Παράνομη παράσταση πολιτικής αγωγής – Απόλυτη ακυρότητα

ΑΠ 245/2015: Παράνομη παράσταση πολιτικής αγωγής – Απόλυτη ακυρότητα: «Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 2 ΚΠΔ, αν ο πολιτικώς ενάγων παρέστη παράνομα στη διαδικασία του ακροατηρίου επέρχεται απόλυτη ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάση της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη. Η ακυρότητα, όμως αυτή, που δημιουργεί τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, επέρχεται μόνον όταν υπάρχει έλλειψη ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποίησης του πολιτικώς ενάγοντος,
ή όταν δεν τηρήθηκε η επιβαλλόμενη από το άρθρο 68 του ίδιου κώδικα διαδικασία ως προς τον τρόπο και τον χρόνο ασκήσεως και υποβολής της πολιτικής αγωγής και όχι για άλλες πλημμέλειες (Ολ.ΑΠ 762/1992), μεταξύ των οποίων και εκείνη που δημιουργείται στην περίπτωση κατά την οποία η ασκούμενη αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από αδίκημα έχει υποπέσει σε παραγραφή, εκτός αν ο κατηγορούμενος πρότεινε την σχετική ένσταση.
Κατά τις διατάξεις των άρθρων 63 και 68 παρ.2 ΚΠΔ η πολιτική αγωγή για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, μπορεί να ασκηθεί και ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου από τον δικαιούμενο κατά τις διατάξεις του Α.Κ (άρθρο 932 ΑΚ), μέχρι να αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία, χωρίς έγγραφη προδικασία. Εξάλλου, στο άρθρο 937 του Α.Κ ορίζεται ότι η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία αφότου ο παθών έμαθε την ζημία και τον υπαίτιο σε αποζημίωση...εάν δε η αδικοπραξία αποτελεί συνάμα κολάσιμη πράξη που κατά τον ποινικό νόμο υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή, αυτή ισχύει και για την απαίτηση αποζημιώσεως. Στην παραπάνω πενταετή παραγραφή υπόκειται και η κατ’ άρθρο 932 ΑΚ αξίωση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης. Για την διαπίστωση αν η ποινική παραγραφή της καλύπτουσας την αδικοπραξία κολάσιμης πράξης είναι μακρότερη ή όχι της αστικής παραγραφής, θα ληφθεί υπόψη ο χαρακτηρισμός της κολάσιμης πράξης ως κακουργήματος, πλημμελήματος ή πταίσματος και η προβλεπόμενη από τον ποινικό κώδικα ή άλλους ειδικούς ποινικούς νόμους παραγραφή, όπως αυτή, ως προς τη διάρκεια της, καθορίζεται στο άρθρο 111 του Π.Κ ή άλλο ειδικό ποινικό νόμο και η οποία, προκειμένου για τα πλημμελήματα, είναι πενταετής και κατά τη διάταξη του άρθρου 17 του Π.Κ αρχίζει από το χρόνο κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενήργησε ή όφειλε να ενεργήσει, δηλαδή, η αφετηρία της ποινικής παραγραφής μπορεί να είναι διαφορετική από εκείνη της αστικής από αδικοπραξία απαιτήσεως κατά το άρθρο 937 παρ. 1 Α.Κ. 
Για τη διακρίβωση εάν, προκειμένου περί πλημμελημάτων, η ποινική παραγραφή είναι μακρότερη ή όχι σε σύγκριση με την αστική παραγραφή, δεν υπολογίζεται το οριζόμενο από την παρ.3 του άρθρου 113 του Π.Κ μέγιστο διάστημα της τριετούς αναστολής, κατά το οποίο διαρκεί η κυρία διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση (Πολ. Ολ.ΑΠ 21/2003). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 261 Α.Κ την παραγραφή διακόπτει η έγερση αγωγής, η δε με τον τρόπο αυτό διακοπείσα παραγραφή αρχίζει και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου, κατά δε το άρθρο 270 ΑΚ, αν η παραγραφή διακόπηκε ο χρόνος που πέρασε έως τότε δεν υπολογίζεται και αφότου περατώθηκε η διακοπή αρχίζει νέα παραγραφή. Τέτοια άσκηση αγωγής που διακόπτει την παραγραφή, συνιστά και η κατά την ποινική διαδικασία με τη δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής εισαγωγή προς δικαστική κρίση της αξιώσεως για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. 
Εφόσον όμως, η ένσταση της παραγραφής, διατυπώνεται από τον κατηγορούμενο κατά τρόπο σαφή και ορισμένο (άρθρο 262 παρ.1 ΚΠολΔ), το Δικαστήριο υποχρεούται να απαντήσει επ’ αυτής, αφού η τυχόν βασιμότητά της συνεπάγεται την έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης της πολιτικής αγωγής και, συνακόλουθα, τη μη δυνατότητα αυτής να παρασταθεί στο ποινικό δικαστήριο, προς ικανοποίηση αξιώσεών της. Η ένσταση αυτή, εφόσον κατά την εκδίκαση της υποθέσεως στο πρωτόδικο δικαστήριο έχει υποκύψει σε παραγραφή η αξίωση του πολιτικώς ενάγοντος, κατά το αστικό δίκαιο (937 ΑΚ), πρέπει να προβάλλεται, κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο και πριν την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας και δεν μπορεί να προβληθεί σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας, δηλαδή, στο ακροατήριο, το πρώτον, κατά τη συζήτηση στο εφετείο της υποθέσεως, μέσα στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως που ασκήθηκε, από τον κατηγορούμενο, εφόσον δεν προβλήθηκε με λόγο της εφέσεως αυτού, αφού, κατά το άρθρο 502 παρ.2 ΚΠΔ, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει εξουσία να κρίνει επί εκείνων μόνο των μερών της πρωτόδικης αποφάσεως, στα οποία αναφέρονται οι λόγοι εφέσεως (Α.Π. 944/2011, Α.Π. 128/2012).
Στην προκειμένη περίπτωση…εφ' όσον (οι πολιτικώς ενάγοντες) από την γνώση της σε βάρος τους αδικοπραξίας του πολιτικώς εναγομένου -κατηγορουμένου, που κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης, έγινε την 21-7-2007 και την δήλωση ότι θα παρασταθούν ως πολιτικώς ενάγοντες στην ποινική δίκη που έλαβε χώρα με την έγκληση που κατέθεσαν σε βάρος του στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών την 27-7-2007, μέχρι την δήλωση παραστάσεως τους ως πολιτικώς εναγόντων κατά την εκδίκαση της υποθέσεως που έλαβε χώρα την 12-6-2014, ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, οπότε εισήγαγαν για κρίση ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου την πολιτική τους αξίωση, παρήλθε χρονικό διάστημα μείζον της πενταετίας, χωρίς εν τω μεταξύ να μεσολαβήσει διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου που να επιφέρει διακοπή ή αναστολή της αρξαμένης παραγραφής η αξίωση τους αυτή, παρεγράφη. Το δικαστήριο δε της ουσίας με το να απορρίψει την άνω ένσταση και να επιτρέψει την παράσταση πολιτικής αγωγής των εγκαλούντων υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 171 § 2 ΚΠΔ». (areiospagos.gr)

Σχόλια

Legal Jobs

Legal Jobs
Θέσεις Εργασίας-Υποτροφίες- Μεταπτυχιακά