστεί αμετάκλητη, θα ισχύσουν για την οικογενειακή στέγη, ενόψει του κενού που υπάρ­χει στη νομοθεσία, οι γενικές διατάξεις του ενοχικού και εμπραγμάτου δικαίου (ΕφΠατρ 634/2007 ΑχΝομ 2008. 241, ΕφΑΘ 8306/1995 ΕλλΔνη 37.1428, ΕφΑθ 335/1993 ΕλλΔνη 1994. 485. Βλ. Δεληγιάννη, ΟικογΔ, II, 1987, §§ 241, 242, 243, Σπυριδάκη, ΟικογΔ, σ. 104, Παπαζήση, ό.π., αριθ. 47 και αριθ. 85, Κων. Παπαδόπουλου, ό.π., § 248, αριθ. 6, σ. 333, Ι. Κατρά, «Σύστημα Ασφαλιστικών Μέτρων Αναγκαστικής Εκτέλεσης και Διαταγών Πληρω­μής και Απόδοσης» έκδ. 2009, § 108, Β, σ. 568). Αν η ρύθμιση της χρήσης της οικογενειακής στέγης έχει γίνει με δικαστική απόφαση και επακολούθησε αμετάκλητη λύση του γάμου (ΚΠολΔ 613), η αναγκαστικού χαρα­κτήρα υποχρέωση που θεσπίζει η ως άνω διάταξη παύει αυτοδικαίως με άμεση συνέπεια την αναβίωση όλων των δικαιωμάτων του συζύγου, κυρίου ή νομέα-μισθωτή και την ταυτόχρονη κατάλυση του δικαιώματος χρήσης της οικογενειακής στέγης του άλλου συζύγου κατόχου. Αν ο τελευταίος, παρά την κατάλυση του δικαιώματος του, αρνείται την απόδοση του ακινήτου στο δικαιούχο πρώην σύζυγο, μπορεί αυτός να ζητήσει την απόδοση του με τις οικείες αγωγές, εμπράγματες, περί νομής ή ενοχικές, καθώς και με αίτηση για λήψη ασφαλιστικών μέτρων (ΕφΑθ 5040/2010 ΕλλΔνη 2013. 480, ΕφΑθ 4585/2002 ΕλλΔνη 2003. 228, βλ. β. Βαθρα­κοκοίλη, ό.π., υπό άρθρο 1393, αριθ. 6, σ. 272-273 και αριθ. 18α, σ. 282).
ΙΙ. Οι προσωπικές δουλείες ρυθμίζονται στις ΑΚ 1142-1191 και διακρίνονται από τη θεωρία σε πλήρεις και σε περιορισμένες προσωπικές δουλείες. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1183 ΑΚ και 1188 ΑΚ που ορίζουν η μεν πρώτη ότι «η προσωπική δουλεία της οίκησης συνίσταται στο εμπράγματο και αποκλειστικό δικαίωμα του δικαιούχου να χρησιμοποιεί ως κατοικία ξένη οικοδομή ή διαμέρισμά της», η δε δεύτερη ότι «πάνω στο ακίνητο μπορεί να συσταθεί εμπράγματο δικαίωμα προσωπικής δουλείας που να παρέχει κάποια εξουσία ή χρησιμότητα υπέρ ορισμένου προσώπου (περιορισμένες προσωπικές δουλείες)», προκύπτει ότι υπάρχει δουλεία οικήσεως, όταν ο δουλειούχος έχει δικαίωμα να κατοικεί διαρκώς στην οικία ή στο διαμέρισμα, κατ’ αποκλεισμό του κυρίου, ενώ δεν υπάρχει όταν το δικαίωμά του περιορίζεται σε ορισμένες μόνο περιόδους, χωρίς να αποκλείει το δικαίωμα του κυρίου να κατοικεί στον ίδιο χώρο κατά τα υπόλοιπα χρονικά διαστήματα, οπότε πρόκειται για περιορισμένη προσωπική δουλεία (βλ. ΠΠρωτΘεσσαλ 3326/2012, ΕιρΠατρ 268/2008, ΑΠ 868/2005 ΕλλΔνη 2005, 1085 και εκεί περαιτέρω παραπομπή σε ΑΠ 53/1993 ΕλλΔνη 36, 1083, καθώς και ΕφΑθ 1023/2009 ΕλλΔνη 2010, 1050). Ειδικότερα παροχή δικαιώματος μπορεί να ερμηνευθεί ως περιορισμένη προσωπική δουλεία (Γεωργιάδης, Εμπράγματο, παρ. 81 αρ. 21, Βαθρακοκοίλης, ΕρμΝομΑΚ, άρ. 1183 αρ. 6, ΕιρΠατρ 268/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 5718/2003 ΕλλΔνη 2004, Πρβλ και για τα μέλη της οικογένειας των αποκατασταθέντων προσφύγων, οι οποίοι συνοικούσαν με τον αρχηγό της οικογένειας, στον οποίο είχε παραχωρηθεί η κυριότητα του ακινήτου ΑΠ 1202/2003 ΧρΙΔ 2004, 132). Οι περιορισμένες προσωπικές δουλείες αποτελούν ιδιαίτερη κατηγορία δουλειών οι οποίες συνδυάζουν στοιχεία προσωπικών και πραγματικών. Στην ουσία περιλαμβάνουν τις περιπτώσεις που μια πραγματική δουλεία συστήνεται υπέρ συγκεκριμένου προσώπου και όχι υπέρ του εκάστοτε κυρίου ακινήτου. Πέραν τούτων, το στοιχείο αποκλεισμού του κυρίου είναι ένα ακόμη στοιχείο που διαχωρίζει τις π.δ.δ. από την πλήρη δουλεία οίκησης (Βαθρακοκοίλης, ΕρΝομΑΚ, άρ. 1188 άρ. 5). Κλασσική δε περίπτωση π.π.δ. που αντιπαραβάλλεται με την πλήρη δουλεία της οίκησης είναι το δικαίωμα συνοίκησης των μελών της οικογένειας του κυρίου παραχωρηθείσας οικίας λόγω προσφυγικής αποκατάστασης. Οι π.π.δ. μπορούν να συσταθούν με σύμβαση, η οποία είναι αιτιώδης, δεκτική αίρεσης ή προθεσμίας, πρέπει να γίνει συμβολαιογραφικώς και να μεταγραφεί ή καταχωρηθεί στο κτηματολογικό φύλλο (Μπανάκας, άρ. 1188 αρ. 6 επ., Γεωργιάδης, Εμπράγματο, περ. 82 αρ. 18, Βαθρακοκοίλης, ΕρΝομΑΚ, άρ. 1188 αρ. 17, ΑΠ 271/2007 ΧρΙΔ 2007, 711, ΕφΑθ 3867/2001 ΕλλΔνη 2001, 1368). Επίσης μπορούν να συσταθούν με διάταξη τελευταίας βούλησης, η οποία επίσης υπόκειται σε μεταγραφή ή καταχώρηση αντίστοιχα (Μπανάκας ο.π., Γεωργιάδης ο.π., ΕφΑθ 3867/2001 ο.π.). Δυνατή είναι και η σύσταση π.π.δ. με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία, υπό την προϋπόθεση, βεβαίως, ότι το ακίνητο είναι δεκτικό χρησικτησίας (Μπανάκας ο.π., Γεωργιάδης ο.π., Βαθρακοκοίλης ο.π., ΕφΠατρών 748/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
ΙΙΙ. Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 974, 984 § 1 εδ. β΄, 987 εδ. α΄ και 989 εδ. α΄ ΑΚ προκύπτει ότι η προσβολή της νομής αν είναι παράνομη και γίνεται χωρίς τη θέληση του νομέα παρέχει στον τελευταίο αγωγή που τείνει σε αποκατάσταση της πριν από την προσβολή κατάστασης. Προσβολή της νομής αποτελεί κάθε θετική πράξη ή παράλειψη του προσβολέα που επάγει είτε αποβολή του νομέα από τη νομή, είτε διατάραξή του στην άσκηση της νομής του (ΑΠ 306/2004 ΕλλΔνη 2004. 1423). Ειδικότερα, από το άρθρο 987 εδ. α΄ ΑΚ προκύπτει ότι στοιχεία της βάσης αγωγής αποβολής από τη νομή είναι ότι ο ενάγων είχε τη νομή του επιδίκου ακινήτου κατά το χρόνο της αποβολής και προσβολής της νομής παράνομα και χωρίς τη θέλησή του, ενώ είναι αδιάφορο πόσο χρόνο πριν ο ενάγων νεμόταν το επίδικο ακίνητο και πότε άρχισε να το νέμεται. Η σχετική αγωγή στρέφεται κατά του προσβολέα, ο οποίος ταυτόχρονα με την απώλεια της νομής του ενάγοντος απέκτησε επιλήψιμα νομή στο πράγμα, την οποία διατηρεί κατά την άσκηση της αγωγής, αίτημα δε αυτής είναι να καταδικαστεί ο εναγόμενος σε απόδοση της νομής του πράγματος στον εναγόμενο (ΑΠ 1260/1998 ΕλλΔνη 1999. 66, ΕφΑθ 9630/2002 ΕλλΔνη 2004. 587). (...)Με βάση το ιστορικό αυτό (ο αιτών) ζητά, όπως τα αιτήματα εκτιμώνται από το Δικαστήριο, να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα, να αναγνωρισθεί προσωρινά αποκλειστικός νομέας και κάτοχος του επιδίκου ακινήτου και των συστατικών του, όπως αυτά λεπτομερώς περιγράφονται στο δικόγραφο της αίτησής του, να διαταχθεί η αποβολή της καθ’ ης και κάθε τρίτου που έλκει δικαιώματα από αυτήν από το επίδικο διαμέρισμα, να διαταχθεί η δική του εγκατάσταση στη νομή του σε αυτό, να απαγορευθεί σε αυτήν κάθε διατάραξη της νομής του στο μέλλον, να απαγγελθεί σε βάρος της προσωπική κράτηση και να απειληθεί χρηματική ποινή για κάθε τυχόν παράβαση της αποφάσεως που θα εκδοθεί και να καταδικασθεί η καθ’ ης στην πληρωμή των δικαστικών του εξόδων.
(…)Πιθανολογήθηκε ότι: Ο αιτών και η καθ’ ης είναι πρώην σύζυγοι. Στις …. στην …, τέλεσαν νόμιμο θρησκευτικό γάμο και από το γάμο τους αυτό απέκτησαν τέσσερα ζώντα σήμερα τέκνα, … τα οποία είναι ενήλικα… Κατά τη διάρκεια του γάμου των αντιδίκων δημιουργήθηκαν σφοδρές εντάσεις και μεταξύ τους προβλήματα, τα οποία οφείλονταν προεχόντως στο βίαιο χαρακτήρα του εδώ αιτούντος, καθώς αυτός δημιουργούσε επεισόδια σε βάρος τόσο της συζύγου του όσο και των τέκνων τους κατά τη διάρκεια των οποίων τα εξύβριζε, τα απειλούσε και συχνά χειροδικούσε σε βάρος τους. Μάλιστα ο αιτών κατά το παρελθόν είχε χτυπήσει την καθ’ ης τόσο πολύ ώστε αυτή οδηγήθηκε για περίθαλψη στο Νοσοκομείο. Ως εκ τούτου οι νυν αντίδικοι οδηγήθηκαν σε διάσπαση της έγγαμης συμβίωσής τους. Περαιτέρω, πιθανολογήθηκε ότι ο αιτών, δυνάμει του υπ’ αρ. … παραχωρητηρίου του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας που έχει μεταγραφεί νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου του Δήμου … στον τόμο … και με αριθμό …, κατέστη αποκλειστικός κύριος, νομέας και κάτοχος του με στοιχ… διαμερίσματος του δευτέρου πάνω από το ισόγειο ορόφου, μιας πολυώροφης οικοδομής που είναι κτισμένη σε οικόπεδο, που βρίσκεται … επί της οδού … με αριθμό …, έκτασης του όλου οικοπέδου …. τ.μ..
(…)Το προδιαληφθέν διαμέρισμα αποτέλεσε καθ’ όλη τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης των αντιδίκων την οικογενειακή στέγη τους. Με την υπ’ αρ. … απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου (ασφαλιστικών μέτρων – προσαγόμενη), μεταξύ άλλων, παραχωρήθηκε η χρήση της οικογενειακής στέγης στην εδώ καθ’ ης (και όχι στα τέκνα της, διότι το δικαίωμα χρήσης της οικογενειακής στέγης παραχωρείται στον σύζυγο και όχι στα τέκνα), στην οποία και ανατέθηκε η προσωρινή επιμέλεια των προσώπων των τότε ανήλικων τεσσάρων τέκνων τους και επιδικάσθηκε προσωρινή διατροφή για έκαστο αυτών και την ίδια. Έκτοτε η καθ’ ης έκανε αποκλειστική χρήση του διαμερίσματος αυτού, ενώ με την υπ’ αρ. …. απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών (εκουσιάς δικαιοδοσίας - προσαγόμενη) απαγγέλθηκε η λύση του γάμου των αντιδίκων και η απόφαση αυτή κατέστη αμετάκλητη με την υπ’ αρ. …. δήλωση τους ενώπιον του Γραμματέα του Πρωτοδικείου … περί παραιτήσεώς τους από την άσκηση ενδίκων μέσων κατά αυτής. Με το δε υπ’ αρ. …. διαζευκτήριο του Μητροπολίτη …. λύθηκε και πνευματικά ο γάμος τους. Κατ’ ακολουθία η ρύθμιση της χρήσης της οικογενειακής στέγης των αντιδίκων που είχε γίνει με την ως άνω δικαστική απόφαση, επειδή επακολούθησε αμετάκλητη λύση του γάμου τους, έπαυσε αυτοδικαίως να ισχύει με άμεση συνέπεια την αναβίωση όλων των δικαιωμάτων του αιτούντος και την ταυτόχρονη κατάλυση του δικαιώματος της αποκλειστικής χρήσης της οικογενειακής στέγης της καθ’ ης, που απέρρεε από την ως άνω απόφαση, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην υπ’ αρ. Ι μείζονα σκέψη της παρούσης. Από το προσαγόμενο όμως μεταγεγραμμένο τίτλο κτήσης του αιτούντος (βλ. ανωτέρω) και συγκεκριμένα από τους επί πλέον όρους του παραχωρητηρίου προκύπτει ότι μεταξύ των προσώπων που περιελήφθησαν υπό του δικαιούχου, ήτοι του εδώ αιτούντος, «στο απογραφικό δελτίο ως προστατευόμενα μέλη και μετά τον έλεγχο των δικαιολογητικών από τις Υπηρεσίες του ΟΕΚ κρίθηκαν πράγματι ως προστατευόμενα, έχοντας δικαίωμα οικήσεως στην παραχωρούμενη οικία με τις ακόλουθες διακρίσεις: Ο/Η σύζυγος εφόρου ζωής, πλην της περιπτώσεως που λυθεί ο γάμος με υπαιτιότητά του/της … Επί της παραχωρούμενης ιδιοκτησίας έχουν δικαίωμα οικήσεως από της εκδόσεως του παραχωρητηρίου τα δηλωθέντα υπό του δικαιούχου και τα κριθέντα υπό των υπηρεσιών του ΟΕΚ ως προστατευόμενα του …. του …. ως εξής: 1. … (σύζυγος)…». Από τα προεκτεθέντα ως άνω πραγματικά περιστατικά σε συνδυασμό και με την οικεία μείζονα σκέψη περί του δικαιώματος οικήσεως που επίσης προεκτέθηκε πριν την εκτίμηση των αποδείξεων, πιθανολογήθηκε ότι με το ως άνω νομίμως μεταγεγραμμένο παραχωρητήριο συστάθηκε υπέρ της καθ’ ης περιορισμένη προσωπική δουλεία εφόρου ζωής συνοικήσεως με τον αιτούντα (βλ. ανωτέρω υπ’ αρ. ΙΙ νομική σκέψη), με βάση και τους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ και σύμφωνα με το σχετικό ισχυρισμό της καθ’ ης, κατ’ ορθή εκτίμηση αυτού. Στο σημείο δε αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι εν προκειμένω, ήτοι στη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων, δεν τυγχάνει εφαρμογής το άρ. 991 ΑΚ (Κούμανης σε Γεωργιαδής Α., 2010, ΣΕΑΚ, άρ. 991 παρ. 2). Ακόμη δε και αν ήθελε θεωρηθεί ότι το ως άνω παραχωρητήριο δεν έχει μεταγραφεί και επ’ ονόματι της καθ’ ης ως σύσταση περιορισμένη προσωπικής δουλείας, η τελευταία έχει συσταθεί σε κάθε περίπτωση με τακτική χρησικτησία (ΑΚ 1041, 1043), με νομιζόμενο τίτλο το παραχωρητήριο αυτό και την επί σειρά ετών (κατά πολύ περισσότερων από δέκα) με καλή καλή τη πίστει οίκηση της καθ’ ης εντός της οικίας από το έτος 2001 μέχρι και σήμερα. Περαιτέρω, πιθανολογήθηκε ότι ο γάμος των αντιδίκων που λύθηκε συναινετικά δεν λύθηκε από υπαιτιότητα της καθ’ ης, γεγονός που δεν ισχυρίστηκε καν ο αιτών, αλλά ήχθησαν αυτοί στη συναινετική λύση του γάμου τους λόγω των ως άνω προβλημάτων που δημιουργούσε ο αιτών, ήτοι από υπαιτιότητα αυτού. Ακολούθως, πιθανολογήθηκε ότι ο αιτών, ο οποίος ο οποίος αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα υγείας … και κατοικεί σε δώμα που του είχε παραχωρήσει άνευ ανταλλάγματος μια αδελφή του, μετά την αμετάκλητη λύση του γάμου του με την καθ’ ης της επέδωσε στις …. την από …. εξώδικη δήλωση – πρόσκλησή του, με την οποία την καλούσε εντός προθεσμία 15 ημερών από της επιδόσεως αυτής, να εκκενώσει το επίδικο διαμέρισμά του και να του αποδώσει εντελώς ελεύθερη σε αυτόν τη χρήση αυτού, άλλως παρερχομένης απράκτου της προθεσμίας αυτής, της κατέστησε γνωστό ότι θα θεωρούσε την άρνησή της, ως αντιποίηση της νομής του επί του επίδικου ακινήτου. Δεν πιθανολογήθηκε όμως ότι αιτήθηκε από την καθ’ ης να συνοικήσει στο διαμέρισμά του και ότι αυτή του το αρνήθηκε. Η καθ’ ης δε νομίμως δεν εκκένωσε την επίδικη οικία, καθώς ναι μεν έπαυσε αυτοδικαίως το δικαίωμα της για αποκλειστική χρήση αυτής σύμφωνα με την προδιαληφθείσα απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου …, πλην όμως βάσει της υπέρ της συσταθείσας περιορισμένης προσωπική δουλείας εφόρου ζωής συνοικήσεως (με τον αιτούντα και τυχόν λοιπούς δικαιούχους, ήτοι τα άγαμα τέκνα τους κλπ) εξακολουθεί να έχει το δικαίωμα να συνοικεί σε αυτή. Από κανένα δε στοιχείο δεν πιθανολογήθηκε ότι η άσκηση του δικαιώματός της αυτού έχει καταστεί κατά τρόπο απόλυτο, οριστικό και διαρκή, αδύνατη, έτσι ώστε να αποσβεστεί το σχετικό δικαίωμά της ή ότι απώλεσε αυτό καθ’ οιονδήποτε τρόπο, ενώ επίσης δεν πιθανολογήθηκε σύμφωνα με τα ανωτέρω η από μέρους της αιτούσας αμφισβήτηση του δικαιώματος της νομής του αιτούντος επί του επίδικου ακινήτου ή η με οποιονδήποτε τρόπο αποβολή του από αυτό (βλ. υπ’ αρ. ΙΙΙ νομική σκέψη της παρούσης).
Επομένως, εφόσον πιθανολογήθηκε ότι δεν υφίσταται οποιαδήποτε παράνομη αποβολή του αιτούντος από τη νομή του, καθόσον η καθ’ ης είναι δικαιούχος του ως άνω επικαλούμενου απ’ αυτήν δικαιώματος περιορισμένης προσωπικής δουλείας συνοικήσεως, κατά τα προεκτεθέντα, με βάση το οποίο (δικαίωμα) δικαιολογεί την άρνηση της ένδικης αιτήσεως ασφαλιστικών, πρέπει αυτή (αίτηση) να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Ωστόσο, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων σύμφωνα με το άρθρο 179 ΚΠολΔ, επειδή η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής».

Σχόλια